Στον καζά του Αβρέτ- Χισάρ, που εντοπίζεται στη σημερινή επαρχία Κιλκίς, σύμφωνα με τη στατιστική παραγωγής του Υπουργείου Δασών και Γεωργίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά το έτος 1906 καλλιεργούνταν 3.500 στρέμματα αμπελιών και παράγονταν 877.550 οκάδες σταφυλιών. Αλλά και στην πόλη του Κιλκίς η αμπελουργία αποτελούσε ουσιαστικό παράγοντα της οικονομικής ζωής. Όπως αναφέρει ο Αριστείδης Λευκίδης «πολλοί Κιλκισιώτες διατηρούσαν αμπελώνες που εκτείνονταν στις δυτικές προσβάσεις του λόφου του Αγίου Γεωργίου και στην περιοχή των σημερινών νεκροταφείων». Ομοίως ο Ανδρέας Αρβανίτης στο οδοιπορικό του στη Μακεδονία το 1909 αναφέρει για το Κιλκίς ότι «κυριωτέρα απασχόλησις των κατοίκων είναι η αμπελουργία».
Το 1925 η έλευση 304 οικογενειών Στενημαχιτών (1.233 άτομα), δημιούργησε προσδοκίες για αναγέννηση της αμπελοκαλλιέργειας που είχε εγκαταλειφθεί, καθώς οι πρώτοι πρόσφυγες του Κιλκίς μετά την απελευθέρωση δεν είχαν σχέση με την αμπελουργία. Ο Α. Αβράσογλου εκπρόσωπος των Βορειοθρακών με επιστολή του στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ στις 19-11-1925 έγραφε χαρακτηριστικά: «Το Κιλκίς άλλοτε είχε 12.000 κατοίκους και αμπελώνας και είναι πολύ γνωστή η παραγωγή των εκλεκτών κρασιών του Κιλκίς. Σήμερον όχι αμπελουργία, όχι δενδροκομία δεν υφίσταται αλλά και τα υπάρχοντα τοιαύτα τουρκικά αμπέλια κατεστράφησαν εκριζωθέντα. Οι αμπελουργοί Στενημαχίται ειδικοί καλλιεργηταί αμερικανικών αμπέλων όχι μόνον θα πυκνώσουν τον εξ 7.000 συγκείμενον πληθυσμόν του Κιλκίς αλλά και θα χρησιμεύσουν ως διδάσκαλοι πρακτικοί της αμπελουργίας διαδίδοντες αυτήν συν τω χρόνω εις όλην την περιφέρειαν την εξ εκατόν ενενήκοντα χωρίων συγκειμένην και ουδέν αμπέλιν περιέχουσαν».
Στις 7-9-1926 ιδρύθηκε ο Αμπελουργικός Πιστωτικός Συνεταιρισμός Κιλκίς «η Στενήμαχος» με 62 συνεταίρους. Με την προσωρινή διανομή γαιών ο αμπελουργικός συνεταιρισμός διένειμε στους παραγωγούς κληματόβεργες και έτσι αρκετά στρέμματα αμπελώθηκαν, κυρίως πίσω από το λόφο του Αγίου Γεωργίου, στις παρυφές του οποίου είχαν κατασκευάσει τα πρώτα παραπήγματα, στα οποία διέμεναν κάτω από άθλιες συνθήκες.
Μέσα σε ένα μόλις χρόνο οι Στενημαχίτες έκαναν κυριολεκτικά θαύματα. Με τα μικρά αμπελουργικά δάνεια που τους χορήγησε ο Εποικισμός καλλιέργησαν 600 στρέμματα και ετοιμάζονταν να καλλιεργήσουν την επόμενη χρονιά άλλα 1.500. Εντυπωσιακός ήταν και ο αριθμός των κληματόδενδρων που φυτεύτηκαν, όπως διαβάζουμε σε άρθρο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ στο φύλλο της 24-10-1927: «Κατά το έτος 1926 οι εν Κιλκίς εγκατασταθέντες πρόσφυγες εκ Στενημάχου της Βουλγαρίας εφύτευσαν περί τας 170 χιλ. κλήματα άτινα μετά των φυτευθέντων κατά το τρέχον έτος υπολογίζονται να έφθασαν τας 700.000 αμερικάνικα κλήματα. Αφαιρουμένου όμως ενός ποσοστού 40% επί των φυτευθέντων, άτινα λόγω της ανομβρίας δεν εβλάστησαν, δέον να υπολογισθή ότι μετά δυο έτη θα υπάρξη ασφαλώς απόδοσις ενός εκατομμυρίου οκάδων σταφυλών».
