Τι είναι λοιπόν αυτός ο κόσμος; Ρωτώ ύστερ' από τόσους καί τόσους πού το ρωτήξανε. Αγαπημένη γωνιά! Αγιασμένο βουνό! Δεν ήσουνα εσύ πατέρας μου καί μητέρα μου καί κάθε αγάπη μου; Πώς ξεμάκρυνες από μένα κ’ έσβησες που μήτε το μάτι μου πια να σε ξεδιαλύνει;…» Φ. Κόντογλου , «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου».
Η δεκαετία 1912 – 1922 αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές περιόδους της νεότερης ιστορίας μας, λόγω των συμπυκνωμένων και σημαντικών σε έκταση και βάθος αλληλένδετων γεγονότων, των οποίων οι επιπτώσεις και αποτελέσματα επηρέασαν και ακόμη επηρεάζουν την πατρίδα μας.
Η περίοδος αυτή κυριαρχείται από την λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα» («Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών») που αποσκοπούσε στην ενσωμάτωση του συνόλου των ελληνικών πληθυσμών στον εθνικό κορμό και την ανασύσταση του πυρήνα του Βυζαντινού χώρου υπό την μορφή ενός εθνικού ελληνικού κράτους.
Το όραμα αυτό κινητοποίησε αρκετές γενεές Ελλήνων του εσωτερικού και του εξωτερικού, κατά μοναδικό τρόπο.
Δυστυχώς όμως, αυτή η «Μεγάλη Ιδέα» της ενσωμάτωσης στον Εθνικό κορμό των Ελλήνων της Μ. Ασίας, ξεκίνησε ως όραμα και ως Έπος, σαν αυτό των Βαλκανικών πολέμων, αλλά κατέληξε ως τραγωδία.
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 304 του 2001 (Φ.Ε.Κ 207/τ.Α/21-9-2001) η 14η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε ως ημέρα τιμής και μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος και έχει καθοριστεί με κάθε λεπτομέρεια το περιεχόμενο και ο τρόπος οργάνωσης των εκδηλώσεων για την ημέρα αυτή.
Αγαπητοί αναγνώστες.
Ένα τέτοιο μεγάλο κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας αυτό του ξεριζωμού και της γενοκτονίας των Ελλήνων της γης της Ιωνίας, της Θράκης και του Πόντου δεν δύναται να καλυφθεί στα στενά περιθώρια ενός άρθρου.
Όμως θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω συνοπτικώςτα δραματικά γεγονότα και την εξέλιξη των επιχειρήσεων από τις αρχές του 1921, και κυρίως σε αυτά του Αυγούστου, μέχρι την καταστροφή της Σμύρνης.
Φεβρουάριος του 1921, στην συνδιάσκεψη του Λονδίνου, η οποία εξέταζε την κατάσταση στην Ανατολή, προσκλήθηκαν για πρώτη φορά εκπρόσωποι των Τούρκων εθνικιστών, οι οποίοι αφού απέρριψαν τις συμμαχικές συμβιβαστικές προτάσεις, προχώρησαν σε μυστικές συναντήσεις με τους Γάλλους και τους Ιταλούς.
Βάσει συμφωνιών που υπέγραψαν οι δύο αυτές χώρες, με τους κεμαλιστές, θα απέσυραν τα στρατεύματά τους, με αντάλλαγμα την κατοχύρωση συμφερόντων τους στην περιοχή. Κατά την ίδια περίοδο ευοδώθηκαν οι επαφές των Τούρκων εθνικιστών με την Σοβιετική Ένωση, η οποία ενισχύει πλέον με πολλούς τρόπους τον πολεμικό αγώνα των Τούρκων.
Το διπλωματικό αδιέξοδο της διασκέψεως του Λονδίνου και η de facto αναγνώριση του κεμαλικού συστήματος οδήγησαν σε ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας του ελληνικού στρατού για την κατάληψη δύο κρίσιμων συγκοινωνιακών κόμβων, του Εσκί Σεχίρ στον βορρά και του Αφιόν Καραχισάρ στο νότο.
Η μη επιτυχής έκβαση των επιχειρήσεων, τον Μάρτιο του 1921, δημιούργησε κυβερνητική κρίση ενώ παράλληλα η διεθνής κοινότητα προετοίμαζε νέα ειρηνευτική διάσκεψη με πιθανό στόχο την τελική εκκένωση της Μ. Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Με δεδομένη την ελληνική βούληση για μη εγκατάλειψη της Μ. Ασίας, η ηγεσία αποφάσισε πολεμική δράση ευρείας κλίμακος για επίτευξη αποφασιστικής νίκης κατά των Τούρκων, προκειμένου να αποκτήσει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 25 Ιουνίου του 1921 σε όλο το μήκος του μετώπου και υπήρξε επιτυχής, με αποτέλεσμα οι Τουρκικές δυνάμεις να υποχωρήσουν πέρα από τον ποταμό Σαγγάριο, με βαριές απώλειες.
Παρά την επιτυχία του ελέγχου της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ, την ελληνική ηγεσία προβλημάτιζε το γεγονός ότι η υποχώρηση και ανασύνταξη του κεμαλικού στρατού πέρα από τον Σαγγάριο, θα συνιστούσε διαρκή απειλή.
Για τον λόγο αυτό στις 15 Ιουλίου του 1921, αποφασίσθηκε η προέλαση προς την Άγκυρα, με σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσας των εθνικιστών, την καταστροφή των βάσεων ανεφοδιασμού των και την τελική ανασύνταξη στην κύρια γραμμή άμυνας Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ.
Κατά τις επικές μάχες περί τον ποταμό Σαγγάριο καθ’ όλο τον Αύγουστο του 1921, οι ελληνικές δυνάμεις επέτυχαν πύρρειο νίκη αλλά η πορεία προς την Άγκυρα είχε ανακοπεί οριστικά.
Αν και ο τακτικός σκοπός της καταλήψεως της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ είχε επιτευχθεί, ο στρατηγικός σκοπός της καταστροφής του κεμαλικού στρατού μέσω αποφασιστικής μάχης και η σύναψη ειρήνης είχε αποτύχει. Αντιθέτως είχε αρχίσει να αποφέρει καρπούς η στρατηγική εξουθενώσεως που εφάρμοσε ο Κεμάλ ο οποίος επεδίωξε την μεγαλύτερη δυνατή επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας και ανεφοδιασμού του ελληνικού στρατού και τελικά την εξάντλησή του.
Οι Τούρκοι παρέμειναν πέρα από τον Σαγγάριο, ενώ η ελληνική γραμμή του μετώπου σταθεροποιήθηκε ανάμεσα στην Κίο, στο ΕσκίΣεχίρ, στο ΑφιόνΚαραχισάρ και στον ποταμό Μαίανδρο, σε συνολικό μήκος 700 περίπου χλμ..
Οι Τούρκοι πλέον ανεφοδιάζοντο απρόσκοπτα με σημαντικές ποσότητες Γαλλικού και Σοβιετικού στρατιωτικού υλικού. Η αποτελμάτωση των επιχειρήσεων έφθειρε διαρκώς το ηθικό και την πειθαρχία των ελληνικών δυνάμεων.
Στην πτώση του ηθικού συνέτεινε καθοριστικά η πολιτική κομματικοποίηση του στρατεύματος, καθώς και η πολύχρωμη προπαγάνδα, κυρίως από τον χώρο της αριστεράς, που είχε αναπτυχθεί στις τάξεις του.
Ήταν φυσικό επακόλουθο να υπάρξουν φαινόμενα ηττοπάθειας, απροθυμίας, και εκτεταμένης λιποταξίας η οποία ενίοτε επέφερε και λεηλασίες.
Τα έξοδα συντηρήσεως των επιχειρήσεων οδήγησαν στην διχοτόμηση του νομίσματος, σε συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές και στην αντικατάσταση του αρχιστρατήγου Α. Παπούλα από τον Στρατηγό Γ. Χατζηανέστη.
Από την 13η Αυγούστου του 1922 άρχισε η τουρκική επίθεση από το ΑφιόνΚαραχισάρ.
Ο ελληνικός στρατός με χαμηλό ηθικό άρχισε να υποχωρεί άτακτα προς το Αιγαίο, ενώ τον ακολουθούσαν πλήθη προσφύγων. Σημαντικό μέρος του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού αιχμαλωτίσθηκε.
Στον βόρειο τομέα το 3ο Σώμα στρατού υποχώρησε με σχετική τάξη προς τα λιμάνια Πανόρμου και Κυζίκου, όπου επιβιβάστηκε σε πλοία που το μετέφεραν στην Ελλάδα.
