Όπως είπε η Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου, η επιλογή της συγγραφής του βιβλίου «Ιχνηλατώντας τις ρίζες μας στο Καρς του Καυκάσου» μαζί με τον πατέρα μου προέκυψε ως αποτέλεσμα πολλών λόγων.
Αρχικά, γιατί ένα βιβλίο εφ’ όλης της ύλης για το Καρς απουσίαζε από τη βιβλιογραφία, καθώς τα υπάρχοντα προσεγγίζουν τη σαραντάχρονη παραμονή των Ποντίων στο Καρς μόνο από την πολιτικοστρατιωτική πλευρά ή παρέχουν γενικές πληροφορίες εν είδει καταλόγου.
Έπειτα, γιατί ένα τέτοιο βιβλίο θα περιέγραφε συνολικά τη ζωή των Ποντίων στον ρωσοκρατούμενο Καύκασο αποτελώντας ένα από τα τελευταία κομμάτια για να συμπληρωθεί το ψηφιδωτό της ποντιακής ιστορίας. Και τέλος, γνωρίζοντας ως φιλόλογος πως η καθαρεύουσα δεν γίνεται πάντα αντιληπτή από τις νεότερες γενιές και αυτό θα καθιστούσε επίπονη τη μελέτη έργων σχετικών με το Καρς στην καθαρεύουσα, θεώρησα τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου προτεραιότητα κυρίως για τη νέα γενιά.
Μελετώντας τη ζωή των Ποντίων στο Καρς είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς οι αξίες, οι αντιλήψεις και η συνείδηση διαφυλάχθηκαν και διατρανώθηκαν στα σαράντα χρόνια της παραμονής τους στον Καύκασο ανάμεσα σε αλλόθρησκους και αλλόφυλους, οι οποίοι εκδήλωσαν εχθρικές διαθέσεις αμέσως μετά την αποχώρηση των Ρώσων από το Κυβερνείο και την παραχώρηση του Καρς στην Τουρκία.
Παρόλα αυτά, ως απόλυτη προτεραιότητα οι Πόντιοι του Καυκάσου έθεσαν τη διαφύλαξη της ποντιακής τους ταυτότητας και την ενίσχυση των θεσμών που τους συνέδεαν, διαφοροποιώντας τους από τους άλλους λαούς. Ως εκ τούτου ανάμεσα στις προτεραιότητές τους ήταν η ανέγερση εκκλησιών και η ίδρυση σχολείων.
Αξίζει να τονιστεί πως ο μεγαλοπρεπής Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος που έχτισαν οι Πόντιοι στο Καρς διεκδικήθηκε και από τους Ρώσους με αποτέλεσμα να καθιερωθεί ως Καθεδρικός Ναός της πόλης του Καρς, όπου συλλειτουργούσαν Έλληνες και Ρώσοι ιερείς.
Άξια θαυμασμού ήταν και η συστηματική οργάνωση των σχολείων, αντίθετα σε κάθε αντιξοότητα της εποχής και της περιοχής. Οι Καρσλήδες έχοντας συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της εκπαίδευσης και της παιδείας, η οποία θα παρεχόταν μέσα από την εκπαίδευση φρόντισαν για τη λειτουργία ελληνικών σχολείων, αντίθετα στις πιέσεις της ρωσικής κυβέρνησης, που αρχικά ήθελε να ιδρυθούν αποκλειστικά ρωσικά σχολεία στα ποντιακά χωριά.
Ωστόσο, αν θα μου επιτραπεί να εντοπίσω ένα μελανό σημείο στην λειτουργία των σχολείων εκείνης της εποχής, αυτό ήταν η απαγόρευση της ποντιακής διαλέκτου ακόμη και στα ελληνικά σχολεία. Όπως εύστοχα επισημαίνει στην έρευνά του ο Γιάννης Κασκαμανίδης, με αυτόν τον τρόπο οι ρωσικές αρχές προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ενοχές σε όσους μιλούσαν την ποντιακή, στιγματίζοντάς τους με τη χρήση ενός μπιλιέτ, μιας μικρής σανίδας που κρεμούσαν στον λαιμό του μαθητή που είχε πιαστεί να μιλάει στα ποντιακά. Αν ο μαθητής αυτός αντιλαμβανόταν κάποιον άλλον να μιλάει την ποντιακή, του περνούσε στον λαιμό το μπιλιέτ και όταν έφτανε το απόγευμα, ο εκάστοτε μαθητής που είχε το μπιλιέτ στον λαιμό του τιμωρούνταν με νηστεία.
