Κυριακή, 4 Αυγούστου 2024, 9:20:16 πμ
Πέμπτη, 01 Αυγούστου 2024 10:09

1924 – 2024 / Εκατό χρόνια Ποντοηράκλεια

Γράφει ο Νίκος Σιάνας.

Τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του χωριού τους γιόρτασαν με ξεχωριστή λαμπρότητα οι κάτοικοι της ακριτικής Ποντοηράκλειας. Με αφορμή αυτό το ξεχωριστό γεγονός, αλλά και την γιορτή του πολιούχου του χωριού «Προφήτη Ηλία» ο ποντιακός σύλλογος και η κοινότητα του χωριού διοργάνωσαν ένα πλούσιο τετραήμερο εκδηλώσεων.

Από την μεγάλη αυτή γιορτή της Ποντοηράκλειας δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν τα μακρινά τους αδέλφια από το Βασιλίτσι του Δήμου Πύλου – Νέστορος της Μεσσηνίας. Είναι μια αδελφική σχέση που ξεκίνησε από την χρονιά που πρωτοπάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα, στο λιμάνι της Καλαμαριάς. Οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων της Ποντοηράκλειας, τον Οκτώβριο του 1922.

Εκεί στα πέντε χωριά της Μεσσηνίας, Κορώνη, Βασιλίτσι, Σαράτσα, Χαροκοπιό και Τσεφέρογλου τακτοποιήθηκαν προσωρινά οι ξεριζωμένοι από το χωριό Καράκαβουζ της επαρχίας Ηράκλειας του Πόντου. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών παρά τη φτώχια τους, τους δέχτηκαν εγκάρδια και με συμπόνια. Τους συμπαραστάθηκαν ανάλογα με τις δυνατότητές τους σε στέγαση, τρόφιμα και εργασία στα αμπέλια και τους ελαιώνες των γύρω χωριών. Αυτήν την πολύπλευρη και ανθρώπινη συμπαράσταση των παραπάνω χωριών οι μετέπειτα Ποντοηρακλειώτες δεν την ξέχασαν ποτέ. Εκατό χρόνια μετά η σχέση τους παραμένει ζωντανή, έτσι στις 18 Ιουλίου με λύρες και νταούλια υποδέχτηκαν στην είσοδο του χωριού τους ξεχωριστούς προσκεκλημένους, τα αδέλφια τους όπως τους αποκαλούσαν από το χωριό Βασιλίτσι, με αρχηγό της αποστολής, τον Πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου Παν. Λυμπέρη.

Με το παραδοσιακό τους γλύκισμα τις δίπλες ανταπέδωσαν οι Βασιλιτσιώτες της Μεσσηνίας την θερμή υποδοχή που τους επιφύλαξαν οι «Βασιλιτσιώτες» του Κιλκίς και το Σάββατο 20 Ιουλίου, ανήμερα του Προφήτη Ηλία στην πλατεία του χωριού, ο πολιτιστικός σύλλογος Βασιλιτσιωτών «Η Φανερωμένη» συμμετείχε μαζί με άλλα χορευτικά σχήματα στην μουσικοχορευτική εκδήλωση. Την επόμενη μέρα, πριν πάρουν τον δρόμο της επιστροφής, μέσα σ’ ένα φορτισμένο από συγκίνηση κλίμα αμφότεροι οι Βασιλιτσιώτες υποσχέθηκαν πως σύντομα θα ξανασυναντηθούν.

