Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου 2025, 5:56:49 μμ
Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου 2025 11:11

Στο πικραμένο δειλινό…

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης.

 

Ο κυρ Βασίλης πρωινιάτικα αφού τσίμπησε κατιτίς, πίνει στο σπίτι το καφεδάκι του. Σήμερα έχει τα γενέθλιά του. Κλείνει τα 73 και μπαίνει στα 74. Μαύρες σκέψεις ταξιδεύουν στο μυαλό του. ‘’Πήραμε την κατηφόρα για τα 80, μάς πήρε και μάς σήκωσε, άστα βράστα’’.

Έχει δύο γιους ο κυρ Βασίλης. Δυο γιους και τέσσερα εγγόνια. ‘’Θα θυμηθούν άραγε τα γενέθλιά μου; Μπαααα…σιγά μην τα θυμηθούν…παιδιά σου λέει…εδώ δεν τα θυμήθηκε η γυναίκα μου’’.

Βγαίνει όξω και βρίσκει την παρέα του στον καφενέ. Λένε τα πολιτικά τους, κουβεντιάζουν τα ποδοσφαιρικά τους αλλά ο Βασίλης είναι δύσθυμος και κακόκεφος. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Γυρίζει νωρίς στο σπίτι και χαζεύει κάτι μεσημεριανάδικα στην τηλεόραση Η κυρα Παναγιώτα στρώνει το τραπέζι και σερβίρει το φαγητό. Φασολάκια…άκου φασολάκια τέτοια μέρα…

Μετά το φαγητό ο Βασίλης πέφτει για ύπνο. Τον ψευτοπαίρνει για λίγο αλλά οι μαύρες σκέψεις κλωθογυρίζουν στο μυαλό του. Η μνήμη του άρχισε να τον προδίδει, η όραση και η ακοή του αδυνάτισε, η μέση πονάει, το ίδιο και τα γόνατα, χάπια για την πίεση, χάπια για την χοληστερίνη, χάπια…χάπια…χάπια…φασκελοκουκούλωστα…

Ο ήλιος έπεσε και ο Βασίλης σηκώνεται και πάει στον καθρέφτη. Κοιτάει την φάτσα του και απελπίζεται. Η φαλάκρα μεγάλωσε, οι ρυτίδες κάνουνε πάρτι, τα δόντια αραίωσαν και γκρίζες γεροντικές κηλίδες φάνηκαν στο πρόσωπο. Και πού ‘σαι ακόμα… Ανοίγει το τραντζιστοράκι του που είναι ο αχώριστος σύντροφός του και το δωμάτιο πλημμυρίζει από τη θεία φωνή του Λουκά Νταράλα:

                                          ‘’Στο πικραμένο δειλινό, καθώς ο ήλιος πέφτει,

                                           στ’ άσπρα μαλλιά πώς έφτασα, κοιτάω στον καθρέφτη.

                                           Κλαίει η καρδιά και δεν μπορώ, το δάκρυ να κρατήσω,

                                           πώς ήμουνα, πώς έγινα και πώς θα καταντήσω…’’

Μαύρισε πιότερο η ψυχή του Βασίλη. Πάει στο σαλόνι και παλεύει να φτιάξει τη διάθεσή του στην τηλεόραση. Άλλος νταλγκάς κι από κει. Εγκλήματα….εγκλήματα… εγκλήματα…

Αίφνης ακούγεται το κουδούνι της πόρτας. ‘’Ποιος νάναι τέτοια ώρα’’, σκέφτεται.

- Παναγιώταααα…σύρε ν’ ανοίξεις…

-Γιατί εσύ χέρια δεν έχεις; Αφού βλέπεις έχω δουλειά.

Μουρμουράει μέσα στα δόντια του κάτι μπινελίκια ο Βασίλης, ανοίγει την πόρτα και βλέπει να ορμάνε σαν χείμαρρος οι γιοι του, οι νυφάδες και τα εγγόνια του. Τον αγκαλιάζουν, τον φιλάνε, του εύχονται να τα χιλιάσει. Ο μεγάλος του ο γιος κρατάει την τούρτα με ένα γαλάζιο κερί να υψώνεται σαν λάβαρο στο κέντρο της.

Η τούρτα στήνεται στο τραπεζάκι, ο Βασίλης σβήνει το κεράκι και ακούγεται απ’ όλους το γενέθλιο τραγουδάκι:

                                             ‘’Να ζήσεις παππούλη και χρόνια πολλά…’’                                             

Χειροκροτήματα, αγκαλιές, φιλιά, ευχές απ’ όλους…ανασταίνεται ο κυρ Βασίλης…

Τελευταία τον φιλάει η κυρα Παναγιώτα.

