Γράφει η Έλλη Φρεγγίδου, Ψυχολόγος
Τι είναι αυτό που κάνει άραγε τους ανθρώπους να γίνονται πιο συμπονετικοί τις γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων;
Είναι μήπως η βαθύτερη ανάγκη μας να απαλλαγούμε από τις όποιες μικρότητες, δίνοντας τον αγώνα μας για τη σωτηρία της ψυχής μας ή η ενοχική μας διάθεση για τη δική μας ευημερία μέσα σε έναν κόσμο που ταλανίζεται από τη φτώχεια και τις κοινωνικές ανισότητες;
Έχω καταφύγει σε αυτό το ερώτημα, όλες αυτές τις φορές, που κρατώ τα γιορτινά μου ψώνια και περνώ μπροστά από έναν επαίτη που στέκει σε μια γιορτινή και λαμπερή βιτρίνα ενός εμπορικού καταστήματος.
Νομίζω πως η φιλεσπλαχνία μας, η επιθυμία για μετάνοια και συγχώρεση αλλά και η φιλανθρωπική μας διάθεση προϋποθέτουν μια εσωτερική και μακρά διεργασία για τα κίνητρα και τις προθέσεις των πράξεών μας.
Γιατί, λοιπόν, επιλέγω τα Χριστούγεννα για να στείλω ένα δέμα σε μια οικογένεια που στερείται τα προς το ζην; Γιατί επισκέπτομαι τώρα συχνότερα τους γονείς μου στο σπίτι τους; Γιατί συγχωρώ (αν ασφαλώς το πράττω) με μεγαλύτερη μεγαλοψυχία όσους με πλήγωσαν; Γιατί περνώ περισσότερο χρόνο με τα παιδιά και την οικογένειά μου;
Η πιο σπουδαία μάχη των ανθρώπων είναι για μένα αυτή με την υποκρισία.
Την υποκρισία που, συχνά, μπορεί να εδράζεται στα γιορτινά οικογενειακά τραπέζια, στα σταυρωτά φιλήματα των ημερών, στις αμετροεπείς χειραψίες των πολιτικών και στα αναρίθμητα χαμόγελα μέσα σε μια κοινωνία μοναχικών διαδρομών και παράλληλων μονολόγων.
Είμαστε, όμως, όλοι μας υποκριτές;
Δεν είμαστε αν δεν θέλουμε να γίνουμε. Αν με ειλικρίνεια και καθαρή ψυχή, πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον. Αν φροντίσουμε λίγο παραπάνω το «είμαι» από το «φαίνομαι».
Δεν θεωρώ πως υπάρχει «φύσει κακός» άνθρωπος. Όλοι έχουμε μέσα μας την καλοσύνη και την ανάγκη να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Η πορεία της ζωής, τα προσωπικά μας βιώματα, οι πονετικές μας ιστορίες, πολλές φορές, πλάθουν μια «τραχιά ψυχή», που στην πραγματικά αποτελεί φορτίο για εμάς και για την προσωπική μας εξέλιξη.
Αν έχουμε, λοιπόν, κάτι να κατακτήσουμε τα φετινά Χριστούγεννα, ίσως είναι αυτή ακριβώς η ειλικρίνεια, η άδολη αγάπη, το γνήσιο ενδιαφέρον και το μεγαλείο της συγχώρεσης, όταν αυτή δεν πηγάζει από ιδιοτελή συμφέροντα και ποταπά κίνητρα.
Έχουμε να κατακτήσουμε αυτό το tabula rasa της βρεφικής μας ψυχής, την ώρα της δικής μας γέννησης.
Το τίμημα της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας είναι, ασφαλώς, βαρύ και απαιτεί πραγματική αντοχή, καθώς αποτελεί, σχεδόν πάντοτε, ένα βαθύ ναρκισσιστικό πλήγμα.
Η θρησκεία, η πολιτική, η τέχνη και η ψυχολογία έχουν μια κοινή βάση, όσο κι αν αντιμετωπίζονται, πολλές φορές, με μια έντονη δυσπιστία: την αγάπη για τον άνθρωπο.
Οι άνθρωποι μπορεί να δώσαμε μια άλλη χροιά στις διαστάσεις που αυτές υπηρετούν, μα μπορούμε να φτιάξουμε ξανά έναν κόσμο που να μας χωράει όλους.
Τα Χριστούγεννα είναι μια ευκαιρία.
Μια ευκαιρία να γεννηθεί ξανά ο Άνθρωπος μέσα μας.
Μια ευκαιρία να μοιραστούμε τον κόσμο που μας αναλογεί.
Αυτός ο «Άγιος της Ποίησης», ο Τάσος Λειβαδίτης, με την ταπεινότητα που τον διέκρινε, χάρισε στην ανθρωπότητα το ποίημα «Επίλογος» (από την ποιητική συλλογή Ανακάλυψη, 1978, εκδ. Κέδρος), το οποίο εύχομαι να γίνει φάρος για τα φετινά αλλά και για κάθε επόμενα Χριστούγεννα της ύπαρξής μας:
«…Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.
Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.
Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
[……….]
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.»