Η ίδρυση της Ποντοηράκλειας

Οι πρόγονοι των σημερινών Ποντοηρακλειωτών στα μέσα του 18 ου αι. μετανάστευσαν από την περιοχή της Αργυρούπολης στην επαρχία της Ορντού (Κοτύωρα) όπου μέσα στο μεγάλο τσιφλίκι ενός Τούρκου Αγά ίδρυσαν τρία χωριά. Δούλευαν και ζούσαν σαν κολίγοι, με απερίγραπτη εκμετάλλευση, απεριόριστη φορολογία, βαρβαρότητα και κυνηγητό. Και εδώ οι Τούρκοι αράζουν ανενόχλητοι το βιός τους, τους έβαζαν και έχτιζαν σπίτια και ύστερα από λίγους μήνες τους έβγαζαν έξω και τα νοίκιαζαν σε άλλους, Ενάμιση αιώνα υπέφεραν αυτή τη ζωή στην επαρχία της Ορντού. Μη αντέχοντας άλλο αυτήν την αφόρητη ζωή στα τέλη Αυγούστου του 1877 μία ομάδα παλικαριών από το χωριό Γουζουλτσλογλου τράβηξαν να πάνε στην επαρχία Ηράκλειας για να δουλέψουν απαλλαγμένοι από την αγγαρεία. Ύστερα από πολυήμερη πορεία έφθασαν στην παραλιακή πόλη Ηράκλεια, εκεί για καλή τους τύχη ο γραμματέας του έπαρχου, όπου πήγαν για να ζητήσουν δουλειά, ήταν γνωστός τους από την Ορντού, ο καραμανλής Γιάννης Τσερκέζογλου. Ο γραμματέας όταν άκουσε πως είναι ξυλοκόποι και μάστορες που κατασκεύαζαν διάφορα ξύλινα σκεύη και εργαλεία, αμέσως διέταξε έναν Τούρκο να τους πάει στο κοντινό δάσος. Εκεί μετά την ενιάωρη πορεία, αφού ξεκουράστηκαν για λίγο, σηκώθηκαν και περιεργάστηκαν το δάσος το οποίο είχε άφθονο και κατάλληλο ξύλο για επεξεργασία.

Έτσι συμφώνησαν να δουλέψουν για τον ξυλέμπορο Γιουβανάκη, έκοβαν ξύλα, έκτιζαν φτυάρια, σκάφες, βαρέλι, τραπέζια, σοφράδες, πιάτα, κουβάδες, δοχεία για βούτυρο για νερό κ.α. Ετοίμαζαν επίσης και ξυλεία για τις οικοδομές κτιρίων και χαρτώματα για τις στέγες. Ο τόπος όπως διαπίστωσαν ήταν πολύ έφορος και κατάλληλος για ζωή, έτσι αποφάσισαν να φέρουν και τις οικογένειές τους. Όμως για την ίδρυση του νέου χωριού τους δεν αρκούσε μόνο η συγκατάθεση των τοπικών αρχών, χρειάζονταν και ειδική άδεια από την Κυβέρνηση και το Πατριαρχείο. Για τον σκοπό αυτόν ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη ο Χαρ. Χαροματσίδης (Τόγκας) ο Γεώργιος Σιωπίδης και ο Γ. Παυλίδης. Μετά από μερικές μέρες επέστρεψαν με τις απαραίτητες άδειες. Όμως η μεταφορά των οικογενειών δεν ήταν μία εύκολή υπόθεση, έπρεπε να γίνει κρυφά, χωρίς να καταλάβει κάτι ο Τούρκος τσιφλικάς της Ορντού γιατί έπρεπε να πληρώσουν φόρους και μεγάλα χρέη. Έτσι η πρώτη ομάδα (5 οικογένειες) έφυγε τον Απρίλιο του 1881 την Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα.

Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου έφυγαν και άλλες οικογένειες από τα άλλα χωριά, Αρτούχ, Τάλουτσα και Αλατσούχ. Με αυτόν τον περιπετειώδη τρόπο ιδρύθηκε το νέο καθαρά ελληνικό χωριό Καρακαβούζ στην επαρχία Ηράκλειας ή Ερεγλης του νομού Κασταμονής. Δύο χρόνια μετά, το 1884, με ξυλεία οικοδόμησαν την εκκλησία τους που την ονόμασαν «Προφήτη Ηλία» γιατί στις παραμονές αυτής της γιορτής έφθασαν σ’ αυτόν τον τόπο οι πρώτες οικογένειες. Το 1988 σ’ ένα δωμάτιο που διέθεσε ο Νικόλαος Χαρταματσίδης (Χαρτοματσόγλου) λειτούργησε και το σχολείο. Αργότερα, πάλι  με ξυλεία έκτισαν κοντά την εκκλησία το σχολείο που ήταν ιδιωτικό και ο κάθε πατέρας πλήρωνε τον δάσκαλο. Πρώτος δάσκαλος  σ’ αυτό το σχολείο ήταν ο Παναγιώτης Στεφανίδης.

Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) άρχισε ο φοβερός διωγμός των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, ο οποίος κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια του Α παγκοσμίου πολέμου. Το τελικό χτύπημα ήρθε μετά την Μικρασιατική καταστροφή με τα γνωστά οδυνηρά για την πατρίδα μας αποτελέσματα. Ένα από αυτά ήταν και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, στερημένοι από κάθε πόρο ζωής άστεγοι και εξαντλημένοι ικέτευαν από την νικημένη και καταβαραθρωμένη από τις ολέθριες οικονομικές συνέπειες των πολέμων Ελλάδα, για βοήθεια.

Μεταξύ των ανταλλάξιμων πληθυσμών ήταν και οι 60 οικογένειες του Καρακαβουζ, οι οποίες στα τέλη του Ιούλη του 1922 ειδοποιήθηκαν από τις τούρκικες αρχές να ετοιμαστούν για να φύγουν για την Ελλάδα. Τέλη Οκτωβρίου 1922, ημέρα Σάββατο, με διαταγή της αστυνομίας ο κλητήρας φώναζε.. Πουλήστε ότι μπορείτε, την Δευτέρα θα φύγετε…»

Ο κόσμος τρομαγμένος και σαστισμένος δεν ήξερε τι να πάρει και τι να αφήσει. Τελικά οι τούρκοι τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους μόνο ένα σκέπασμα και το καθημερινό τους ψωμί. Οι περιουσίες όλων, γιδοπρόβατα, μεγάλα ζώα, σιτάρια και καλαμπόκια έμειναν στα σπίτια τους , λάφυρα για τους Τούρκους. Όταν επιτέλους έφτασαν στο λιμάνι της Ηράκλειας εκεί υπέστησαν ξανά εξονυχιστική έρευνα, ακόμα και την δεκάρα τους έπαιρναν.

Το ταξίδι μέχρι την Κωνσταντινούπολη λόγω καλών καιρικών συνθηκών, κράτησε λίγες ώρες μόνο και ύστερα από λίγες μέρες με άλλο βαπόρι αναχώρησαν για την Ελλάδα, με προορισμό το λιμάνι της Καλαμάτας. Εκεί οι τοπικές αρχές φρόντισαν για την προσωρινή τους διαμονή στα 5 χωριά, Κορώνη, Βασιλίτση, Σαράτσα, Χαροκοπιό και Τσεφέρογλου.

Παρά την πολύπλερη και ανθρώπινη συμπαράσταση των κατοίκων των παραπάνω χωριών, τον κόσμο του Καρακαβουζ, μικρούς και μεγάλους τους απασχόλησε το ζήτημα της μόνιμης κατοικίας, της δικής τους ατομικής ιδιοκτησίας, το μικρό κομμάτι γης, να δουλέψουν και να βγάλουν το ψωμί τους. Να ιδρύσουν σε μια γωνιά της πατρίδας το νέο τους χωριό, να αρχίσουν μία καινούργια ήσυχη ζωή. Ύστερα από πολλές συζητήσεις οι γεροντότεροι στα τέλη του 1923 πήραν την τελική τους απόφαση, θα περιοδεύσουν στη Βόρεια Ελλάδα για να βρούν το κατάλληλο μέρος για μόνιμη εγκατάσταση. Την πενταμελή επιτροπή που συγκρότησαν για τον σκοπό αυτό οι αρχές τους προέτρεψαν να επισκεφθούν την Δράμα, όπως και έγινε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η δεύτερη περιοδεία της επιτροπής στην Πτολεμαΐδα ήταν το ίδιο απελπιστική αφού δεν τους άρεσε καθόλου η περιοχή. Έτσι αποφάσισαν για Τρίτη φορά να περιοδέψουν ορισμένους νομούς της Κεντρικής Μακεδονίας και πιο ειδικά στην τότε επαρχία του Κιλκίς.