-Μου την έφερες παλιόγρια…της ψιθυρίζει τρυφερά στ’ αυτί ο Βασίλης. Χαλάλι σου όμως. Η χαρά που πήρα δεν περιγράφεται με λόγια.

Η τούρτα κόβεται και σερβίρεται. Όλη η οικογένεια απολαμβάνει και τα εγγόνια

δίνουν το χρώμα με τα αστεία και τα πειράγματά τους.

Η ώρα πέρασε και στην πολυθρόνα του ο Βασίλης χαζεύει την σπορά του. Ο μεγάλος του ο γιος, ο Γιωργής του. Τι χαρά του έδωσε ο ερχομός του στη ζωή. Πρώτο του παιδί μωράκι τότε,

οικογενειάρχης τώρα. Αμ ο μικρός του; Το στερνοπούλι του ο Θοδωρής; Χαδιάρης και ζαβολιάρης τότε, σοβαρός οικογενειάρχης σήμερα.

Βλέπει τα εγγόνια του που κρατάνε τα κινητά τους και ταξιδεύουν στο διαδίκτυο. Η Γιώτα που

σπουδάζει πιάνο. Ταλεντάρα λένε οι δάσκαλοί της. Με τη δύναμη της σκέψης, την βλέπει ο

Βασίλης να δίνει τα ρεσιτάλ της στα Μέγαρα Μουσικής. Δίπλα της ο Σωκράτης. Αυτός πια είναι από άλλο ανέκδοτο. Σοβαρός και λιγομίλητος. ‘’Για αυριανό επιστήμονα τον κόβω’’ σκέφτηκε ο κυρ Βασίλης. Άκου να δεις τι του είπε κάποτε όταν ήταν μικρούλης: ‘’Παππού όταν μεγαλώσω θα γίνω γιατρός για να σε γιατρεύω και σένα και τη γιαγιά όταν αρρωσταίνετε’’. Παραδίπλα η Αλικούλα τους. Από μικρούλα τούς τρέλαινε όλους με τα σαλτανάτια της. Ηθοποιός θα γίνει αυτή έλεγαν όλοι. Δεν την βλέπεις; ίδια η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Έχει και το όνομα και τη χάρη.

Να και το μικρότερο από τα εγγόνια τους, ο Βασιλάκης. Είναι η αδυναμία του κυρ Βασίλη όχι μόνο γιατί έχει το όνομά του αλλά και επειδή παίζει μπάλα στα έφηβα του ΗΡΑΚΛΗ Θεσσαλονίκης, της ομάδας του κυρ Βασίλη. Είναι φοβερό ταλέντο και όλοι τον αποκαλούν ‘’Βάσια’’ θεωρώντας τον διάδοχο του Βασίλη Χατζηπαναγή. ‘’Αυτός θα παίξει στην πρώτη ομάδα της Ηρακλάρας μας και γιατί όχι και στην εθνική Ελλάδος’’ σκέφτεται ο Βασίλης..

Βαθιά θρήσκος ο Βασίλης και μέσα από τη σκέψη του επικοινωνεί απευθείας με τον Θεό.

‘’Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου για όλα αυτά που μου χάρισες απλόχερα. Και όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις που έκανα απ’ το πρωί, πάρε ένα σφουγγάρι και σβήστες. Μόνο μια χάρη σου ζητάω Θεούλη μου. Δώσ’ μου καμιά δεκαριά χρόνια ακόμα να ζήσω, για να προλάβω να καμαρώσω την Γιωτούλα μας στα ρεσιτάλ της, τον Σωκρατάκο μας γιατρό, την Αλικούλα μας πρωταγωνίστρια στο θέατρο και τον Βασιλάκη μας στην Ηρακλάρα μας και στην εθνική Ελλάδος…

Τι σου ζητάω Θεέ μου. Δέκα χρόνια μοναχά…

…αν είναι και κάτι παραπάνω, δεν θα πω όχι…’’

ΥΓ. Το παραπάνω κείμενο είναι εμπνευσμένο από το τρίτο μας εγγόνι που ήρθε πρόσφατα στη ζωή και στην οικογένειά μας. Ευλογημένη και καλοφώτιστη να είσαι εγγόνα μας. Ο δρόμος της ζωής που ανοίγεται μπροστά σου να είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα…