Ζήλεψα τα πάντα. Ο φίλος μου, μοναχογιός, είχε δικό του ξεχωριστό δωμάτιο που ήταν το βασίλειό του. Μοιραία γίνονταν στο μυαλουδάκι μου οι συγκρίσεις με το δικό μου πατρικό σπίτι. Ένα χαμηλό φτωχικό σπίτι με ένα υπνοδωμάτιο που κοιμόμουν με τους γονείς μου και ένα στενό σαλονάκι που κοιμόταν η αδελφή μου. Κολλημένο στο σπίτι μας το καφενείο του πατέρα μου. Μια μικρή αυλίτσα με μια ταλαιπωρημένη βερικοκιά στα κλαδιά της οποίας σε μια διχάλα ξάπλωνα και έκανα όνειρα. Οι γονείς μου, ρυτιδιασμένοι πρόωρα από τις δυσκολίες της ζωής, πάλευαν στο καφενείο, στα χωράφια και στους μπαξέδες να αναστήσουν εμένα και την αδελφή μου. Οι συγκρίσεις καταλυτικές. «Γιατί Θεέ μου, σκεφτόμουν, να μη γεννηθώ κι εγώ από τέτοιους γονείς σε τέτοιο σπίτι; Να απολαμβάνω όλα αυτά που απολαμβάνει ο φίλος μου;».
Ήρθε η ώρα να φύγω και με την ψυχή μου μαύρη γύρισα στο σπίτι μου. Μόλις μπήκα μέσα ήρθε στη μύτη μου η μυρωδιά από τα κεφτεδάκια που έφτιαχνε η μητέρα μου. Με πήρε στην αγκαλιά της και απόλαυσα τη γλύκα που μόνο η μάνα, η δική μου μάνα απέπνεε. Δίπλα, η εικόνα της αγαπημένης μου αδελφής να διαβάζει τα μαθήματά της για το γυμνάσιο. Σε λίγο φάνηκε η σκια του λατρεμένου μου πατέρα που με αγκάλιασε και η μυρωδιά του καφενείου που ανέδινε, μου φάνηκε το πιο ακριβό άρωμα του κόσμου. Δάκρυσα.
-Κλαις παιδί μου; άκουσα τη φωνή του πατέρα μου.
-Όχι μπαμπά, κάτι μπήκε στο μάτι μου.
Κι όμως, έκλαιγα επειδή απαρνήθηκα έστω και για λίγο την οικογένειά μου. Δεν ήθελα πια άλλους γονείς πλούσιους και καλοντυμένους αλλά τους ΔΙΚΟΥΣ ΜΟΥ. Δεν ήθελα το πλουσιόσπιτο του φίλου μου αλλά το φτωχόσπιτο που γεννήθηκα γιατί ήταν το ΔΙΚΟ ΜΟΥ.
Βγήκα στην αυλίτσα μας που μου φάνηκε παράδεισος. Ανέβηκα στη βερικοκιά μας, ξάπλωσα στη διχάλα των κλαδιών της και ένιωσα μια υπέροχη μελωδία να με συνεπαίρνει. ‘’Σπιτάκι μου σ’ αγαπώ, πατέρα, μητέρα, αδελφή μου σας λατρεύω και δεν θέλω τίποτα άλλο στη ζωή μου’’.
Τα χρόνια πέρασαν. Έγινα δάσκαλος και διορίστηκα στο Κιλκίς. Ήρθα για να μείνω ένα-δυο χρόνια και φέτος συμπληρώνω σαράντα χρόνια στη μικρή μας πόλη που την αγάπησα όσο και την πρώτη μου πατρίδα. Οι διάφοροι πολιτιστικοί φορείς στους οποίους συμμετέχω, διοργανώνουν κατά καιρούς εκδρομές σε διάφορες πόλεις της πατρίδας μας. Σχολιάζω κι εγώ με τους φίλους μου:
-Υπέροχος ο Βόλος, η παραλία του, τα τσιπουράδικα, το Πήλιο με τα όμορφα χωριά του. Τυχεροί οι Βολιώτες. Να μην έχουμε κι εμείς θάλασσα στο Κιλκίς, να μην έχουμε πράσινο, πάρκα με νερά…άστα βράστα… μας καταδίκασε ο Θεός.
-Πανέμορφη η Καβάλα. Τυχεροί οι Καβαλιώτες. Κι εμείς να ζούμε στο Κιλκίς, στο άσχημο Κιλκίς που δεν μας προσφέρει τίποτα. Αδικία.
Κι έρχεται η ώρα της επιστροφής. Και φθάνει το λεωφορείο στην Κρηστώνα. Και μας έρχονται οι μυρωδιές της φτωχής μας πόλης όπως τότε, με τα κεφτεδάκια της μάνας μου. Και αντικρίζουμε την αγαπημένη μας πλατεία Ειρήνης, το Ζωοπάζαρο, το Σαλάτς, τα Κιολαλήδικα, τα Στενημαχιώτικα, τον Αη Γιώργη να μας στεφανώνει από ψηλά και η μικρή μας πόλη φαντάζει σαν ένα όνειρο γιατί είναι Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ αυτή που κουβαλάει τις μνήμες μας, τα συναισθήματά μας, ολάκερη την ύπαρξή μας και την λατρεύουμε όπως είναι.
Καλός ο Βόλος, υπέροχη η Καβάλα, μαγευτικό το Ναύπλιο αλλά … ΣΑΝ ΤΟ ΚΙΛΚΙΣ, ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΚΙΛΚΙΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ…
Τετάρτη, 14 Νοεμβρίου 2018 21:52
Κιλκίς - Η μικρή αγαπημένη μας πόλη
Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης, Δάσκαλος.
Εκεί, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60, στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, δεκάχρονο παιδάκι βρέθηκα για πρώτη φορά στο σπίτι ενός συμμαθητή και φίλου μου που με κάλεσε για να παίξουμε.
Έπαθα την πλάκα μου. Ένα διώροφο σπίτι με εσωτερική σκάλα, πολυτελή έπιπλα, μπαλκόνια και πολλές πολλές ανέσεις. Έξω, μια μεγάλη αυλή με λογιών λογιών δέντρα και λουλούδια. Οι γονείς του καλοζωισμένοι και καλοντυμένοι με υποδέχθηκαν με εγκαρδιότητα. Η μητέρα του μας έφερε υπέροχους μεζέδες και γλυκά και μας άφησε να παίξουμε.