κι απ’ τα περβόλια σαν περνάς μοσκοβολούν οι νεραντζιές
και ξεπετιούνται στις βραγιές άγια τα βάγια.
Κι οι μυγδαλιές –ώρα καλή– σειούνται νύφουλες στο άσπρο φως
–φύλλα σμαράγδια, ανθάκια ανάλαφρα σα χνούδια–
λες και γελούσε κι έπαιζε στον κάμπο κάτω η Άνοιξη
και δέθηκαν τα γέλια της: άσπρα λουλούδια.
Μα, πού ρουθούνι να χαρεί, πού χείλι για να τραγουδεί
και πού μια γαλανή ψυχή να φτερουγίσει;
Μαύρο το μάτι και η ψυχή, και μοναχά καταμεσής
στον ουρανό γράφεται ορθό το κυπαρίσσι…
…Σκλάβοι γονιοί, σκλάβα παιδιά· και ημέρα-ήμέρα σφίγγεται
–κρίκο τον κρίκο στη σειρά σε μια αλυσίδα –
γλήγορα χιόνι στα μαλλιά, γλήγορα στάχτη στην καρδιά
και στα τριαντάφυλλα του νιου κάμπια κι ακρίδα.
Και τα παιδιά μας ροδονιές –στου γάμου τ’ όνειρο άνθιζαν–
κίτρινα, Θεέ, σαν το κερί που σιγολειώνει.
Δίχως παιχνίδι και χαρά σούρνουνται στις ογρές αυλές
και τ’ αχαμνά ποδάρια τους τα πνίγει η σκόνη.
Και πριν γνωρίσουν, μάτια μου, χάιδι και γέλιο και στοργή,
τα χείλια τους ποτίζουνται σε πίκρας ξύδι,…
…Αχ, η πεθύμια μέσα μας άκαρπη μένει και πενθεί:
να βλέπαμε τα τέκνα μας το μεσημέρι
μ’ άσπρη ποδίτσα παστρική και με μια τσάντα πέτσινη
απ’ το σχολειό τους να ’ρχουνται, χέρι με χέρι.
Κι όπως το ρόιδι σκάει στο φως να ’σκαε το γέλιο τους πυκνό
και να χαιρόμαστε, ω καλή, στα ωραία τους νιάτα,
τα νιάτα μας που φεύγουνε και να θωρούμε αλαργινά,
κάτω απ’ τις λεύκες, λιόφεγγη της ζωής τη στράτα…
…Βγήκεν ο γήλιος, κι η νοτιά λιανό βελόνι σε τρυπά,
σύγνεφων ίσκιοι τρέχουνε μες στα λιβάδια
και συ τα βόδια προβοδάς και συλλογάσαι ράθυμος,
κι άδεια τα χέρια κρέμουνται, τα στήθια σου άδεια.
Μαγκούφα φτώχια, μαύρη ζωή. Μιζέρια, γκρίνιες και καημοί
πνίγουν το νου και την καρδιά, σφαλάν τα μάτια,
κουτσές οι μέρες μας περνάν σάμπως σε ξόδι να τραβάν
κι είναι στήν έγνοια σου μπροστά κλειστά τα πλάτια.
Μα, να, στα κλώνια τρεμουλάν διαμάντια οι στάλες της βροχής
κι ακούς γλυκά στη σιγαλιά μια-μια να πέφτει
το χώμα ογρό μοσκοβολά, τριανταφυλλίζουν τα βουνά
κι οι βάλτοι λάμπουν γαλανοί, σαν τον καθρέφτη.
Χτυπά η καμπάνα γιορτινά μα τα ξωκλήσια είναι κλειστά
κι ουδέ ψαλτάδες φάνηκαν, ουδέ παπάδες,
με τα ίδια χέρια της η ζωή τώρα τραβάει τ’ αδρό σκοινί
κι αστράφτουν στις θολές ματιές οργής λαμπάδες.
Τι είπες, μωρέ, θ’ αφήσουμε το χωραφάκι το στερνό
να μας το πάρουν τα σκυλιά, δικό τους γλέντι;
Εμείς τον κάμπο οργώσαμε και σπείραμε κι ανθίσαμε,
κι ο ίδρωτάς μας διαμαντόπετρα του αφέντη;
Και σάλεψαν βαριά τσαπιά και δίκρανα και δρέπανα
σα μέγα δάσος που ο βοριάς το ’χει μανιάσει·
μιλάν οι ρόζοι των χεριών, μιλάν οι ρόζοι των ψυχών
και κάτω απ’ τις πατούσες τους φρουμάζει η πλάση.
Εμπρός. Και φεύγουν, σίφουνας, στον ήλιο του καλοκαιριού·
φλούδα πορτοκαλιού γλιστρά στον κάμπο η ώρα·
γιομίζει ο δρόμος κουρνιαχτό, τσεμπέρια, σκούφους και βουητό
και παν ομάδι τρέχοντας κατά τη χώρα.
Κι ως λάμπει η σκόνη μες στο φως, μεγάλο σύγνεφο χρυσό,
και μες στο σύγνεφο τραβάν τραχιά οι χωριάτες
θαρρείς κι αγγέλοι με τσαπιά πάνε στον ήλιο ακράταγα
να τον στεριώσουνε με τις φαρδιές τους πλάτες.