Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου 2024, 3:17:04 πμ
Σάββατο, 14 Ιουλίου 2018 22:03

Ιστορίες του χωριού προ 50ετίας (Εν αρχή διετέλεσα και …ποιμήν)

Του Αναστάσιου Αμανατίδη.

ΛΕΖΑΝΤΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: Ορκωμοσία ιατρών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 12.7.1967. Διακρίνονται: Αναστάσιος Αμανατίδης (πάνω με κύκλο). Επίσης οι Κιλκισιώτες: Μαυρόπουλος Γεώργιος ακτινολόγος Θεσσαλονίκης, οι αείμνηστοι: Μαρία Σιδηροπούλου κάτω σειρά τέταρτη από αριστερά και Κώστας Ανδρέας παθολόγος Λάρισας. Ο Γεώργιος Σούρλας μπροστά και δεξιά του Αμανατίδη και ο καθηγητής Αναστάσιος Χρηστομάνος, κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής. Δίπλα του ο Διοικητής της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής.

 

Κλείσαμε ήδη έναν ολόκληρο χρόνο συνεχούς παρουσίας στις στήλες των εφημερίδων Ειδήσεις και Πρωινή του Κιλκίς των προσωπικών μας ενθυμημάτων με θέματα αντλημένα κυρίως από την ιατρική μου δραστηριότητα αλλά και άλλη, πάντως πάντα με τον μανδύα του γιατρού.
Η υποδοχή των αναγνωστών μας, κάνοντας έναν πρόχειρο απολογισμό, κρίνεται ικανοποιητική. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα ποσοστά προτίμησης, περιεχομένου και ύφους των κειμένων, είναι ανάλογα με τις απαιτήσεις και τα γούστα του αναγνωστικού κοινού της μικρής μας κοινωνίας, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε άλλους τομείς των ενδιαφερόντων του. Όπως και στις άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, όπου οι Κιλκισιώτες, με αδρούς δικούς μας υπολογισμούς, κατά ένα ποσοστό 25 με 30% περνούν την ελεύθερη ώρα τους σε καφετέριες και καφενεία, άλλοι τόσοι είναι όσοι εκκλησιάζονται συχνά, 15 με 20% αγαπούν το ποδόσφαιρο και γενικά τα αθλητικά, μια μερίδα ασχολείται με το κυνήγι, άλλοι τόσοι με το περπάτημα και τις εκδρομές, και οι υπόλοιποι έχουν άλλα ενδιαφέροντα, κυρίως γύρω από τα πολιτιστικά, έτσι και οι αναγνώστες μας, άλλοι διαβάζουν ευχάριστα τα ιατρικά περιστατικά, άλλοι αυτά που έχουν να κάνουν με ατάκες και καλαμπούρια, άλλοι, τους αρέσουν τα μικρά και πιπεράτα, ενώ σε άλλους αρέσουν τα μακροσκελή, για τον μεσημβρινό ή τον βραδινό καναπέ, μερικοί διασκεδάζουν με την συμπεριφορά των ασθενών απέναντι στον γιατρό και αντίστροφα, αυτή που έχει να κάνει με την καταγωγή, ή το χωριό προέλευσης, το γλωσσικό ιδίωμα των ασθενών, ενώ αρκετοί ενδιαφέρονται και για τις άλλες, παράλληλες με την ιατρική, δραστηριότητές μας, (αθλητικά – πολιτικά). Εμείς πάντως θα συμφωνήσουμε με τις απόψεις του εκδότη και διευθυντή της εφημερίδας Κώστα Τερζενίδη και του αρχισυντάκτη Θεοφύλακτου Παγλαρίδη, ότι με τα προσωπικά μας ενθυμήματα εκείνο που επιδιώκουμε είναι, όχι να αυτοβιογραφηθούμε, αλλά να μεταφέρομε στους αναγνώστες μας με τα περιστατικά μας, ψηφίδες της μερικής και γενικής εικόνας της κοινωνίας της επαρχίας μας της παρελθούσας πεντηκονταετίας, της οποίας υπήρξαμε ενεργό μέλος, ως ιατρός κατ’ αρχήν και ως αθλητικός και τοπικός αυτοδιοικητικός παράγων αργότερα. Σε αυτή την εικόνα μιας άλλης εποχής αναφέρομαι στο σημερινό μας σημείωμα.
