Τετάρτη, 4 Σεπτεμβρίου 2024, 12:24:04 πμ
Δευτέρα, 02 Σεπτεμβρίου 2024 10:12

Έψαξα αλλά δεν βρήκα...

Γράφει η Χρυσούλα Δημάδου-Βαπορίδου.

Συντ/χος νηπιαγωγός

 

Αμέριμνη  προχωράω σε κεντρικό δρόμο  της πόλης μας και ξαφνικά ακούω να με φωνάζουν από το απέναντι πεζοδρόμιο. Ήταν μια καλή παλιά μου φίλη που είχαμε καιρό να συναντηθούμε. Μετά τις πρώτες μας κουβέντες μου  λέει:

 «Σε παρακολουθώ στην εφημερίδα και χαίρομαι πάρα πολύ για αυτά που γράφεις ( και με  πολύ διακριτικό τρόπο, συνεχίζει)  αλλά γράψε και κάτι χαρούμενο να γελάσει η ψυχή μας».

Η πρότασή της με ταρακούνησε. Το σκέφτηκα και είπα στον εαυτό μου, σαν να έχει δίκιο.

Κι άρχισα να ψάχνω, κάτι θα βρω είπα...

Μετά από λίγες μέρες  βρίσκομαι στο χωριό μου,  στη γενέτειρά μου, την Παλαγία Αλεξανδρούπολης.  Κι όπως συνήθιζα από παλιά,  ξεκίνησα ένα πρωινό για μια βόλτα στο καταπράσινο δάσος του χωριού μας.

Να αναπνεύσω βρε αδερφέ και λίγο οξυγόνο.

Προχώρησα, προχώρησα, φθάνω στο  δασάκι και σκέφτομαι μήπως ήρθα από άλλο δρόμο; Λάθος δρόμο πήρα σίγουρα, αλλά έτσι αγουροξυπνημένη που ήμουν έκανα λίγα λεπτά να συνέλθω. Πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποίησα ότι ο δρόμος ήταν ο σωστός, αυτό που έβλεπα ήταν το τραγικό!

Ο καταπράσινος παράδεισος που δέσποζε πάνω από το χωριό μου ήταν κατάμαυρος, καμμένος.

Νεκρική σιωπή παντού! Ούτε κελάιδισμα πουλιών, ούτε τα γνωστά παιχνίδια του αέρα με τα φύλλα.

Πού είναι οι κουμαριές που κόβαμε τα κλαδιά τους για να φτιάξουμε στεφάνια για τις εθνικές εορτές; Πού είναι η τζιτζιφιά μας που παίζαμε στον ίσκιο της, που είναι τα κίτρινα μανουσάκια που στόλιζαν την πλαγιά χωμένα μες τους θάμνους, που είναι τα θυμάρια που μοσχομύριζαν....

Ένας κόμπος στο στομάχι μου. Γιατί Θεέ μου, είπα!

Πείσμωσα και είπα θα βρω κάτι χαρούμενο να φτιάξει η διάθεσή μου και γράφοντάς το να φτιάξω  και διάθεση των φίλων μου.

Το χωριό μου απέχει 3 χιλιόμετρα από την πόλη της Αλεξανδρούπολης η οποία έχει πανέμορφες παραλίες.

Αύριο θα πάω να περπατήσω στην παραλία, είπα. Και το έκανα.

Μαγευτικό τοπίο, καταγάλανα νερά, βάρκες να λικνίζονται και οι πρώτες αχτίνες του ήλιου να σχηματίζουν χρυσαφί δρομάκια πάνω στα κύματα.

Στα λίγα μέτρα που περπάτησα, έχασα πάλι τη διάθεσή μου.

Πεταμένες σακούλες, αποτσίγαρα, υπολείμματα φαγητού και πολλά άλλα.

Κάθισα αποκαμωμένη σε ένα παγκάκι.

Ήθελα να ήταν ψέματα όσα άκουγα ότι στο στομάχι μεγάλων ψαριών βρέθηκαν πλαστικά που με μεγάλη ευκολία κάποιοι πέταξαν στη θάλασσα...

Ελλάδα είσαι πανέμορφη, αλλά αυτοί που σε κατοικούν δεν σ’ αγάπησαν όσο πρέπει.

Δεν κατάλαβαν ούτε θα καταλάβουν ποτέ την αξία σου.

Την κατάλαβαν οι γείτονές μας και την κοιτούν σαν αρπακτικά.

Γι’ αυτό φίλε μου μην μου ζητάς να γράψω κάτι χαρούμενο. Υπομονή, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.