Οι Πόντιοι στο Καρς μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κλήθηκαν να προσαρμοστούν σ’ ένα καινούργιο περιβάλλον: εθνικό, πολιτισμικό, γεωγραφικό και γλωσσικό και να θεμελιώσουν εκ νέου εστίες. Απέναντι σε όλες αυτές τις δυσκολίες αντέτασσαν την πίστη στις πατροπαράδοτες αξίες, τη συλλογικότητα και την αδιαπραγμάτευτη διαφύλαξη της ταυτότητας τους.
Ακόμη και στα ταραγμένα χρόνια που διαδέχονται τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ οι Πόντιοι του Καυκάσου συσπειρώνονται, πότε αμυνόμενοι και πότε προσπαθώντας να κρατήσουν ισορροπίες απέναντι σε ένα πολυδιάστατο και μεταβαλλόμενο σκηνικό πολέμου. Και πράγματι, δεν προέβησαν σε ασχημοσύνες ούτε απέναντι στους Αρμενίους, όταν εκείνοι πρώτοι έδειξαν επιθετικές τάσεις ούτε απέναντι στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, όταν οι Αρμένιοι πρόσκαιρα πήραν την εξουσία. Αλλά και αργότερα με το ξέσπασμα του ρωσικού εμφυλίου δήλωσαν ευθαρσώς και ντόμπρα στους Ρώσους: «Θα ήμασταν στο πλευρό σας, αν πολεμούσατε με εχθρό. Ο πόλεμος αυτός είναι εμφύλιος και δεν θέλουμε να ανακατευτούμε στα δικά σας» .
Λύπη προξενεί το γεγονός πως οι ηγετικές φυσιογνωμίες, που έσωσαν τον Ποντιακό Ελληνισμό του Καυκάσου, δεν αξιώθηκαν τη δικαίωση και τη θέση τους στην ιστορία, όπως θα τους άξιζε. Έμειναν στην αφάνεια όπως και οι τόσοι Πόντιοι αντάρτες, που προστάτευσαν τα γυναικόπαιδα κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού.
Η ανασφάλεια, το άγχος και οι εχθροπραξίες κυριαρχούν στην καθημερινότητα πλέον των Ποντίων στον Καύκασο. Γνωρίζοντας τη γενοκτονία που έχει ξεκινήσει στον Εύξεινο Πόντο, συνειδητοποιούν ότι η μόνη σωτηρία είναι ο ερχομός στην Ελλάδα. «Η Ελλάδα έν’ η πατρίδα ’μουν κι έναν πατρίδαν, όσον μικρόν κι αν έν’, έν’ εφτά γάτια ας σα ξένα πατρίδας».
Ελπίδες, προσδοκίες και όνειρα για την προαιώνια πατρίδα στριμώχνονται μαζί με τους πρόσφυγες πάνω στα καράβια. Υπεύθυνος για την αναχώρησή τους ορίζεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο Νίκος Καζαντζάκης, που συντονίζει κι επιβλέπει νιώθοντας βαρύτατη συγκίνηση: «Πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου και πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο- αυτός είναι ο σταυρός ο δικός της- και φωνάζει. Φωνάζει στους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν».
Η υποδοχή της μητέρας πατρίδας θυμίζει μάλλον υποδοχή μητριάς. Στους Καρσλήδες πέφτει ο κλήρος να γνωρίσουν πρώτοι την καραντίνα, τους αποστειρωτικούς κλιβάνους και το υποχρεωτικό κούρεμα ολόκληρης της κεφαλής. Και πάλι καλούνται να επιδείξουν τις ίδιες αρετές και αντοχές, που έδειξαν, όταν κατοίκησαν στον Καύκασο: Ανθεκτικότητα, προσαρμοστικότητα και πείσμα, για να θεμελιώσουν εκ νέου τα σπιτικά τους. Η εχθρική αντιμετώπιση δεν απουσιάζει και εδώ: Δέχονται επιθέσεις από τους Τούρκους κατοίκους της Μακεδονίας και ψηφοφόρους του Γούναρη, που τους πετούν πέτρες φωνάζοντας: «Να τα σκυλιά, που ο Βενιζέλος ήθελε να βάλει στα σπίτια μας». Ατιμώρητος μένει και ο Τούρκος βιαστής μιας νεαρής Ποντοκαυκάσιας πρόσφυγα, παρόλο που το περιστατικό καταγγέλθηκε στις αρμόδιες αρχές. Το περιστατικά αυτά δεν ήταν τα μόνα, όπου οι επίσημες κρατικές αρχές έδειξαν αναλγησία στους Ποντιοκαυκάσιους πρόσφυγες και υποστήριξη στους Τούρκους κατοίκους της Μακεδονίας.
Στον συνοικισμό Επισκοπής Ημαθίας, οι Τούρκοι κάτοικοι, με την ανοχή της πολιτείας, καταφέρνουν να διώξουν διακόσιες οικογένειες Ποντιοκαυκασίων, καθώς εποφθαλμιούσαν τα χωράφια τους. Οι οικογένειες μεταφέρθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σκύδρας όπου και παρέμειναν για ένα δίμηνο μέσα σε βαγόνια. Οι περισσότεροι πέθαναν από το κρύο και την ασιτία.
Απέναντι σε όλα αυτά οι Ποντιοκαυκάσιοι αντιπαραθέτουν την ακλόνητη θέληση για επιβίωση και την τιτάνια πάλη: «Είδον ιδίοις όμμασι δεκαεπτά Καυκασίους εζευγμένους εις τα άροτρα και προσπαθούντας ελλείψει ζώων να καλλιεργήσωσιν αγρούς» γράφει στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 ο Γενικός Διοικητής Αλεξανδρόπουλος.
Οι Καρσλήδες μαζί με άλλους πρόσφυγες θα επανδρώσουν και θα δώσουν ζωή στις ακριτικές περιοχές της χώρας. Και όταν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα πολεμήσουν με τους υπόλοιπους Έλληνες με αυταπάρνηση, θυσία και απαράμιλλο ηρωισμό διατρανώντας για άλλη μια φορά τη φιλοπατρία, τη γενναιότητα και τον πατριωτισμό τους.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω πως η Ιστορία δεν είναι απλώς παράθεση γεγονότων στον χώρο και τον χρόνο. Ιστορία είναι η βαθύτερη και ουσιαστικότερη απεικόνιση του «πώς» και «γιατί», ερμηνευμένων από τη δράση και τη ζωή των ανθρώπων, που μας παρέχουν πολλές φορές τις απαντήσεις και για το μέλλον. Υπό αυτό το πρίσμα, το βιβλίο «Ιχνηλατώντας τις ρίζες μας στο Καρς του Καυκάσου» δεν αποτελεί ένα πόνημα με διάρκεια αφήγησης σαράντα χρόνων, αλλά ένα βιβλίο που επιθυμεί να συμπληρώσει ένα κομμάτι στην μακραίωνη και πολυδιάστατη Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού και να αποτελέσει οδηγό για τις νεότερες γενιές, ώστε κατανοώντας το παρελθόν τους, να πορευτούν καλύτερα στο μέλλον.
Σάββατο, 09 Ιουλίου 2022 18:41
Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου: Η ζωή των Ποντίων από το Καρς στην Ελλάδα
Γράφει η Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου, φιλόλογος.
Τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε να γράψει μαζί με τον πατέρα της Νίκο, το βιβλίο “Ιχνηλατώντας τις ρίζες μας στο Καρς του Καυκάσου”, αναφέρθηκε η φιλόλογος – συγγραφέας και εκπαιδεύτρια ποντιακής διαλέκτου Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της, στην βιβλιοπαρουσίαση η οποία έγινε στην αίθουσα της Αυστροελληνικής Καπναποθήκης στο Κιλκίς.