Δεν ήταν, όμως, μόνο η αναφερόμενη ανομβρία εχθρός της αμπελουργίας αλλά και οι όψιμοι παγετοί που επικρατούσαν 2-3 φορές ανά δεκαετία προκαλώντας σημαντικές ζημιές και κυρίως το χαλάζι, που επέφερε ολοκληρωτική καταστροφή. Κάτι τέτοιο συνέβη το 1929, όπως έγραφαν τα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ στις 2-8-1929: «Οι βουλευταί κ.κ. Ζαρίφης και Ευθυμιάδης μετέβησαν χθες εις Κιλκίς δια να εξετάσουν την επελθούσαν καταστροφήν εις τους αμπελουργούς εκ της χαλάζης. Η καταστροφή ως διεπίστωσαν οι κ.κ. βουλευταί είναι πλήρης. Το εισόδημα ολόκληρον εκ των αμπέλων κατεστράφη εντελώς, τα δε κλήματα έπαθον τοιαύτην καταστροφήν ώστε ούτε το προσεχές έτος θα αποδώσουν καρπόν».
Με την οριστική διανομή του 1928-30 από τα τοπογραφικά συνεργεία των Ξιφιλίνου και Σλουσαρέγκο, αποδόθηκαν στους Στενημαχίτες αμπελοκαλλιεργητές 2.541 στρέμματα με μέσο κλήρο 11 στρέμματα, δηλαδή το 1/3 του γεωργικού κλήρου που είχε δοθεί στους γεωργούς. Το μικρό μέγεθος του κλήρου ήταν και το μόνιμο παράπονο των Στενημαχιτών για πολλά χρόνια και ακούγεται ακόμη και σήμερα.
Οι ανάγκες των αμπελουργών για εργαλεία και μεταφορικά μέσα οδήγησαν στη δημιουργία μιας σειράς εργαστηρίων που τα κατασκεύαζαν. Τα κυριότερα από τα εργαλεία αυτά ήταν: αμπελουργικό άροτρο, αμπελοτρύπανο για το φύτεμα του αμπελιού, δικέλλι για το σκάψιμο, ψεκαστήρας για ψέκασμα του αμπελιού με θειάφι, κλαδευτήρι για το κλάδεμα των λεπτών κλαδιών του αμπελιού, ψαλίδι και πριόνι κλαδέματος, τρυγοκόφινο, βαρέλια για το μούστο και φυσικά κάρα, δίτροχα και τετράτροχα για τις μεταφορές. Έτσι κατά μήκος και εκατέρωθεν της 21ης Ιουνίου αναπτύχθηκαν γραμμικά στα όρια του συνοικισμού των Στενημαχιτών σιδηρουργεία, λευκοσιδηρουργεία και καρροποιεία, με μόνη εξαίρεση τα βαρελοποιεία, που όλως παραδόξως ήταν μόνο δυο στην πόλη.
Φυσικά δημιουργήθηκαν και χώροι συνάθροισης και διασκέδασης, ταβέρνες και καφενεία, όπου σύχναζαν οι, λόγω επαγγέλματος, λάτρεις του κρασιού Στενημαχίτες, οι οποίοι ήταν και γλεντζέδες υπέρ το δέον. Λέγεται σκωπτικά ότι αυτοί που σύχναζαν στο καφενείο του Καλογιάννη, τα μετέπειτα «Μπακαλιαράκια», όταν έρχονταν στο τσακίρ – κέφι, έριχναν μέσα στο χωνί του γραμμοφώνου χαρτονομίσματα. Και λογικόν. Πού να τον έβρισκαν τον οργανοπαίκτη για να του κολλήσουν το χαρτονόμισμα στο κούτελο;
ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1930
Τη δεκαετία του 1930 η σημασία της αμπελουργίας για την πόλη του Κιλκίς εξακολουθούσε να είναι μεγάλη, αφού η αξία των παραγόμενων προϊόντων ήταν σημαντική και από αυτήν ζούσαν 340 οικογένειες. Η μέση ετησία παραγωγή σε αμπελουργικά προϊόντα ανέρχονταν σε 650.000 οκάδες σταφυλών. Στον πίνακα κατάταξης των συνολικών αγροτικών εισοδημάτων η αμπελουργία καταλάμβανε την τρίτη θέση μετά την γεωργία και την κτηνοτροφία. Επικρατούσαν κυρίως οι οινοποιήσιμες ποικιλίες και από αυτές οι περισσότερες ήταν μελανές και ελάχιστες λευκές. Επιτραπέζιες ήταν πολύ λίγες ανάμικτες με οινοποιήσιμες.