Η διάσπαση του μετώπου γέμισε με ανησυχία τους κατοίκους της Σμύρνης, οι οποίοι έβλεπαν κύματα χιλιάδων προσφύγων να καταφθάνουν από το εσωτερικό και ολοένα αυξανόμενο αριθμό πολεμικών πλοίων των Μ. Δυνάμεων να καταπλέουν για την προστασία των μελών των ξένων παροικιών.
Η ανησυχία μετετράπη σε πανικό όταν οι κάτοικοι αντίκρυσαν στις 26 Αυγούστου 1922, τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού να συγκεντρώνονται στην χερσόνησο της Ερυθραίας, έτοιμα να εγκαταλείψουν την Μ. Ασία. Την ίδια ημέρα έσπευσε να εγκαταλείψει την Σμύρνη ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης.
Στις 27 Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη και εγκαταστάθηκε τουρκική Διοίκηση υπό τον Νουρεντίν Πασά, η πρώτη πράξη του οποίου ήταν να παραδώσει στον όχλο τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και αρκετά μέλη της Δημογεροντίας της πόλης, οι οποίοι κατακρεουργήθηκαν αφού υπέστησαν προηγουμένως φρικτά βασανιστήρια.
Το ίδιο βράδυ της 27ηςΑυγούστου οι Τούρκοι κάτοικοι πρώτα και εν συνεχεία οι στρατιώτες άρχισαν σφαγές και λεηλασίες που κράτησαν αρκετές ημέρες και στην διάρκεια των οποίων τουλάχιστον 10.000 Έλληνες έχασαν την ζωή τους.
Το απόγευμα της 31ης Αυγούστου εκδηλώθηκε πυρκαγιά, η οποία σύμφωνα με ελληνικές μαρτυρίες, ανεξάρτητες πηγές καθώς και Αμερικανούς αυτόπτες μάρτυρες, προκλήθηκε από προμελετημένη και συντονισμένη ενέργεια του τουρκικού στρατού. Κανένα μέτρο δεν έλαβαν οι αρχές για την κατάσβεσή της αλλά αντιθέτως οι στρατιώτες εμπόδιζαν δυναμικά την προσπάθεια των κατοίκων να απομακρυνθούν. Οτιδήποτε θύμιζε Ελλάδα έπρεπε να καταστραφεί.
Η φωτιά εμαίνετο σε ολόκληρη τη πόλη και χιλιάδες κάτοικοι μαζεμένοι στην προκυμαία προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν απελπισμένοι την Σμύρνη με κάθε μέσον, υπό τα απαθή βλέμματα των ξένων πολεμικών πλοίων, χάνοντας την ζωή τους μαζικά. Έως την 17η Σεπτεμβρίου του 1922, όλοι οι χριστιανοί της Σμύρνης Έλληνες και Αρμένιοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη, ενώ χιλιάδες Έλληνες άνδρες μεταφέρθηκαν στην Ανατολία ως όμηροι.
Από τους 459 ιερείς της επαρχίας Σμύρνης, οι 347 θανατώθηκαν, από τις 46 εκκλησίες της Σμύρνης, διασώθηκαν 3, ενώ 2000 εκκλησίες της Μ. Ασίας και 800 στην Θράκη, που λεηλατήθηκαν μετετράπησαν σε τεμένη, αποθήκες ή στάβλους.
Το κίνημα των Συνταγματαρχών Νικολάου Πλαστήρα και του Στυλιανού Γονατά, τον Σεπτέμβριο του 1922, οδήγησε στην παραίτηση της κυβερνήσεως, την απομάκρυνση του Βασιλέως Κωνσταντίνου υπέρ του Διαδόχου Γεωργίου του Β’, την διάλυση της Βουλής, την άμεση ενίσχυση του στρατού της Θράκης και στην αμφιβόλου αξιοπιστίας δίκη και καταδίκη σε θάνατο των έξι πρωταιτίων της ήττας (Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Θεοτόκη, Γ. Μπαλτατζή, Ν. Στράτου και Γ. Χαντζηανέστη).
Θα αποτελούσε παράλειψη η μη αναφορά στο κεφάλαιο του Ποντιακού αντάρτικου, που διήρκεσε από το 1914 έως το 1924. Αν και υπήρχαν ένοπλες ομάδες Ποντίων από τις αρχές του 20ου αιώνος, η συστηματική ένοπλη αντίστασή τους αρχίζει από το 1914, όταν πολλοί φυγόστρατοι και λιποτάκτες Πόντιοι του τουρκικού στρατού, κατέφυγαν στα βουνά προκειμένου να αποφύγουν τα τάγματα εργασίας που είχαν συσταθεί με σκοπό την σωματική και ψυχική τους εξόντωση, μετά τις τουρκικές αποτυχίες των Βαλκανικών πολέμων.