Καλοκαίρι του 1967 και στο χωριό, όπου η οικογένεια Τήμου Αμανατίδη, μακαρίτη πατέρα μας, οι γεωργικές ασχολίες με τον πατροπαράδοτο χειρωνακτικό τρόπο, ( δε φθάσανε ακόμα στα ορεινά τα γεωργικά μηχανήματα), είναι στο φόρτε τους. Οι άνθρωποι του χωριού στους αγρούς από νύχτα σε νύχτα. Πιο απαραίτητοι για τις χειρονακτικές δουλειές οι άνδρες, που όμως αριθμητικά είναι και λιγότεροι, λόγω μετανάστευσης, παρ’ όλο που οι περισσότερες δουλειές του χωριού θέλουν ανδρικά χέρια.
Και πάνω σ’ αυτά, ο μουσουλμάνος τσομπάνης* του χωριού, εγκατέλειψε ‘στα κρύα του λουτρού’ χωριανούς και αγελαία ζώα, παρά πάσα συμφωνία. Οξύ πρόβλημα στην καρδιά του καλοκαιριού προέκυψε στο χωριό. Τα ζωντανά θέλουν άνδρα για ολοήμερη φύλαξη στους βοσκοτόπους του βουνού και τα στάχια θερισμένα με το δρεπάνι απαιτούν ανδρικά χέρια για σφιχτό δέσιμο σε δεμάτια! Θυμός και αγανάκτηση κατά του ανυπόληπτου μουσουλμάνου τσιοπάνου!
Την προηγουμένη τελείωσα τις πτυχιακές εξετάσεις, αφού πέρασα και την Παθολογία, στον διάσημο καθηγητή Βαλτή και σε λίγες ημέρες, στις 12 Ιουλίου 1967, ορκιζόμουν επίσημα γιατρός. Έτσι βρέθηκα μεσ’ την τρελή χαρά, γεμάτος όνειρα και αισιοδοξία κοντά στους δικούς στο χωριό (Μελισσουργιό – Μουζντερέκ του Κιλκίς). Όμως η χαρά της επιτυχούς περάτωσης των σπουδών το καλοκαιρινό εκείνο βράδυ στο χωριό, επισκιάσθηκε με το πρόβλημα των ζωντανών την αυριανή και τις επόμενες ημέρες!
…Θα αναλάβω εγώ το κοπάδι του χωριού, κάπου τριακόσια μεγάλα ζώα, είπα με αυτοπεποίθηση, μέχρι να διευθετηθεί το οξύ πρόβλημα ποίμανσης και φύλαξης των ζωντανών του χωριού, που ανέκυψε… …Αύριο το πρωί θα είμαι έτοιμος, με το ραβδί στο χέρι και τον ντουρβά με την ξηρά τροφή στον ώμο!
Όλοι οι χωριανοί που βρέθηκαν στην πλατεία νωρίς το βράδυ κοιτάχθηκαν συναινετικά! Πήραν βαθειά ανάσα! Τους συγκίνησε η προθυμία μου.
Εγώ που πέρασα ‘μονορούφι’ το Πανεπιστήμιο, (από τους τετρακόσιους πενήντα, που μπήκαμε το 60 – 61, αποφοιτήσαμε, μια κι έξω, το 66 – 67, γύρω στους πενήντα), δεν το θεώρησα καθόλου υποτιμητικό να κάνω τον αγελαδάρη με το πτυχίο στο χέρι για μια - δυο μέρες! Ήμουν είκοσι πέντε χρονών, ‘πετούσα’ από διάθεση και δύναμη και ένοιωθα, ότι δε θα δυσκολευόμουν να κουμαντάρω ήμερες αγελάδες σε γνωστούς από τα παιδικά χρόνια βοσκοτόπους του χωριού, όπου, επί πλέον, θα ανασύρονταν μνήμες από την χωριάτικη ζωή της προηγούμενης δεκαετίας!
Η πρώτη μέρα πέρασε στις απέραντες ημιδασικές εκτάσεις και ρεματιές βορειοανατολικά του χωριού, στα χαμηλά της Κρούσας. Δεν συνάντησα ιδιαίτερες δυσκολίες. Κύλησε η μέρα…
Ένοιωσα όμως άσχημα, έως δύσκολα, το βράδυ μετά την επιστροφή, όταν από τα παράπονα των γειτόνων χωριανών διαπιστώθηκε ότι τα μισά, να πούμε, ζώα, μεγάλα μοσχάρια(γαρκά) και στέρφες (μοζίκας) αγελάδες, μείνανε στο βουνό!
Βγήκαμε σχεδόν όλοι και με φανάρια και φωνές, έως λαρυγγισμούς, ξετρυπώσαμε από τις δροσερές ρεματιές τα απολωλότα ζώα και τέλος καλό όλα καλά.
Την άλλη μέρα οδήγησα την αγέλη, για όσους γνωρίζουν την τοπογραφία του χωριού Μελισσουργείου, στις βατές και αρκετά γυμνές πλαγιές του χαμηλού ορεινού συγκροτήματος προς την πλευρά του Αναβρυτού, νότια και απέναντι του συνοικισμού μας. Διατηρούσα οπτική επαφή με τα περισσότερα ζώα, πράγμα που μου έδινε το δικαίωμα να περάσω την ζεστή ημέρα του Ιουλίου στις δροσερές λιμνούλες του ρέματος – ποταμιού (παραπόταμο του Γαλλικού) χαμηλά, σχεδόν μέχρι το απόγευμα.
