Ημέρα Λαμπρής του έγκλειστου ελληνικού λαού μας, που φέτος δεν θα χαρεί την Ανάσταση εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Μπορεί όμως να προσευχηθεί σε μια γωνιά του σπιτιού του, κρατώντας ακέραια την πίστη του. «Ο Θεός -άλλωστε- δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς», κατά την άποψη του Απ. Παύλου. Είναι Θεός πανταχού Παρών. Όπου και να κάνει κανείς την προσευχή του θα τον ακούσει και θα τον δει.
Ο ελληνικός λαός, είναι ένας λαός πολύπαθος στο διάβα των αιώνων. Αισθάνεται τα πάθη του Χριστού και προσδοκά μαζί με την Ανάσταση Εκείνου, και τη δική του.
Όλες οι κορυφές και οι κορυφώσεις της ζωής προϋποθέτουν ανήφορο. Για να φθάσει κανείς στην κορυφή του βουνού και στην κορύφωση του Θείου δράματος της ζωής, θέλει πίστη, υπομονή και προσπάθεια. «Σε μια χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Το χέρι του θανάτου αυτό χαρίζει τη ζωή. Και ο ύπνος δεν υπάρχει» συνεχίζει αλλού ο ποιητής.
Κι ύστερα παίρνει το λόγο ο Έλιοτ με τη δική του «Έρημη χώρα» για να καταθέσει τη σοφή του άποψη: «Και πήραμε την κατηφόρα. Εκεί νιώθεις ελευθερία στα βουνά», παρότι η ελευθερία ιστορικά ταυτίζεται με το κάθε βουνό: το κάθε Αρκάδι ή το κάθε Κούγκι ή τη σπηλιά του όρους Μαχαιρά στην Κύπρο. Ο δρόμος για τον Παράδεισο περνά μέσα από την Κόλαση. «Σκύψε αν θέλεις να σηκωθείς» λέει ο Παλαμάς.
Ο Άδης είναι γνωστός στον Έλληνα από τα προχριστιανικά και τα χριστιανικά χρόνια. Τις πύλες του τις έχουν διαβεί ήρωες, θεοί και ημίθεοι στην αρχαία εποχή για να φέρουν πάνω στη Γη αγαπημένα πρόσωπα. Ο Ηρακλής παραβιάζει την είσοδό του για να φέρει πίσω την Άλκηστη και ο Ορφέας για να φέρει την Ευρυδίκη.
Η νίκη ενάντια στο θάνατο, με την Ανάσταση των νεκρών, είναι ένα θέμα που απασχόλησε τον Έλληνα από πάντα. Τα Αδώνια γιορτάζονταν κάθε άνοιξη με την αναπαράσταση του θανάτου του Άδωνη. Οι γυναίκες στόλιζαν το νεκρικό του κρεβάτι -κατά τον ίδιο τρόπο που στολίζεται και ο επιτάφιος του Χριστού- με λουλούδια σε καλάθια και σε περιποιημένα δοχεία που τα ονόμαζαν «Κήποι Αδώνιδος».
Από το αίμα του Άδωνη πρόβαλλαν στο χώμα κόκκινα ρόδα, ενώ από τα δάκρυα της Αφροδίτης φύτρωσαν ανεμώνες. «Δακρύζουν για τον Άδωνη στα όρη οι νερομάνες και τα λουλούδια άλικα βάφονται από τον πόνο» γράφει ο Βίων ο Σμυρναίος στο ποίημα του «Επιτάφιος Αδώνιδος».
Αλλά κι ο Σεφέρης, συγκρίνοντας τον επιτάφιο του Χριστού με αυτόν του Άδωνη, ως προς το τελετουργικό μέρος, αναρωτιέται λέγοντας: «συχνά, όταν πηγαίνω στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, μου είναι δύσκολο να αποφασίσω, αν ο Θεός που κηδεύεται είναι ο Χριστός ή ο Άδωνης».
Αυτή, όμως, που δεσπόζει σ' όλη την ελληνική ποίηση είναι η μάνα. Στα ομηρικά χρόνια έχουμε τη θεά Θέτιδα να περνά ανάμεσα από τις μοιρολογίστρες για να κλέψει την ψυχή του γιου της Αχιλλέα, ενώ στον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, η χαροκαμένη μάνα θρηνώντας λέει: «Να 'χα τ' αθάνατο νερό ψυχή καινούρια να 'χα να σου 'δινα να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα».
Στο ίδιο πνεύμα και οι στόχοι του Βάρναλη από το ποίημα "Η Μάνα του Χριστού" όπου η Παναγιά βλέποντας το παιδί της να υποφέρει μοιρολογώντας λέει: «Η ομορφιά σου βασίλεψε, κίτρινε γιε μου, δε μιλάς, δεν κοιτάς, πως μαδιέμαι γλυκέ μου».
Τη βδομάδα της Λαμπρής, όλοι οι θρήνοι από όλες τις γενιές κι από όλες τις μάνες της γης, από τα αρχαία ως και τα σημερινά χρόνια σμίγουν με το θρήνο της Θεοτόκου, της Μεγάλης Παρασκευής, που με σπαραγμένα στήθια ανακράζει: «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου Τέκνον, που έδυ σου το κάλλος. Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατον μου Τέκνον, πως τάφω νυν καλύπτη».
Και παίρνει ο αγέρας το θρήνο της Παναγιάς για να τον ταξιδέψει όπου γης και Χριστιανοί από την Ελλάδα ως τον Πόντο, και σε κάθε άλλη χώρα, όπου βρίσκονται Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Ο σύγχρονος κόσμος έχοντας θεοποιήσει τις φθαρτές αξίες κι έχοντας παραμελήσει τις αληθινές, στέκεται τώρα ενεός κι ανήμπορος μπροστά στον αόρατο εχθρό, τον κορονοϊό, σε μια σταύρωση δίχως σταματημό.
Οι λαοί κλεισμένοι στα σπίτια καρτερούν την Ανάσταση, την ώρα που μετρούν και θρηνούν θανάτους. Πέθανε η Άνοιξη του 2020 και κανείς δεν ξέρει ακόμη πότε θα αναστηθεί.