Εξαρχής, ο σχεδιασμός της επιχείρησης προκάλεσε διχογνωμίες. Οι δύο Άγγλοι επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων Λόρδος Κόχραν και Τζορτζ (αρχιναύαρχος του ελληνικού στόλου ο πρώτος και αρχηγός των χερσαίων δυνάμεων ο δεύτερος, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας) πίστευαν στην άμεσο και κατά μέτωπο αντιμετώπιση του εχθρού, ενώ ο Καραϊσκάκης επέμενε ότι τα ελληνικά στρατεύματα ήταν καταλληλότερα στον πόλεμο των χαρακωμάτων και ότι συνέφερε να προχωρούν κατ’ ολίγον και με νέα χαρακώματα να περιζώνουν τον στρατό του Κιουταχή, ο οποίος είχε αρχίσει να υποφέρει από τις στερήσεις.
Η στρατηγική του είχε επιτυχία στην Αττική και οι ελληνικές χερσαίες δυνάμεις κυριαρχούσαν στον άξονα Κερατσινίου – Φαλήρου. Είχε προτείνει ακόμη την κατάληψη του Ωρωπού και του Μαραθώνα για να κλεισθεί και η τελευταία δίοδος ανεφοδιασμού του Κιουταχή. Αλλά η επιμονή των Άγγλων στρατηγών και ιδιαίτερα του Κόχραν να εφαρμόσουν μια τακτική ξένη προς τις ικανότητες των Ελλήνων έκαμψε τον Καραϊσκάκη, που συμφώνησε μαζί τους. Κι ενώ προετοιμαζόταν στο Φάληρο για να καταστήσει την επιχείρηση πιο ασφαλή, τραυματίστηκε σε μια μικροσυμπλοκή στις 22 Απριλίου 1827 και τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης εξέπνευσε.
Ο Κόχραν, χωρίς να υπολογίσει τον ψυχολογικό παράγοντα από τον θάνατο του Καραϊσκάκη και το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων, επέμενε στην άμεση πραγματοποίηση της επίθεσης κατά του Κιουταχή, εκβιάζοντας με αποχώρηση στην αντίθετη περίπτωση. Έτσι, η έφοδος κατά του τουρκικού στρατοπέδου στον Ανάλατο πραγματοποιήθηκε το πρωί της 24ης Απριλίου 1827.
Οι Έλληνες ξεκινούν από το στρατόπεδό τους, με τα μάτια των Τούρκων να είναι πάνω τους. Η παράδοση θέλει τους Τούρκους αξιωματικούς βλέποντας τους εχθρούς τους να βρίσκονται σε ανοικτό πεδίο, να λένε στον Κιουταχή να πάρουν τα άλογα και να τελειώνουν τη μάχη γρήγορα. Ο Κιουταχής φέρεται απήντησε “Δεν είναι βλάκες οι Γκιαούρηδες να μας έρθουν έτσι, κάτι ετοιμάζουν”.
Τελικώς το Τουρκικό ιππικό αναλαμβάνει δράση, μετά από σφδρότατους κανονιοβολισμούς και συναντά τους Έλληνες στην περιοχή “Ανάλατος”, ήτοι στη σημερινή Νέα Σμύρνη. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε δίκιο…
Η Ελληνική δύναμη αποδείχθηκε εύκολος στόχος για τους Τούρκους ιππείς, αφού πολύ γρήγορα η μισή δύναμή της είχε εξουδετερωθεί, ενώ πολλοί ήταν και οι αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους και πολλοί οπλαρχηγοί. Οι πολιορκημένοι στην Ακρόπολη, αποκλεισμένοι από τον Κιουταχή δεν μπόρεσαν να προσφέρουν καμία βοήθεια.
Γρήγορα, η μάχη κατέληξε σε συντριπτική ήττα για τους Έλληνες, καθώς έγιναν έρμαιο των διαθέσεων του τουρκικού ιππικού, που εκμεταλλεύτηκε το πεδινό του εδάφους και τους καταδίωξε ως τη θάλασσα. Γύρω στους 2.000 σκοτώθηκαν, σχεδόν το μισό της ελληνικής δύναμης, οι περισσότεροι Σουλιώτες και Κρητικοί. Ανάμεσά τους επίλεκτοι οπλαρχηγοί, όπως οι Ιωάννης Νοταράς, Λάμπρος Βέικος, Γιώργος Τζαβέλας, Αθανάσιος Μπότσαρης, Φώτος Φωτομάρας, Γεώργιος Δράκος και ο συνταγματάρχης Ιγγλέσης. Οι 250 αιχμάλωτοι αποκεφαλίστηκαν. Ο Μακρυγιάννης μόλις που σώθηκε, χάρις στα γρήγορα πόδια και τα γερά πνευμόνια του.
Η ατυχής έκβαση της μάχης προκάλεσε γκρίνια στο ελληνικό στρατόπεδο και άρχισαν οι αλληλοκατηγορίες για τους υπευθύνους της ήττας. Η υπό τον Γκούρα φρουρά της Ακρόπολης αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί στις 24 Μαΐου 1827.
Ο Κιουταχής εδραίωσε τη θέση του και η Στερεά Ελλάδα υποτάχθηκε πλήρως στους Οθωμανούς. Από πολλούς ιστορικούς, η μάχη του Ανάλατου χαρακτηρίστηκε ως ομαδική αυτοκτονία και ως αποτέλεσμα της αγγλικής πολιτικής, που με την εξουδετέρωση των επαναστατικών κινημάτων της Στερεάς Ελλάδας επεδίωκε το περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Η τελευταία μάχη της ελληνικής επανάστασης γίνεται στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 στην Πέτρα Βοιωτίας. Αντιπαρατάχθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη και οι Τουρκαλβανοί υπό τους Ασλάν Μπέη και Οσμάναγα Ουτσιάκαγα. Η μάχη έληξε με την ήττα των Τούρκων. Ο Καποδίστριας, κυβερνήτης της Ελλάδας, ήθελε η Στερεά Ελλάδα να εκκαθαριστεί από τις τουρκικές δυνάμεις, ώστε να συμπεριληφθεί στο ελληνικό κράτος.
