Τον βρήκα βυθισμένο στην παλιά φαρδιά καριόλα, τυλιγμένο στα ποντιακά παπλώματα. Μόλις μπήκα ανακάθισε, σαν χότζιας, στην μέση του κρεβατιού.
Εκτός από τον πυρετό και το προηγηθέν ρίγος, η γενική κατάσταση του εβδομηνταπεντάρη Αναστάση Χαραλαμπίδη ήταν καλή. Η πρώτη μου διάγνωση ήταν πιθανή ουρολοίμωξη. Εν αναμονή απλής εξέτασης ούρων, έδωσα εξ αρχής απλή φαρμακευτική αγωγή. Οι οδηγίες και η δημιουργία αισιόδοξης ατμόσφαιρας, ήταν τα όπλα της θεραπευτικής μου φαρέτρας. Αντιλαμβανόμουν από το φιλικό βλέμμα και το αδιόρατο χαμόγελο, ότι ευχαριστιόταν ο ασθενής.
Είχα πολύ θάρρος απέναντι στον ‘Χότσια’ Αναστάς Χαραλαμπίδη. Επιστράτευσα όλη την μαεστρία της καλοπροαίρετης υποκριτικής πειρακτικής διάθεσης, όταν με ρώτησε με τρεμάμενη από τον πυρετό γεροντική φωνή:
…Έεε’, ντο λες γιατρέ θα γίνουμαι καλά, γιόξαμ θ’ αποθάνω;
…( Έεεε… πες μου, γιατρέ, πες μου καθαρά, θα γίνω καλά, ή μήπως θα πεθάνω;)
Είπε, αλλά διαισθανόμουν ότι δεν πίστευε στο δεύτερο.
Άμεση, χωρίς καθυστέρηση και λίγο ‘’μασημένη’’, αλλά με πολύ φυσικότητα, ήταν η απάντησή μου:
…Αν ‘κι αποθάντ’ς…, είπα γρήγορα και χαμηλόφωνα μέσα στο στόμα, για να συνεχίσω δυνατότερα…, εκατόν χρόνια θα ζεις!…
…(Αν δεν πεθάνεις…το είπα γρήγορα, σιγά και μασημένα, και αμέσως τόνισα δυνατά …εκατόν χρόνια θα ζήσεις!...)
…Όλαν ογλούμ, εκατόν ‘κι θέλω, ατώρα ποίσον με καλά, και υστερνά ελέπομε…
…(Ωχ μωρέ παιδί μου, δε θέλω τα εκατό, κάνε με καλά τώρα και για τα εκατό χρόνια έχουμε καιρό να δούμε…)
Έδειχνε σίγουρος πλέον, ότι θα πατήσει τα εκατό. Αυτός ο γιατρός, ο γιος του φίλου μου Τήμου ξέρει!... Ο Τάσον εξ’ ‘κι ρουζ’! (Ο γιατρός Τάσος δεν πέφτει έξω)!
Έφυγα ως συνήθως απλά με πολλές ποντιακές ευχαριστίες στις αποσκευές μου!
Το μυαλό του χότσια Αναστάς απαλλάχθηκε από τον πυρετό που τον θόλωνε.
Αλλά ύστερα από ώρα σκέφτηκε σοβαρότερα.
…Βρε μπας και με ‘δούλεψε’ ο γιατρός; διερωτήθηκε. Που θα μου πάει όμως; Πρώτη μου δουλειά θα είναι, όταν σηκωθώ, να ζητήσω εξηγήσεις από τον νεαρό γιατρό… .
Η συνάντηση έγινε μετά από λίγες μέρες τυχαία, ακριβώς πάνω στην γέφυρα του χωριού, ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο απογευματάκι.
…Δε μου λες γιατρέ, εσύ μετ’ εμέν εύρες να παί’εις; Ώστε, αν ’κι θ’ αποθάνω, εκατόν χρόνια θα ζω! …Ατό εγώ πα εξέρα!... Ίλιαμ’ γιατρός πρέπ’ να λέει μα; … Ακούς εκεί… Αν ‘κι αποθάνω!... Μάκαρ’….
…(Δε μου λες γιατρέ, εμένα βρήκες να περιπαίξεις; Ακούς εκεί, αν δεν πεθάνω, θα ζήσω εκατό χρόνια! Αυτό το ξέρω κι εγώ! Δηλαδή θα περιμένω να μου το πει γιατρός; Ακούς εκεί… Αν δεν πεθάνω!... Μακάρι…).
Το μακάρι έδειχνε ότι του άρεσαν τα εκατό χρόνια…
…Άκ’σον με! …Ατώρα είσαι καλά; …Εκείνο τέρε… Και για τα εκατόν έχουμε καιρό… Αδά είμαι εγώ…
…(Άκουσέ με, απάντησα… Είσαι καλά τώρα; …Αυτό να δεις… Όσο για τα εκατό έχουμε καιρό… Εδώ είμαι εγώ…).
Είπα με αφοπλιστικό χαμόγελο και η παρεξήγηση του χότσια- Αναστάς Χαραλαμπίδη, τουρκόφωνου Γάβζαλη* από την Τέρπυλλο, έληξε με αμοιβαίες φιλοφρονήσεις…
Ωραίοι καιροί…
*Γάβζαλης και Κάβζαλης: Ο καταγόμενος από την Γάβζα ή Κάβζα, πολίχνη και περιοχή της Τουρκίας 70 – 80 χιλιόμετρα νότια της Σαμψούντας ανήκουσα στην Μητρόπολη Αμασείας, με πυκνό Ελληνικό πληθυσμό. Ήταν ονομαστή για τις θερμές ιαματικές πηγές της. Στην περιοχή της Γάβζας αναπτύχθηκε σημαντικό Ποντιακό ανταρτικό κίνημα (1916 – 1922). Στο Κιλκίς Γαβζαλήδες εγκαταστάθηκαν στην Τέρπυλλο, το Φανάρι, το Κεντρικό, και μεμονωμένοι αλλού.
Κιλκίς Νοέμβριος 2017