Όταν αποφάσισα να μαζέψω το κοπάδι, τι να δω! Τα μισά και περισσότερα ζώα, ιδίως τα αρσενικά, διέλυσαν κυριολεκτικά μια θημωνιά σε θερισμένο χωράφι του Αναβρυτού, που δεν φαινόταν από το δροσερό ποτάμι που ήμουνα, ούτε φυσικά ήξερα ότι υπήρχαν καλλιέργειες σε βοσκήσιμες εκτάσεις, αλλά αυτό δεν με εξιλέωνε! Ένας μάλιστα γιγαντόσωμος ταύρος, είχε πάρει, σαν σε λάφυρο, ένα δεμάτι από στάχυα στα κέρατα και ‘χόρευε την επιτυχία του’!
Μάζεψα, γρήγορα – γρήγορα τα αλαφιασμένα ζωντανά και πριν να δύσει ο ήλιος σήμανα επιστροφή, αναλογιζόμενος τη ζημιά και τις συνέπειες, με την ειλημμένη απόφαση να δηλώσω στους ανύποπτους χωριανούς παραίτηση από μεθαύριο.
Την τρίτη και τελευταία ημέρα, οι χωριανοί σε κοινή συμφωνία με ‘απόλυσαν’ και συμφώνησαν φύλαξη με σειρά, ανά δύο ζώα, μία ημέρα ο κάθε υπόχρεος. Εγώ με την ‘απόλυση στο χέρι’ οδήγησα το κακομαθημένο κοπάδι ανατολικά προς τα σύνορα του Παροχθίου και με την κτηθείσα εμπειρία, ήμουν προσεκτικότερος χωρίς απώλειες αυτή τη φορά!
Η είδηση δεν είναι, ότι με το πτυχίο του ιατρού, διετέλεσα και ποιμένας, βοσκός αγελάδων, και μάλιστα χωρίς επιτυχία. Η είδηση ήρθε την επόμενη ημέρα και ήταν επώδυνη για τον διάδοχό μου. Εγώ κατέβηκα στο Κιλκίς για να ενδιαφερθώ για τα στρατολογικά μου, ως όφειλα μετά την αποπεράτωση των σπουδών μου. Γιατί ο επόμενος γείτονας, που ανέλαβε την συνέχεια της διαποίμανσης του κοπαδιού του χωριού, ο φτωχός αλλά καλός Θέφος (Θεόφιλος Αθανασιάδης, ο κουφός), μακαρίτης τώρα από χρόνια, επέλεξε να οδηγήσει την αγέλη στην σιγουριά των πλαγιών, χαμηλά του γειτονικού Βουρλάν (Αναβρυτού). Τα ζώα όμως, εθισμένα και ακολουθώντας την προηγουμένη δική μου πεπατημένη, εγκαταστάθηκαν από νωρίς στο υπόλοιπο της ξένης θημωνιάς, όπου όμως ειδοποιηθείς, φύλαγε καραούλι ο αγροφύλακας του Αναβρυτού! Ο καημένος ο Θέφος πιάστηκε στα πράσα και η ζημιά δε χωρούσε καμιά δικαιολογία. Έμαθα αργότερα, εγώ ήμουν ήδη στο στρατό, ότι στο μεταβατικό δικαστήριο του Κάτω Θεοδωρακίου όπου παραπέμφθηκε, του καταλογίσθηκε ζημιά κάπου εκατό κιλά σιτάρι. Ο φτωχός Θέφος, παλιός τσομπάνης, δέχτηκε την απόφαση αδιαμαρτύρητα.
Πολύ αργότερα, όταν ήδη βρισκόμουν, όπως είπα, στο στρατό, έμαθα για το πρόστιμο του γείτονα και προσφέρθηκα, δια του πατέρα, να αναλάβω το μερίδιό μου. Όμως ο φτωχός και κουφός, αλλά περήφανος γείτονας Θέφος, κατά κόσμο Θεόφιλος Αθανασιάδης, αρνήθηκε με συγκίνηση! Κέρδισε όμως την παντοτινή εκτίμησή μου, που συνεχίζεται ακόμη στα πρόσωπα της οικογένειάς του, όσες φορές συναντιόμαστε και τα λέμε, όταν ανεβαίνουμε στο ‘απογυμνωμένο’ πλέον χωριό.
• Μουσουλμάνος τσομπάνης: Υπήρξε εποχή κυρίως μετά το 1960 κατά την οποία οι χωρικοί της επαρχίας μας κάλυπταν με αντιμισθία τις ανάγκες της φύλαξης των ζώων τους με μουσουλμάνους από την Δυτική Θράκη, γιατί εκτός που η μετανάστευση απορρόφησε τον περισσότερο (και πτωχό) ανδρικό πληθυσμό, θεωρούνταν ως εργασία υποβαθμισμένη και υποτιμητική για τους ημετέρους. Όπως άλλωστε γίνεται σήμερα με μετανάστες από την γειτονική Αλβανία.
Κιλκίς Ιούλιος 2018