Στις 22 Μαρτίου 1829, οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, σύμφωνα με το οποίο αναγνωριζόταν αυτόνομο ελληνικό κράτος με βόρειο σύνορο τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού. Ένας όρος της συνθήκης, προκάλεσε αναστάτωση στην ελληνική πλευρά καθώς αναφερόταν ότι έπρεπε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να αποχωρήσουν άμεσα οι ελληνικές δυνάμεις από τη Στερεά Ελλάδα.
Ο Καποδίστριας, δεινός διπλωμάτης, εικάζοντας την επικράτηση των Ρώσων στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δήλωνε στις Δυνάμεις, ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι με τους πολεμιστές της Στερεάς Ελλάδας, καθώς δεν ήταν κυβερνητικοί αλλά επαναστατημένοι ντόπιοι πληθυσμοί. Ταυτόχρονα στο πεδίο της μάχης, ο Υψηλάντης είχε πετύχει ως τις αρχές Μαΐου 1829 να εκδιώξει τους Τούρκους εκτός από την περιοχή της Αττικής και της Θήβας.
Λίγες μέρες νωρίτερα είχε τελειώσει τις εργασίες της η Δ΄ Εθνοσυνέλευση στο Άργος. Παράλληλα, ο γαλλικός στρατός το 1828 είχε εκδιώξει τον Ιμπραήμ και τον στρατό του από την Πελοπόννησο και η ρωσική προέλαση στην Αδριανούπολη κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828–1829 ανάγκασαν τον σουλτάνο να απομακρύνει όλο τον τουρκικό στρατό από την Ελλάδα.
Ο Ασλάν Μπέης διατάχτηκε από τον σουλτάνο να συνοδεύσει πίσω όσους Τούρκους παρέμειναν στην Αττική και Βοιωτία. Μαζί του και ο Οσμάναγας Ουτσιάκαγας, αρχηγός των τακτικών τουρκικών στρατευμάτων στην Αττική. Οι δυο τους, επιστρέφοντας από την Αθήνα έπρεπε να διασχίσουν το στενό πέρασμα της Πέτρας μεταξύ Λειβαδιάς και Θήβας. Εκεί βρισκόταν ο Δημήτριος Υψηλάντης, για να υπερασπιστεί την διάβαση, η οποία λόγω φυσικής τοποθεσίας προσφερόταν για μάχη.
Τα ελληνικά στρατεύματα, λιγότερα σε πλήθος και πολεμοφόδια από τα αντίστοιχα εχθρικά είχαν επικεφαλείς τους: Σπυρομίλιο, Ευμορφόπουλο, Σκουρτανιώτη, Χατζηπέτρου, Στράτο και Λάζο. Ο Υψηλάντης ζήτησε βοήθεια από τον Δυοβουνιώτη, τον Κριεζιώτη και τον Καρατάσο αλλά μόνο ο Δυοβουνιώτης αρχικά ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του.
Ο Υψηλάντης με 2.500 άνδρες ξεκίνησε στις 28 Αυγούστου για την Πέτρα και όταν έφθασαν κατασκεύασαν έξι οχυρώματα όπου διεσπάρησαν οι ελληνικές δυνάμεις. Ο ίδιος ο Υψηλάντης με το επιτελείο του παρέμεινε στη μονή Αγίου Νικολάου, ενώ περίπου 300 άνδρες με επικεφαλής τον Μπαϊρακτάρη στρατοπέδευσε στη μονή Παναγιάς. Το ιππικό στάλθηκε στο χωριό Σωληνάρι.
Οι ελληνικές δυνάμεις παρέμειναν στις θέσεις τους στις γραμμές άμυνας για 12 μέρες, αναμένοντας την εμφάνιση των πολυάριθμων τουρκικών δυνάμεων. Τα ξημερώματα της 12ης Σεπτεμβρίου, οι τουρκικές δυνάμεις έκαναν επίθεση, κινούμενες κατά των ελληνικών οχυρωμάτων. Η ορμητικότητα και η ηρωική διάθεση των Ελλήνων τους χάρισαν τη νίκη και εμπόδισαν τη διέλευση των Τούρκων, αναγκάζοντάς σε υποχώρηση. Οι Έλληνες είχαν μόλις 3 νεκρούς ενώ οι Τούρκοι 100.
Μετά τη μάχη, ο Οσμάναγας Ουτσιάκαγας έστειλε τον Αχμέτ Μπέη να διαπραγματευτεί για τη συνθηκολόγηση, ενώ ο Υψηλάντης όρισε ως εκπροσώπους του τον Λασσάνη και τον Φιλήμονα. Έπειτα από συζητήσεις των δύο πλευρών, υπογράφηκε συνθήκη τη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου που όριζε το ελεύθερο πέρασμα των Τούρκων από την Πέτρα και την αμοιβαία παράδοση των αιχμαλώτων. Μ’ αυτήν, οι Τούρκοι δέχτηκαν να εκκενώσουν την Ανατολική Ελλάδα, εξαιρούμενης της Ακρόπολης των Αθηνών και του φρουρίου Καραμπαμπά.
Η μάχη της Πέτρας είναι πολύ σημαντική καθώς τερματίζει την ελληνική επανάσταση μετά από 8 και πλέον χρόνια πολύνεκρων μαχών και αναδεικνύει τους διπλωματικούς χειρισμούς του Καποδίστρια.