Η παραγωγικότητα των αμπελώνων άρχιζε από το τρίτο έτος και σε πλήρη απόδοση βρισκόταν από το πέμπτο έτος με παραγωγή 300-800 οκάδες ανά στρέμμα. Η μεγαλύτερη ποσότητα σταφυλιών πωλούνταν από τους αμπελουργούς στις εβδομαδιαίες αγορές του Κιλκίς, του Χέρσου, της Αξιούπολης ακόμη και στα πανηγύρια των γειτονικών χωριών. Επίσης πολλοί από τους παραγωγούς τα μετέφεραν σε διάφορα χωριά της περιφέρειας όπου τα αντάλλασαν με σιτηρά ή με διάφορα άλλα προϊόντα. Μικρές ποσότητες χρησιμοποιούνταν για παρασκευή οίνου και ούζου για την κάλυψη των ιδίων αναγκών.
Η πιο έντονη περίοδος για τους αμπελουργούς ήταν της συγκομιδής που άρχιζε κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου και διαρκούσε μέχρι και το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου. Ο τρύγος ήταν μια εποχιακή εργασία, που όπως και ο θερισμός, απαιτούσε πολλά εργατικά χέρια. Για το λόγο αυτό εκτός από τη χρησιμοποίηση εποχιακών εργατών αξιοποιούνταν και ο θεσμός της αλληλοβοήθειας. Ο νοικοκύρης έπρεπε να εξασφαλίσει εργάτριες, κουβαλητάδες, καλάθια και αχθοφόρα ζώα, να ετοιμάσει τα εργαλεία (τρυγοκόφινα, τρυγολόγους) να φροντίσει για φαγητό και ποτό, να καθαρίσει το πατητήρι. Η συμμετοχή όλων αυτών των ανθρώπων αναδείκνυε τον τρύγο σε ευχάριστη εργασία, που συχνά έπαιρνε τον χαρακτήρα πανηγυριού. Νωρίς το πρωί ξεκινούσε η πομπή των τρυγητάδων με φωνές και τραγούδια, χαιρετώντας και πειράζοντας όποιον έβρισκε στο δρόμο και στα άλλα αμπέλια. Όταν έφταναν στο αμπέλι ξεκινούσαν τον τρύγο ευχόμενοι «Άντι καλή δύναμ’ κι καλή αβγάτ’ να μας δωσ’ ου Αη Τρύφους» και διασκορπίζονταν έχοντας στα χέρια τους το καλάθι και το σουγιά. Τα γεμάτα καλάθια τα άδειαζαν στη συνέχεια σε κοφίνια ή σε παλιές κουβέρτες που ήταν στρωμένες στο έδαφος. Μόλις γέμιζαν τα κοφίνια ξεκινούσαν τα άλογα για το σπίτι του αμπελουργού.
Μετά τον τρύγο τα αμπέλια ερήμωναν. Οι αμπελουργοί είχαν τώρα άλλη αγωνία, αφού το κρασί βρισκόταν στη διαδικασία της ζύμωσης. Η αγωνία τους παρατείνονταν για 40 ημέρες ώσπου να διαπιστωθεί η ποιότητα και η γεύση του. Οι συζητήσεις στα καφενεία και στα σπίτια αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά το μούστο και το κρασί. Συνέκριναν το κρασί από διαφορετικές τοποθεσίες και οι πρεσβύτεροι συνέκριναν τις παλιές με τις καινούργιες ποικιλίες.