Η επιτροπή φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη συναντήθηκε με γνωστούς από τα χωριά της Ορντού Αρτούχ και Τάλουτσα και τους ενημέρωσαν για το σκοπό του ταξιδιού τους. Ανάμεσα στους γνωστούς  ήταν και ο Κυριάκος Φρονιμόπουλος Ο οποίο με επιμονή τους παρότρυνε να πάνε να δουν την σημερινή τοποθεσία του χωριού την οποία γύρισε και γνώρισε και μαζί με το γιο του παπά Γιώργη Ελευθεριάδη όταν τους επισκέφθηκε αρχές του Γενάρη στο χωριό τους την Πλατανιά.

Ο παπανικόλας (Νικόλαος Ευθυμιάδης) τον άκουσε με υπομονή και προσοχή, πίστεψε στα λόγια του και ασπάστηκε την πρότασή του την οποία υποστήριξαν και οι υπόλοιποι. Έτσι την επόμενη μέρα πήραν το τρένο και μετά από δύο ώρες έφθασαν στο τότε Καρασούλι (Πολύκαστρο) και συνέχισαν με τα πόδια  για την Πλατανιά στο σπίτι του φιλόξενου Παπαγιώργη. Το πρωί της επόμενης μέρας με τον γιο του τον Ελευθέριο πήγαν να δουν την τοποθεσία και όλη την γύρω περιοχή.

Η τοποθεσία για να κτίσουν το νέο τους χωριό άρεσε σε όλους. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη κανονίστηκε συνάντηση με όλους τους γνωστούς ορντουλήδες στους οποίες είπαν και περιέγραψαν την τοποθεσία όπως την είδαν και πως τους άρεσε. Μετά την ενημέρωση αποφάσισαν να πάνε όλοι σ’ αυτό το μέρος και να κτίσουν το νέο τους χωριό. Την επόμενη κι’ όλας μέρα ο Παρπανικόλας ετοίμασε μια κοινή κατάσταση των 60 οικογενειών του Καρακαβούζ, αλλά και των υπόλοιπων από την Ορντού μαζί με τον Κ. Χαρτοματσίδη (Κότας), πήγαν στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος. Ο υπουργός αφού τους άκουσε με προσοχή και αφού ζήτησε ορισμένες λεπτομέρειες, τους είπε πως το αίτημά τους εγκρίνεται, πηγαίνετε να φέρετε τις οικογένειές σας και ελάτε, θα σας βοηθήσουμε για να εγκατασταθείτε στον τόπο που διαλέξατε. Χαρούμενοι αποχαιρέτησαν τον υπουργό και τράβηξαν κατευθείαν στην Αγία Παρασκευή για να ανακοινώσουν στις γνωστές ορντουλίδικες οικογένειες το χαρούμενο γεγονός. Όλοι τότε τους συγχάρηκαν και τους ευχήθηκαν με το καλό να πάνε την Καλαμάτα να πάρουν τις οικογένειές τους και όλοι μαζί να πάνε να κτίσουν το νέο τους χωριό. Φθάνοντας μετά το κουρασστικό ταξίδι στην Καλαμάτα πήγαν στο χωρίο Κορώνη και από εκεί ειδοποίησαν και ήρθαν αντιπρόσωποι και των άλλων χωριών, για να τους πουν πως βρήκανε κατάλληλο μέρος, στην επαρχία Κιλκίς, δίπλα Ελληνογιουγκοσλάβικα σύνορα και πως έχουν λάβει και την έγκριση του υπουργείου Βορείου Ελλάδος.

Τους ενημέρωσαν επίσης και για την απόφαση αρκετών γνωστών ορντουλίδικων οικογενειών της Θεσσαλονίκης πως θα πάνε μαζί τους για να ιδρύσουν το νέο τους χωριό.

Με την συμπαράσταση και την φροντίδα του Νομάρχη Μεσσηνίας, όλα ήταν έτοιμα και στις 29 Μαρτίου 1924 με ειδική κατάσταση στο χέρι και μέσα σε κλίμα συγκίνησης και με το καλή αντάμωση να ακούγεται απ’ όλους επιβιβάστηκαν στο βαπόρι με προορισμό την Θεσσαλονίκη.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

 

Πηγή: Το βιβλίο του Παύλου Χαρτοματσίδη που εκδόθηκε προς τιμή των 60 χρόνων από την ίδρυση του χωριού το 1924 με την πολύτιμη συμβολή του αείμνηστου εκδότη Σταύρου Ορφανίδη