Παραθέτω μερικούς στίχους:
«Μπάτσοι μέσα στα σχολεία/ Χωρίς ΜΕΘ νοσοκομεία/ Ξύλο πέφτει στη πλατεία/ Αύρες σπάνε τη πορεία/ Έχω καταλάβει ήδη το δικό σας το παιχνίδι. Και παρακάτω: «Ζω μέσα στην αγωνία/ Με έχει φάει η ανεργία/ Πάγωσε η οικονομία/ Και πουλάνε αριστεία/ Οικογενειοκρατία, της ελίτ η εξουσία/ Πρώτη στην παιδεραστία/ Βγαίνω στην παρανομία...».
Οι στίχοι του τραγουδιού πέρα από την αγωνιστική διάθεση που προκαλούν, αποτελούν και το καταστάλαγμα των καιρών που διαχρονικά ζει η χώρα, από την πάλαι ποτέ Οθωνική βασιλεία ως τη σημερινή οικογενειοκρατία. Οι οικογένειες που κυβέρνησαν την Ελλάδα μετριούνται στα τρία από τα πέντε δάχτυλα του χεριού.
Κοινό στοιχείο ανάμεσα στη βασιλεία και στην οικογενειοκρατία είναι ότι και τα δύο αυτά πολιτικά συστήματα στηρίζονται στην αρχή της διαδοχής. Η αναχρονιστική εικόνα που κυριαρχεί στον τόπο μιλά από μόνη της. Έτσι συμβαίνει να έχουμε: τη νύφη στο ένα κανάλι, το γαμπρό στο άλλο, το γιο δήμαρχο, τη μάνα πρώην υπουργό, πρώην δήμαρχο Αθηνών και νυν βουλευτή, τον αδερφό της πρωθυπουργό, το γιο της δήμαρχο Αθηνών και τον πατέρα της πρώην πρωθυπουργό. Το φαινόμενο αυτό δεν διαφέρει καθόλου από το νεποτισμό που υπάρχει στα Αραβικά Εμιράτα.
Το φατριακό αυτό φαινόμενο υπάρχει στη χώρα μας από την εποχή των Κοτζαμπάσηδων. Των φοροεισπρακτόρων του ελληνικού λαού και των μεγαλεμπόρων του Μοριά, που δεν ήθελαν ελεύθερη την Ελλάδα. Και που αντιτάχθηκαν σφόδρα στα σχέδια του Καποδίστρια, ο οποίος ήθελε χτίσει ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος, ώσπου τον δολοφόνησαν. Διαχρονικά αυτόν εδώ τον τόπο τον κυβερνούν οι βασιλείς, οι Κοτζαμπάσηδες, οι άνθρωποι της διαπλοκής και οι «νταβατσήδες». Είμαστε η χώρα που ρίχνει φόλα στα σκυλιά και ταΐζει με χαβιάρι τα κάθε είδους κομματόσκυλα.
Αν και η ελληνική είναι η πλουσιότερη γλώσσα, η χρήση της στην καθημερινή πολιτική έχει περιοριστεί σε δυο λέξεις: «δεξιός» και «αριστερός», ορίζοντας και περιορίζοντας έτσι την ταυτότητα του Έλληνα, με όλα τα χαρακτηριστικά της. Λέμε «δεξιός» και «αριστερός» και μέσα σ’ αυτές τις δύο λέξεις συμπυκνώνουμε τα πάντα όλα. Υιοθετούμε έναν παραλογισμό που συρρικνώνει τον άνθρωπο, αφού παραγνωρίζει όλες τις άλλες του ιδιότητες, θετικές ή αρνητικές.
Μιλάμε με λέξεις γενικόλογες, επειδή δεν απαιτούν καμιά ιδιαίτερη γνώση. Λέμε γενικά κι αόριστα «δεξιός» ή «αριστερός» χωρίς να ορίζουμε αν ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι καλός ή κακός, πονηρός ή αγαθός, μορφωμένος ή αμόρφωτος, κι όποιο άλλο επίθετο προσδιοριστικό της προσωπικότητάς του, παραβλέποντας την παιδεία και την πορεία του στη ζωή, αν δηλαδή έχει εργαστεί και πού, αν έχει διακριθεί και πού, αν παράγει κάτι και τι; Από τη διαπίστωση αυτή δεν εξαιρούνται και οι πολιτικοί.
Άλλωστε ούτε όλοι οι δικαστικοί ούτε όλοι οι εκπαιδευτικοί ούτε όλοι οι πολιτικοί είναι το ίδιο. Αξιοκρατία κατ’ εμέ σημαίνει να «μπαίνεις» κάπου από την κύρια είσοδο κι’ όχι από την πίσω πόρτα, ακόμη κι αν είναι νόμιμο, αλλά όχι και ηθικό. Αξιοκρατία κατ’ εμέ υπάρχει, όπου υπάρχει ο ΑΣΕΠ, όπου υπάρχουν συγκριτικά βιογραφικά και εισαγωγικές εξετάσεις. Όπου δεν υπάρχουν συγκρίσεις, όπου οι τοποθετήσεις δεν γίνονται με κριτήρια αξιολογικά, παρά μόνον παραταξιακά ή συγγενικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για αξιοκρατία. Διαφορετικά θα ήταν αξιοκρατικό και το μητσοτακικό «επιτελικό» κράτος…
Αξιολογώντας τους ανθρώπους με κομματικά κριτήρια κι αδιαφορώντας για τα προσωπικά τους προτερήματα ή ελαττώματα δίνουμε ύπαρξη στην ανυπαρξία, δύναμη στην αδυναμία και οντότητα στην ασημαντότητα, μέσα από μια πλασματική ομαδικότητα, μόνο και μόνο για να αισθανθεί ο πάσα ένας ότι ανήκει σε ομάδα και να αντλεί δύναμη από αυτήν.
Σε αντίθεση με την ιδεολογία η νοοτροπία διαπερνά όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Άνθρωποι με διαφορετική ιδεολογία, σε πολλά ζητήματα της πολιτικής έχουν την ίδια ακριβώς συμπεριφορά, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν σε δεξιό ή αριστερό κόμμα. Το διαπιστώνουμε και σήμερα αυτό με τη πλέρια στήριξη που παρέχει το Κινάλ στη ΝΔ για να στείλουν μαζί το Σύριζα σε εξεταστική, όπως έκανε το 1989 και ο πατήρ Μητσοτάκης με τον Ανδρέα.
Το πρώην Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, μεταλλαγμένο και μετονομασμένο σήμερα σε ΚΙΝΑΛ κατάντησε ένα θλιβερό παρακολούθημα της δεξιάς. Ούτε καν το όνομα και το έργο του Ανδρέα δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί.
Αντίπαλος σε κάθε επανάσταση είναι η υπάρχουσα κατάσταση και το κατεστημένο: ταξικό, οικονομικό, πολιτικό και οικογενειακό. Απέναντι στα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας είναι τα οικογενειακά τζάκια. Αυτά που αντικατέστησαν τον θρόνο με την καρέκλα και την πατρίδα με παρτίδα πολιτικού παιχνιδιού. Αν η ελπίδα του φτωχού δεν γίνει λεπίδα να κόψει τα δεσμά του, θα ζει πάντα δέσμιος μέσα σ’ αυτά.