Η πιο σημαντική ημέρα ήταν η 1η Φεβρουαρίου, αφιερωμένη στη μνήμη του αγίου Τρύφωνα που ήταν ο προστάτης των αμπελουργών. Η ημέρα αυτή, όπως γράφει η φιλόλογος – λαογράφος Ζέτα Παπαγεωργοπούλου, «αποτελεί στη λαϊκή συνείδηση το θεσμοθετημένο χρονικό ορόσημο που σηματοδοτεί την αρχή του κλαδέματος και μετά ακολουθούν οι διαδοχικές αμπελουργικές φροντίδες». Αυτό επιβεβαιώνει και η στενημαχήτικη παροιμία «ας έρθ’ τ’ Αη Τρύφου η μέρα πρώτα, κι απέει πιαν’ς του σβανά στου χέρι σ’»
Εντυπωσιακή ήταν και η τελετουργία του «κουρμπανιού», της αιματηρής θυσίας μοσχαριού προς τιμήν του αγίου Τρύφωνα. Ανήμερα του αγίου το διαβασμένο κρέας έβραζε με το ζωμό του σε καζάνια και αφού το ευλογούσε πάλι ο παπάς γινόταν η διανομή και κοινό γεύμα. Ο εορτασμός αποτελούσε ειδησεογραφικό θέμα και για τις εφημερίδες: «Οι εν τη πόλει μας εγκατεστημένοι Στενημαχίται επανηγύρισαν φέτος μετά πάσης μεγαλοπρεπείας την εορτή του προστάτη των Αγίου Τρύφωνος. Μετά την ιεράν λειτουργίαν οι Στενημαχίται εδέχθησαν εις τα γραφεία της οργανώσεώς των τας αρχάς και τον λαόν, προσέφερον δε αναψυκτικά» (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ 3-2-1932).
Της Μεσοπεντηκοστής, οι Στενημαχίτες, ύστερα από τη λειτουργία, έβγαζαν τις εικόνες και έκαναν λιτανεία από την εκκλησία του αγίου Δημητρίου μέχρι τη βρύση του Σαμολαδά, περνώντας μέσα από τα αμπέλια και διαβάζοντας ευχές.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η αμπελουργία στην πόλη του Κιλκίς εισέρχεται σε περίοδο κρίσης. Το μικρό μέγεθος του κλήρου, η πολυκατάτμησή του και πιθανόν η ακαταλληλότητα του εδάφους εμπόδισαν την πρόοδο της σημαντικής αυτής καλλιέργειας. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της δραματικής κατάστασης των αμπελουργών το 1937 από τον Κοσμά Παρασκευόπουλο: «Υπάρχει και μια τάξις αγροτών, η τάξις των ειδικών αμπελουργών εκ Βουλγαρίας, η οποία κατά τα τελευταία έτη έζη βίον μονότονον και αξιολύπητον λόγω της προσβολής των αμπελώνων των υπό του περονοσπόρου και άλλων θεομηνιών. Ματαίως αναζητεί τις το γέλιο, την χαράν της ζωής εις αυτούς. Ακόμη και εις την νεότητα λείπει η ευθυμία. Δεν υπάρχει εις ουδενός την ψυχήν η αισιοδοξία δια την αύριον. Η διαρκής αδημονία είναι ζωγραφισμένη εις τα πρόσωπα των μαραίνουσα πάσαν τάσιν προς ανάπτυξιν και κοινωνικήν ζωήν. Ελάχιστα συχνάζουν εις τα καφενεία. Η ανέχεια τους εμποδίζει. Αι εορταί των αι θρησκευτικαί των πανηγύρεις πομπώδεις κατά τα πρώτα έτη της ελεύσεως των, σήμερον είναι πολύ περιωρισμέναι. Αι διασκεδάσεις απαιτούν έξοδα και το χρήμα σπανίζει».
Έτσι οι Στενημαχίτες, που στην πατρίδα τους είχαν μια αξιοσημείωτη οικονομική άνεση, εδώ στο Κιλκίς έζησαν σε συνθήκες σχετικής ένδειας. Την αντιμετώπισαν βέβαια αξιοπρεπώς αλλά τους έμεινε η πίκρα της οικονομικής τους κατάπτωσης. Μια πίκρα που ούτε τα γλυκά του τρυγητού, το πετιμέζι, τα ρετσέλια, τα μουστοκούλουρα, οι μουσταλευριές, μπορούσαν να γλυκάνουν…
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες από το νομό Κιλκίς θα βρείτε στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου k4station.