Και έρχομαι τώρα σε ένα περιστατικό των παιδικών μου χρόνων. Και συγκεκριμένα στα μέσα της 10ετίας του 1940.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1944, σε ηλικία 13 ετών, η μάνα μου μού ανέθεσε να πάρω την κατά 3 χρόνια μικρότερη αδελφή μου Μαρία, να ζέψω τα βόδια στο κάρο και να πάμε στο χωράφι μας να κάνουμε τη συγκομιδή του σουσαμιού μας (τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου και ο πατέρας μου είχαν πάει ήδη σε άλλες εργασίες). Η μάνα μου θα ερχόταν κοντά μας, αφού θα τελείωνε κάποιες εργασίες με τα ζώα της οικογένειας.
Μόλις φθάσαμε στο χωράφι με το σουσάμι, τακτοποίησα τα βόδια, δένοντάς τα με ένα σχοινί, αρχίσαμε την εργασία συγκομιδής του σουσαμιού. Δεν πέρασαν ούτε 10 λεπτά και ακούμε έναν βόμβο αεροπλάνων, που μας τράβηξε την προσοχή. Κοιτάμε στον ουρανό και βλέπουμε τρία αργοκίνητα γερμανικά αεροπλάνα, από την πλευρά της Γιουγκοσλαβίας με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Τα χαζεύαμε λίγη ώρα. Ξαφνικά ένας άλλος βόμβος ακούστηκε. Ερχόταν από την πλευρά του Αξιού ποταμού. Ήταν τρία αεροπλάνα καταδιωκτικά, τύπου σπιτφάιρς, Εγγλέζικα. Εντός δευτερολέπτων περιτριγύρισαν τα γερμανικά αεροπλάνα και άρχισαν να τα πολυβολούν. Το ένα έπιασε φωτιά και, κάνοντας κύκλους, έπεσε στο έδαφος. Μου φάνηκε ότι έπεσε μέσα στο χωριό μας, ενώ έπεσε σε απόσταση περίπου 600 μέτρων πιο πέρα. Και νομίζοντάς το βομβαρδιστικό, ενώ απεδείχθη, από το υλικό που είχε, ότι ήταν υγειονομικό, λέγω στην 10χρονη αδελφή μου:
«Μαρία, το αεροπλάνο αυτό θα είναι γεμάτο βόμβες, οι οποίες θα εκραγούν και το χωριό μας θα καταστραφεί».
Ζεύομαι, λοιπόν τα βόδια και φεύγουμε για το χωριό. Εκεί έμαθα πού ακριβώς έπεσε το αεροπλάνο. Τακτοποίησα τα βόδια και έτρεξα στον τόπο, που έπεσε το αεροπλάνο. Εκεί είχαν ήδη συγκεντρωθεί περισσότεροι από τους μισούς συγχωριανούς μου, γύρω στα 400 άτομα. Το θέαμα ήταν φοβερό. Καπνοί και φλόγες από καιόμενα αντικείμενα. Σάρκες, κοιλιές, τεμάχια ποδιών και χεριών, κεφάλια κ.ά. ανθρώπινα κομμάτια σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Εργαλεία χειρουργικά, ψαλίδια, γάζες, επίδεσμοι, πένσες και λογής λογής άλλα υγειονομικά αντικείμενα, σκορπισμένα σ’ όλον τον γύρω χώρο. Εκεί που χτύπησε η άτρακτος είχε ανοιχτεί μια θεόρατη χαβούζα, που, αν έμπαινες μέσα, σε σκέπαζε. Μύγες βούιζαν πάνω στις ματωμένες ανθρώπινες σάρκες. Οι άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν εκεί προσπαθούσαν να πάρουν κανένα εργαλείο. Όμως οι Γερμανοί στρατιώτες, που γρήγορα έφθασαν από τους Ευζώνους, περιέζωσαν τον γύρω χώρο, και κρατώντας αυτόματα όπλα, απειλούσαν τον κόσμο να μην πλησιάσει. Έλεγαν: «Τσερμάνη μάνα, κλάψει, κλάψει, Γκρέκο κλέψει, κλέψει». Τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι, τα λόγια αυτά τα κάναμε σλόγκαν και τα λέγαμε για πολλά χρόνια.