Η συγκρότηση πολυμελών ανταρτικών ομάδων, σε μεγάλους αριθμούς λαμβάνει χώρα από το 1916, ως εσχάτη λύση απελπισίας, αφού την περίοδο αυτή ευρίσκετο σε πλήρη εξέλιξη η συστηματική εξόντωση πλέον των 355.000 Ελλήνων του Πόντου.
Βεβαίως θα χρειαζόταν ειδική διάλεξη για να απαριθμήσει κανείς τον μεγάλο κατάλογο των οπλαρχηγών που έγιναν φόβος και τρόμος των Τούρκων, με τις σκληρές μάχες, τις παράτολμες καταδρομικές επιχειρήσεις, τις μεγάλες απώλειες του εχθρού και τις πράξεις αυτοθυσίας τους.
Σημαντικό και το έργο ιεραρχών της περιοχής που συνέδραμαν ενεργά των υπέρ πάντων αγώνα. Το νεοοθωμανικό σύνθημα «η Τουρκία για τους Τούρκους» δικαιολογούσε την καταστρεπτική τουρκική μανία, τους μαζικούς φόνους, τις εξορίες και βιασμούς γυναικόπαιδων, τα καμένα χωριά και τα άταφα πτώματα.
Ο πόλεμος λόγω της αγριότητας του έγινε ολοκληρωτικός και εξαπλώνετο σε ολόκληρο τον Πόντο, από την Αμισό και Πάφρα στα Δυτικά έως την Σάντα στα Ανατολικά, που αναδείχθηκε σε νέο Σούλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1919 έως και την καταστροφή της Σμύρνης, ιδρύθηκε και λειτούργησε η «Συμπολιτεία του Πόντου», στην δύσβατη οροσειρά του Τοπ Τσαμ, στα Δυτικά, με περισσότερους από 4000 μαχητές και χιλιάδες αμάχους.
Ενδεικτικά, την άνοιξη του 1921, περί τις 15.000 συνολικά πεινασμένοι άνδρες με υψηλό φρόνημα, στελέχωναν τα ένοπλα ποντιακά σώματα ενώ στα πυροβόλα και πολυβόλα του τουρκικού στρατού αντέτασσαν με επιτυχία απλά ντουφέκια με λιγοστά πολεμοφόδια.
Αξίζει τέλος να επισημανθεί ότι το καλοκαίρι του 1921, οι πόντιοι μαχητές ήλθαν σε επαφή με τον Αρχιστράτηγο Παπούλα και του εζήτησαν εφοδιασμό με πολεμικό υλικό και ολιγοήμερη ενίσχυση με ένα Σύνταγμα πεζικού και με μικρή δύναμη ιππικού, προκειμένου να κτυπήσουν τον κεμαλικό στρατό στα νώτα του.
Η ολιγωρία του Αρχιστρατήγου να ανταποκριθεί άμεσα, ενδεχομένως να στέρησε την πορεία των επιχειρήσεων από μία αναπάντεχη ευνοϊκή ανατροπή.
Το ηθικό των ποντίων διατήρησε ακμαίο κατά το 1921 και η συστηματική δράση μονάδων του στόλου μας, ο οποίος βομβάρδιζε αποθήκες και εγκαταστάσεις του κεμαλικού στρατού, στα παράλια του Πόντου.
Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την καταστροφή της Σμύρνης, η αντίσταση στον Πόντο συνεχίσθηκε με την δύναμη της απόγνωσης. Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε αρχίσει.
Όσοι από τον ελληνικό πληθυσμό είχαν επιζήσει της γενοκτονίας, συμπεριελήφθησαν στην ελληνοτουρκική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών. Ο εκπατρισμός των Ποντίων άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1922 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1924, ενώ ο κύριος όγκος τους εγκαταστάθηκε στην απελευθερωμένη πλέον Μακεδονία.
Η Συνθήκη της Λωζάνης:
Οι όροι της συνθήκης της Λωζάνης που οριστικοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1923, διέπουν την σχέση μας με την Τουρκία έως και σήμερα.
Τα σύνορα της Ελλάδος ορίσθηκαν στον Έβρο και αποφασίσθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με εξαίρεση τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και Τενέδου καθώς και των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης.
