Δούλευες, μάνα μου, στο καφενείο μας, δούλευες στα χωράφια, έτρεχες στον μπαξέ, φρόντιζες τα οικόσιτα ζώα μας και πάντα έβρισκες χρόνο να ασχοληθείς με τα παιδιά σου. Άπλωνες πάνω μας τις φτερούγες σου και μας προστάτευες όπως η κλώσα τα κλωσόπουλα.
Σαν χθες ήταν, μάνα μου, όταν πρωτάκι στο Δημοτικό σχολείο δεν έμενα στην τάξη χωρίς εσένα δίπλα μου. Και καθόσουν, μάνα μου, δίπλα μου στο πράσινο θρανίο της εποχής μέχρι να προσαρμοστώ. Σ’ όλες τις τάξεις με διάβαζες καθημερινά για το σχολείο. Πώς να ξεχάσω όταν προσπαθούσα να γράψω με ωραία γράμματα στο τετράδιο καλλιγραφίας τη φράση που μας όρισε ο δάσκαλος. Δεν σου άρεσαν τα γράμματά μου και έσχιζες το φύλλο και πάλι απ’ την αρχή. Αχ ρε μάνα, πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσα, και μετά από τριάντα δύο χρόνια δάσκαλος παρέμεινα κακογράφος. Δεν τα βάζουμε με τη φύση, μάνα. Αυτή μας διαφεντεύει και μας καθορίζει.
Μαζί ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια της ζωής, μάνα. Μαζί χαρήκαμε τις χαρές και μαζί αντιμετωπίσαμε τις λύπες. Πάντα δίπλα μου να με στηρίζεις σε όλες μου τις αποφάσεις. Και γέρασες, μάνα. Οι φυσικές σου δυνάμεις άρχισαν σιγά σιγά να σε εγκαταλείπουν. Χαιρόσουν παρ’ όλ’ αυτά τα δυο παιδιά σου, τα τέσσερα εγγόνια και τα πέντε σου δισέγγονα. Και έπεσες, μάνα. Σε τρέξαμε στα νοσοκομεία και στις κλινικές. Πάλεψες, μάνα όσο μπορούσες. Πάλεψες.
Λίγο πριν από το τέλος σου ήρθα στην κλινική για να σε δω. Κοιμόσουνα βαριά σαν σε λήθαργο.
- Ξύπνα, μάνα…
Δεν σάλεψες.
- Μαμά ο Μάκης είμαι, ο γιος σου.
Και πάλι δεν σάλεψες, μόνο βαριανάσαινες. Χάιδεψα τα μαλλιά σου, χάιδεψα το μέτωπό σου. Τίποτα και πάλι.
Στο νου μου ήρθε ο στίχος της Μυρτιώτισσας κεντημένος με τη θεία μουσική του Μάνου Χατζιδάκη:
Σ΄αγαπώ, δεν μπορώ τίποτ΄ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο…
- Μάνα, σ’ αγαπώ, ψιθύρισα.
Και είδα έναν υγρό κόμπο να αναβλύζει από τα μάτια σου. Δεν ήταν κόμπος. Δάκρυ ήταν που έγινε ρυάκι και κύλησε. Δεν κατάλαβα αν ήταν δάκρυ χαράς ή λύπης. Χαράς γιατί άκουσες επιτέλους στα τελευταία σου, αυτό που λαχταρούσες ν’ ακούσεις σ’ όλη σου τη ζωή. Λύπης γιατί άργησα τόσα χρόνια να σου πω αυτή την απλή φράση που κουβαλάει όμως μέσα της τόση, μα τόση δύναμη…
- Μάνα σ’ αγαπώ…
Δεν άνοιξες τα μάτια σου μάνα μου, το δάκρυ σου όμως μίλησε μέσα μου.
Βλέπω τώρα την ήρεμη μορφή σου μέσα στο φέρετρο και ξαναψιθυρίζω.
- Μάνα, σ’ αγαπώ…
Και σ’ ακούω μέσα μου να μου απαντάς θλιμμένα.
- Άργησες παιδί μου. Την φράση αυτή ήθελα να την ακούσω από τα χείλη σου όσο ακόμα ήμουν στη ζωή. Ήξερα πάντα ότι μ’ αγαπούσες. Ήθελα όμως να τ’ ακούω. Ήταν το παράπονό μου αλλά και παράπονο όλων των μανάδων που τα λέγαμε εκεί στην εκκλησία της Παναγίας Δεξιάς μετά την θεία λειτουργία. Τώρα είναι αργά. Πολύ αργά…
Υ.Γ.: Φίλοι μου που μόλις με διαβάσατε, σας απευθύνω μια θερμή παράκληση. Όσοι από σας έχετε κάποιον ή και τους δυο γονείς σας εν ζωή, κάντε αυτό που δεν έκανα εγώ και πολλοί άλλοι. Όταν βρεθείτε με τους γονείς σας πέστε τους έτσι χωρίς λόγο…
- Μάνα σ’ αγαπώ…
- Πατέρα σ’ αγαπώ…
Και μην το ψιθυρίσετε. Φωνάξτε το. Και όχι μόνο μια φορά…
Και να είστε σίγουροι ότι αυτό θα είναι βάλσαμο για τον γονιό σας. Βάλσαμο πολυτιμότερο απ’ όλα τα χάπια και τα φάρμακα που παίρνουν εξαιτίας των γηρατειών τους. Πείτε το, φωνάξτε το για να μην δείτε το δάκρυ τους ν’ αργοκυλάει στις τελευταίες τους στιγμές…όταν θάναι πια πολύ αργά…