Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2024, 1:04:56 πμ
Τρίτη, 30 Ιανουαρίου 2024 09:23

«Μισό κι λίγου παρακάτ΄». Θρακιώτικη πίτα ή μήπως Θρακιώτικο ανέκδοτο;

Γράφει ο Αναστάσιος Γιοβανούδης

 

Έτσι έκανε ο Γιωρίκας, αλλιώς είπε ο Πανίκας, πονηρή η Συμέλα, οι Πόντιοι καθημερινά μας βομβαρδίζουν με τα μοναδικά τους ανέκδοτά που κάνουν εμάς, τους Θρακιώτες, να νοιώθουμε άβολα και μειονεκτικά, λες και εμείς δεν έχουμε Γιώργηδες Τριανταφυλλιές και Χρυσούλες.

-Στα δύσκολα τα χρόνια, που όλα ήταν λιγοστά, η λέλιου (θεία) Τριανταφυλλιά, εξοικονόμησε μια γκούρντα (κομμάτι) τυρί, αλεύρι είχε, λίγο λίπος από το γουρούνι που έσφαξαν τα Χριστούγεννα υπήρχε και αποφάσισε να κάνει, αντί για μεσημεριανό φαγητό,  μια πίτα.

Άνδρας της ήταν ο νταής (μπάρμπα) Γιώργης ο Μάγγανος, καλός, χρυσός, αλλά απαιτούσε όλα του σπιτιού και προ παντός τα οικονομικά, να τα έχει υπό πλήρη και απόλυτο έλεγχο.

-Χρυσούλα, είπε η Τριανταφυλλιά η γυναίκα του, στη μεγάλη την κόρη τους, να πας σ΄Νικόλα του μαγαζί, να βρείς  τουν μπαμπάκας, να τουν  πείς ότι δα κάμου πίτα κι να τουν ρουτί(σ)εις, πόσα αυγά να βάου.

Τροχάδην και χαρούμενη η Χρυσούλα, που σε λίγο θα έτρωγε τραγανή, ξεροψημένη, λαχταριστή πίτα, έφτασε στο καφενείο, ανέβηκε τα σκαλιά, άνοιξε και στάθηκε λαχανιασμένη στην πόρτα. Με τα μαύρα, μεγάλα και πανέξυπνα μάτια της, κοίταξε τους θαμώνες και στο βάθος, στην γωνία, είδε τον πατέρα της να κάθετε και να χουρατέβ΄ (κουβεντιάζει) με το νταή (θείο) το Μήτσο.

Αμέσως φώναξε καθαρά και δυνατά, από την πόρτα:

-Μπαμπάκα, είπι η μάνα μ΄, ότι δα φκιάς  πίτα κι μι σάλτσι να συ ρουτήσου κι να μη πείς, πόσα αυγά να βάλ΄;

Σηκώθηκε όρθιος ο Γιώργης, να τον δουν όλοι στο καφενείο, πήρε αρχοντικό ύφος και λέει, όλος καμάρι ο χουβαρντάς:

-Χρυσούλα, πει τ΄ μάνα σ΄, να βάλ΄  δυό και δείχνει με τα δύο δάχτυλα του χεριού, ώστε να δουν, να ακούσουν και να μάθουν όλοι στο καφενείο, ότι στο σπίτι του θα κάνουν πίτα, αλλά τί πίτα, με μπόλκα (μπόλικα) αυγά.

Αμέσως η Χρυσούλα κλείνει  την πόρτα και φεύγει προς το πηγάδι τ Ίανάκ, όπου ήταν το σπίτι τους, αλλά και ο Γιώργης σβέλτα-σβέλτα φθάνει στην πόρτα, βγαίνει έξω, ξανακλείνει την πόρτα και φωνάζει, προς τη Χρυσούλα, χαμηλόφωνα, σιγανά και συνωμοτικά, μην ακούσει κανείς άλλος και δείχνει και με το δείκτη του δεξιού χεριού ένα και συγχρόνως με το δείκτη του αριστερού χεριού να κόβει το ένα στη μέση, ώστε να γίνει απολύτως κατανοητό από το παιδί.

-Χρυσούλα, πει τ΄ μάνα σ΄  να βάλ΄ μισό αυγό, άκσεις; Μισό κι λίγου παρακάτ΄, μισόοοοο κι λίγου παρακάτ΄, μισόοοοοοοο κι λίγου παρακάτ΄, κατάλαβις, παρακάτ΄ ΄που του μισό.

Είπαμε να κάνουμε πίτα, αλλά μην ξοδέψουμε και ολόκληρη περιουσία, μη ξοδέψουμε και μιας κουσαριάς (κλώσας) τα αυγά!!!!