Οι Γερμανοί, αφού μάζεψαν τα ανθρώπινα μέλη και όσα εργαλεία μπόρεσαν, έφυγαν. Έπειτα, η ανθρώπινη μάζα όρμησε στα συντρίμμια του αεροπλάνου και πήρε ό,τι μπόρεσε ο καθένας. Εγώ πήρα μια κουλούρα αλουμινένιο σύρμα. Ίσως κανένα κομμάτι να βρίσκεται ακόμη μέσα σε μια κάσα, που την έχω στο πατρικό σπίτι, ενθύμιο από τα μαθητικά μου χρόνια, μέσα στο οποίο έβαζα τα προς βρώση (πατάτες, κρεμμύδια, τραχανά, πλιγούρι και τα τοιαύτα).
Αυτό το χωράφι, μέσα στο οποίο έπεσε το αεροπλάνο, ήταν ένα από τα χωράφια, που επανειλημμένα νοίκιαζε ο πατέρας μου. Τη χαβούζα, που άνοιξε η άτρακτος του αεροπλάνου, την έκλεισε η οικογένειά μου, με οργώματα και επιχωματώσεις. Όμως η ιστορία του χωραφιού αυτού δεν τελειώνει εδώ. Έχει και συνέχεια:
Την 5η Σεπτεμβρίου του 1955 είχα απολυθεί από το στρατό. Βρισκόμουν στο χωριό και περίμενα το διορισμό μου. Όλες οι εργασίες του φθινοπώρου (σπορά σιτηρών κ.ά.), του χειμώνα (περιποίηση και φροντίδα των ζώων), καθώς και της άνοιξης (σπορά βαμβακιού, καλαμποκιού κ.ά.), αποτελούσαν καθημερινή μου μέριμνα. Τον Ιούνιο του έτους αυτού, όπως και κάθε Ιούνιο, γινόταν χαμός με το θέρος. Ας θυμηθούμε την παροιμία «θέρος, τρύγος, πόλεμος». Σημαίνει ότι οι μεγαλύτερες αναστατώσεις, οι μεγαλύτεροι ξεσηκωμοί των ανθρώπων των χωριών γίνονται τις εποχές αυτές. Αφού, λοιπόν, τελειώσαμε το θερισμό όλων των σπαρμένων με σιτάρι χωραφιών, έμεινε τελευταίο το χωράφι με το αεροπλάνο. Τα στάχυα είχαν ύψος 80 εκατοστά, τα αγκάθια του χωραφιού πάνω από 60 εκατοστά. Πώς να τα θερίσεις με δρεπάνι; Το χωράφι ήταν 10 στρέμματα. Οι θεριστές τρεις: Ο πατέρας μου, η μάνα μου κι εγώ. Σίγουρα θα ήταν το τελευταίο χωράφι, στο οποίο θα θέριζα. Τον επόμενο χρόνο αντίο θέρος και τα τοιαύτα. Ο διορισμός μου ήταν στα πρόθυρα. Ξαφνικά βλέπω μια θεριστική μηχανή. Ήταν σε αρκετή απόσταση. Γρήγορα εξαφανίστηκε. Όμως σε 15’ της ώρα βλέπω μια άλλη. Πέρασε από κοντά μας και τράβηξε λίγο παραπέρα. Άρχισε να θερίζει και να δένει τα δεμάτια σε ένα χωράφι, που απείχε περίπου 400 μέτρα. Πετάω το ψαθάκι, που φορούσα, πετάω και το δρεπάνι στον αέρα και φωνάζω στον πατέρα μου:
«Μπάρμπα Λάζαρε, η ζωή άλλαξε!»
Αυτά τα είπα και ξεκίνησα για τη θεριστική μηχανή. Σε 10’ ήμουν κοντά της. Ρώτησα τον ιδιοκτήτη αν μπορεί να ‘ρθει να μας θερίσει το χωράφι. Δέχτηκε. Σε μία ώρα ήταν κοντά μας. Σε μισή ώρα τα στάχυα ήταν καταγής. Σε μία ώρα, αντί για αθέριστο χωράφι, έβλεπες τέσσερις θημωνιές…
(Το κείμενο είναι παρμένο από το βιβλίο “Μνήμη στις Ρίζες” του συγγραφέα. Το βιβλίο πωλείται. Τηλ. 2310-302476).