Η Τουρκία ανακτούσε την Α. Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο και παραιτείτο από κάθε αξίωση στην Κύπρο, υπέρ της Αγγλίας ενώ η Ιταλία κατοχύρωνε την κυριαρχία της στα Δωδεκάνησα.
Περίπου 1.200.000 Έλληνες της Μ. Ασίας και της Α. Θράκης, συνέρρευσαν στον ελλαδικό χώρο, λίγο μετά την καταστροφή και περίπου 250.000, ακολούθησαν έως το 1924.
Η εκστρατεία στην Μ. Ασία, κόστισε στον ελληνικό στρατό περισσότερους από 25.000 νεκρούς, 50.000 τραυματίες και 18.000 αγνοουμένους, πέραν από τους αιχμαλώτους, καθώς και τον θάνατο χιλιάδων αμάχων.
Επίλογος:
Το 1922 αποτελεί την τραγική κατάληξη μίας ελληνικής ιστορίας χιλιετιών στην Μ. Ασία και την Μ. Θάλασσα.
Μόνοι μάρτυρες της ένδοξης ιστορίας του ελληνισμού της Ανατολής, απομένουν πλέον μερικές χιλιάδες Κρυπτοχριστιανοί, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, που διατηρούν τα ελληνικά και χριστιανικά τους ήθη και έθιμα, όταν δεν τους βλέπει κανείς, καθώς και τα αναρίθμητα πολιτιστικά μνημεία, που αποτελούν πηγή τουριστικού εισοδήματος για τους νέους κατόχους, αφού οι ίδιοι αδυνατούν να δημιουργήσουν τα δικά τους.
Μην ξεγελιόμαστε, σήμερα απέναντί μας ευρίσκεται ο ίδιος λαός, ο οποίος ουδέποτε απέβαλε τα χαρακτηριστικά για τα οποία τον κατηγορεί ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Η σημερινή Τουρκία υπό την νεοοθωμανική εκδοχή της αποτελεί αναμφισβήτητη εθνική απειλή η οποία δεν αποκρύπτει τις επεκτατικές τάσεις της στο Αιγαίο, την Θράκη, την Κύπρο και την Α. Μεσόγειο.
Πέραν της στρατιωτικής απειλής, η Τουρκία προσπαθεί ποικιλοτρόπως να διεισδύσει στη χώρα μας στον θρησκευτικό, οικονομικό, ενεργειακό και πολιτιστικό τομέα.
Βεβαίως, ανεξαρτήτως των γεωπολιτικών και γεωστρατιωτικών εξελίξεων στην περιοχή μας και τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων, αισιοδοξώ στηριζόμενος στη διαχρονική ποιοτική αξία μας ως λαός, παρόλα τα ελαττώματά μας, ότι θα αντιμετωπίσουμε και πάλι τις οποιεσδήποτε προκλήσεις ή απειλές με ομόνοια και με θάρρος, σαν αυτό του Έπους των Βαλκανικών Πολέμων και του ΄40.
Όμως δεν αρκούν τα ευχολόγια, θα πρέπει να το πιστέψουμε και να εργασθούμε για μία Ελλάδα αντάξια του ονόματός της, με ώριμους και ενσυνείδητους πολίτες, πολιτικοποιημένους και όχι κομματικοποιημένους, οι οποίοι θα πρέπει με ξεκάθαρη συνείδηση να εκλέγουμε κατάλληλους ηγέτες, προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων.
Η μοναδικού κάλλους γωνιά αυτή της γης, αναμένει την αφύπνιση των Ελλήνων κατοίκων της, αυτών που γνωρίζουν πάρα πολύ καλά, να την προασπίζουν και να την καθιστούν πηγή ευημερίας, ελευθερίας, ασφάλειας, δικαιοσύνης.
Θα κλείσω αυτό το αφιέρωμα, με το «ταξίδι χιλιάδων προσφύγων» των δικών μας προσφύγων, ένα «ταξίδι», όπως το περιγράφει ο Ηλίας Βενέζης:
«Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γύρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την εμποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας βώλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω από το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς , σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα.
Λίγο χώμα είναι.
Λίγο χώμα από τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντήλι που είναι φυλαγμένο το χώμα.
Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς ,σαν το χαϊδεύουν.
Τα μάτια τους δακρυσμένα ,στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα, λέω. Λίγο χώμα. Γη του τόπου μου».
Αγαπητοί αναγνώστες μπορεί να ζούμε στην Δύση, όμως ανήκουμε στην Ανατολή.