Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024, 6:27:55 πμ
Κυριακή, 21 Μαρτίου 2021 20:04

Άγνωστες Μάχες της Επανάστασης: Η Μάχη των Βασιλικών

Του Νίκου Κουζίνη.

Στις 10 Ιουνίου 1821 διεξήχθη η Μάχη των Βασιλικών, όπου έπεσε μαχόμενος ο Καπετάν Στάμος Χάψας με 68 αγωνιστές. Σημαντικός αγωνιστής του 1821 από τα Βασιλικά ήταν ο Αθανάσιος Μόσχου γεννημένος το 1795 καθώς επίσης και οι Γεώργιος Αθανασίου, Δημήτριος Ιωάννου, Γεώργιος Λιάπης, Νικόλαος Νέστωρος, Νικόλαος Ράπτης, Άνθιμος Στέριου, Αδαμάντιος Φίλης και Βασίλειος Κοτζιόγλου με τους γιους του Αναστάσιο και Δημήτριο.

 

Από τα Βασιλικά ήταν και ο Αθανάσιος Κοτζιάς, μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Βασιλικά βρίσκεται η βυζαντινή Μονή Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας και το Μνημείο προς τιμήν του Καπετάν Χάψα και των πεσόντων της Μάχης των Βασιλικών.
Ο Καπετάν Χάψας με τους άνδρες του στις 8 Ιουνίου του 1821 έφθασε στη Θέρμη (Σέδες). Εκεί έγινε μάχη με το ιππικό του Αχμέτ Μπέη των Γιαννιτσών (Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτή η μάχη έγινε κοντά στη Γεωργική Σχολή, πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη). Οι τούρκοι νικήθηκαν και υποχωρούσαν πανικόβλητοι, τότε έκανε την εμφάνισή του ο Μπαϊράμ πασάς στη Θεσσαλονίκη.
Έγινε αμέσως πολεμικό συμβούλιο υπό τον Καπετάν Χάψα και αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρη, όπως είχε προτείνει ο Γεώργιος Κοτζιάς, ένας γέρος προεστός από τα Βασιλικά. Ο Καπετάν Χάψας έδωσε εντολή να φύγουν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα από τα Βασιλικά και να πάνε στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας. Όμως τους πρόλαβε το ιππικό του Αχμέτ Μπέη και ακολούθησε μεγάλη σφαγή των αμάχων στον κάμπο και στις βουνοπλαγιές της Αγίας Αναστασίας.
Η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού του Μπαϊράμ Πασά, συγκρούστηκε με τους αποφασισμένους άντρες του Καπετάν Χάψα στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρη, στην τοποθεσία που λέγεται “Του Τσελέπη η Πέτρα”. Ύστερα από σφοδρή μάχη η εμπροσθοφυλακή αναγκάστηκε να υποχωρήσει και οι επαναστάτες κυνήγησαν τους τούρκους με τα γιαταγάνια. Λίγο αργότερα όμως έφθασε το κύριο σώμα του στρατού και ο κάμπος κοκκίνισε από τις φορεσιές και τα φέσια των τούρκων. Η μάχη που ακολούθησε ήταν φοβερή, η τελευταία περιγραφή για τον Καπετάν Χάψα είναι ότι όρμησε με το σπαθί στο χέρι και ένα μαχαίρι στα δόντια, στον κύριο όγκο του τουρκικού στρατεύματος. Τον ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί από τον Βάβδο: οι Χαλάλης, Τουρλάκης και Καραγιάννης. Έπεσαν όλοι πολεμώντας μέχρι ενός. Ήταν Δευτέρα 10 (κατά άλλους 13) Ιουνίου του 1821. Οι Έλληνες άφησαν στο πεδίο της μάχης 63 ή 68 νεκρούς και οι τούρκοι πολύ περισσότερους. Βέβαια υπήρχαν εκατοντάδες νεκροί (δικοί μας από τα γυναικόπαιδα και από άλλους πολεμιστές που είχαν πέσει νωρίτερα στις μάχες) σε ολόκληρη την περιοχή. Η τοποθεσία εκεί λέγεται αλλιώς και Στασιομάνι και βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Μονής της Αγίας Αναστασίας. Πολλοί πολεμιστές, τα “Παιδιά του Χάψα” όπως ονομάστηκαν από τον λαό, οπισθοχώρησαν προς τα υψώματα του Βάβδου και του Πολυγύρου με σκοπό να συναντήσουν το σώμα του Εμμανουήλ Παπά και να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον των τούρκων και του Μπαϊράμ πασά.
Τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι που είχαν διασωθεί στο Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, οι τούρκοι απλώθηκαν και έζωναν όλο το μοναστήρι. Ο Γέρο Χιμευτός (προεστός της Κασσανδρείας) καθισμένος σταυροπόδι έξω από το Μοναστήρι έστριβε τσιγάρο, τα μάτια του κοίταζαν τον κάμπο και τις πλαγιές του βουνού που ήταν γεμάτα από τούρκους, μίλησε ξαφνικά απευθυνόμενος στον Τσολάκη και τον Σκανδήλα που ήταν κοντά του
– Θα πάω τους είπε.
– Πού θα πας γέροντα; τον ρώτησαν.
– Θα πάω στον παλιό μου φίλο Αγκούς αγά να δηλώσω υποταγή και να τον παρακαλέσω να μεσιτεύσει στον Μπαϊράμ πασιά να δώσει αμνηστία.
– Θα έρθουμε μαζί σου. Του είπαν οι άλλοι δύο και ξεκίνησαν και οι τρείς (προφανώς για τα Βασιλικά με λευκή σημαία, αυτές είναι λεπτομέρειες που δεν αναφέρονται στα δημοσιεύματα για τη μάχη, κακώς βέβαια).
Ο τουρκαλβανός μόλις τους είδε χαμογέλασε με κακία, ακολούθησε ο εξής διάλογος:
– Χρόνια και ζαμάνια μπρέ
– Άλλαξαν οι καιροί αγά μου.
– Η ανταρσία;
– Ναι, η ανταρσία.
– Και γιατί ήρθες εδώ τι θέλεις να ζητήσεις;
– Ήρθα να δηλώσω υποταγή.
– Εσύ; Το θεριό της Χαλκιδικής;
– Είμαι γέρος και ανήμπορος, Αγκούς, δεν ήρθα όμως να ζητήσω τίποτα για τον εαυτό μου. Ήρθα για τα γυναικόπαιδα που είναι στο μοναστήρι. Θέλουμε την ειρήνη και θέλουμε ήσυχη ζωή…
– Κάτω από την προστασία του πολυχρονεμένου μας σουλτάνου μπρέ;
– Ναι, κάτω από την προστασία του.
– Συνέχισε μπρέ.
– Να μεσιτεύσεις, Αγκούς, στον Μπαϊράμ για αμνηστία. Είσαι φίλος μου γι’ αυτό ήρθα σε εσένα.
– Είμαι σκύλος μπρέ και όχι φίλος σου.
Γύρισε τότε ο Αγκούς αγά προς τους άνδρες του και έδωσε διαταγή:
– Πάρτε τους δυο και χαλάστε τους.
Ο Τσολάκης και ο Σκανδήλας σκοτώθηκαν μπροστά στα μάτια του γέροντα.
– Άπιστο ζαγάρι καλύτερα να σφάξεις κι εμένα, φώναξε ο Γέρο Χιμευτός
– Όχι, όχι, απάντησε ο Αγκούς, Εσύ θα μείνεις ζωντανός, γιατί είσαι φίλος μου και γιατί έτσι προστάζει το δικό μου το αρβανίτικο δίκαιο. (Ουσιαστικά του έδωσε μια νύχτα διορία να περιμαζέψει τα γυναικόπαιδα και να φύγουν από το μοναστήρι).
Ο Γέρο Χιμευτός ανηφόρισε προς το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, μάζεψε τους άμαχους και τα γυναικόπαιδα και μέσα στη νύχτα τους οδήγησε προς τη Γαλάτιστα, το Βάβδο, τον Πολύγυρο και τον Άγιο Νικόλαο. Άλλοι από αυτούς πήγαν στην Κασσάνδρα και ορισμένοι γέροντες προς το Όρος.
Την άλλη μέρα το πρωί, οι τούρκοι από το Γαλαρινό έστειλαν μια περίπολο προς το μοναστήρι, γιατί ο Μπαϊράμ πασάς πίστευε πως υπάρχουν επαναστάτες μέσα. Κάποιος καλόγερος όμως ή φύλακας του μοναστηριού, έριξε μερικούς πυροβολισμούς, σκότωσε 2-3 τούρκους, οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν και τότε ο Μπαϊράμ πασάς διέταξε την κατάληψη, την λεηλασία και την πυρπόληση της Μονής της Αγίας Αναστασίας.
Τα στρατεύματα του Εμμανουήλ Παπά, τα “Παιδιά του Χάψα”, οι Πολυγυρινοί, οι Κασσανδρινοί και οι πολλοί άλλοι Χαλκιδικιώτες συνέχισαν να πολεμούν. Οι τούρκοι σύντομα πέρασαν τους λόφους του Βάβδου και προχώρησαν προς τον Πολύγυρο. Όμως έξω από τον Πολύγυρο συνάντησαν σφοδρή αντίσταση, οι επαναστατημένοι Πολυγυρινοί κέρδισαν ακόμη και το θαυμασμό του νικητή Μπαϊράμ πασά.