Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024, 9:36:34 μμ
Κυριακή, 25 Απριλίου 2021 22:26

Παρασκευή Μεσάνυχτα

Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης, Εκπαιδευτικός - συγγραφέας.

Η Παρασκευή είναι μια ιδιαίτερη ημέρα για πολλούς λόγους. Είναι ημέρα μοναξιάς για όσους μένουν μόνοι, ημέρα απολογισμού για όσους ζουν χωρισμένοι και ημέρα αποχωρισμού για όσους ζουν χώρια και τα παιδιά τους επισκέπτονται τον άλλο γονιό.

Είναι, επιπλέον μια ημέρα «φυγής» και απόδρασης, καθώς την Παρασκευή μπορούν να συναντηθούν όσοι λόγω δουλειάς, δεν μπορούν αλλιώς να βρεθούν.
Εύκολα γίνεται κατανοητό, γιατί αρκετοί άνθρωποι, Παρασκευή νύχτα χάνονται στα στενά της πόλης και στην ερημιά της μεγαλούπολης, όταν η μοναξιά βγάζει τον εαυτό της στο σφυρί, η ψυχή δίνεται αντιπαροχή και οι αναμνήσεις βγάζουν νύχια που ματώνουν.  Όταν η κάθε ναυαγισμένη ύπαρξη κουβαλά τα συντρίμμια της σε στέκια, όπου τα νιάτα δροσίζονται με ποτό, και η προσδοκία προσφέρεται για ηδύποτο στους μεγάλους.  
Η νύχτα είναι «σχολείο» που εξιτάρει την όραση και εξάπτει τη φαντασίωση, καθόσον «δείχνει» και φανερώνει πολλά. Ξέρει να «σκεπάζει» όσα δεν αντέχουν το φως και να ξεσκεπάζει όσα δεν προκαλούν στο σκοτάδι.
Πόσο δίκιο είχε ο Καβάφης όταν έγραφε: «Ίσως το φως είναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει». Σίγουρα κάτι σημαντικό εννοούσε και ο Σεφέρης όταν έλεγε ότι: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός». Και πως για κάποιο λόγο άγνωστο, η λέξη φως, σε ουσιαστικό αρσενικό (ο φως) σημαίνει άνδρας!
Έτσι συμβαίνει  και  με «Τα παράθυρα της ζωής», όταν είναι ανοιχτά. Άλλοτε είναι παρηγορία και άλλοτε τυραννία. Ενδεχομένως γι’ αυτό, το φως,  κρύβει με επιμέλεια το πρόσωπό του. Ίσως γι’ αυτό, το ίδιο δεν θα το δούμε ποτέ, κι ας μας βοηθά να δούμε όλα τ’ άλλα.  
Να, γιατί αυτόν που αγαπάμε τον λέμε «φως μου». Γιατί μας βοηθά να δούμε με αγάπη τον κόσμο και να τον μοιραστούμε μαζί του, γιατί χαρά που δεν χαρίζεται, είναι χαρά χαμένη. Όπως χαμένη είναι και η ελευθερία, όταν δεν την διεκδικεί κανείς. 
Στην εποχή μας υπάρχουμε  χωρίς να συνυπάρχουμε. Συζητούμε χωρίς να συνομιλούμε, όταν οι λέξεις που χρησιμοποιούμε είναι κάλπικες, γιατί από την πολλή κατάχρηση, έχασαν το νόημά τους. 
Έτσι, εύκολα εξιδανικεύουμε  πρόσωπα, που δεν γνωρίζουμε, γιατί σ’ αυτά ελπίζουμε να βρούμε αυτό που μας λείπει. Αυτό που θέλουμε και ποθούμε. Και τότε εύκολα εντυπωσιαζόμαστε από πράγματα μικρά. Από μια στιγμιαία χαρά, γιατί μας έλειψε η χρόνια. 
Πράγματι ο άνθρωπος συχνά απογοητεύεται, όταν συναντά στην έξω  ζωή αυτό που κουράστηκε να κουβαλά στην ψυχή του. Αυτό που τον ωθεί καμιά φορά να κάνει πράξεις που δεν θέλει, γιατί δεν έχει να κάνει κάτι άλλο. Ειδικά, όταν το θυμικό του νικά το λογικό του και η αδυναμία ξεπερνά τη δύναμή του.  
Γιατί, κατά βάθος είμαστε οι αδυναμίες μας. Ιδίως σε στιγμές που η θύμηση  επιθυμεί μυρωδικά μιας άλλης εποχής και η μνήμη αναμοχλεύει  πρόσωπα αγαπημένα, βγαλμένα μέσα από αχλή του χρόνου. 
Τι είμαστε άλλωστε εκτός από αναμνήσεις και προσδοκίες; Τι είμαστε εκτός από  παρελθόν; Κι αλίμονο σ’ αυτούς που δεν έχουν. Είναι το μόνο που δεν αλλάζει και που δεν χάνεται ποτέ. Στέκεται εκεί και μας ακολουθεί πότε  σαν σκουρόχρωμη και πότε σαν ανοιχτόχρωμη σκιά, ανάλογα με το φως στον ουρανό της ψυχής μας.  
Και τότε κάνοντας απολογισμό ξαναζούμε εκείνο που ήδη ζήσαμε. Θυμόμαστε ανθρώπους που έχουν «αρπάξει» κομμάτια από τη ζωή μας, «κλέφτες»  που διεκδικούν μερτικό από τη σκέψη μας, αγάπες που έσβησαν σαν αμμόλοφοι σε έρημο, και σαν κύματα που δεν έχουν φθάσει ποτέ σε ακρογιάλι.  
Γιατί, μόνο, όταν ζούμε όπως αξίζει, δεν θα την αναπολήσουμε τη ζωή. Γιατί, αν δεν μάθουμε να αγαπάμε, όχι αυτό που θέλουμε, αλλά κι αυτό που έχουμε, πάντα θα ψάχνουμε για κάτι άλλο, μέσα στην άδεια νύχτα, Παρασκευή μεσάνυχτα.