Τα μέτρα στην εποχή της τρόικας έμπαιναν με το καντάρι, ερήμην των ελληνικών κυβερνήσεων, και η επιστροφή της ζωής μας με το γραμμάριο, με τη διαφορά πως στο σήμερα ο πολίτης αναμένει ουσία και όχι επικοινωνία, ακριβώς γιατί μάτωσε τα τελευταία χρόνια και αναμένει πλέον η ανάπτυξη να γίνει εμφανής στην καθημερινότητά του.
Φτάνοντας, λοιπόν, στη ΔΕΘ ακούσαμε πολλά, κυρίως, χειροκροτήματα σε μία ομιλία, που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα τηλεπωλήσεων, όπου μετά από κάθε προϊόν ακολουθούν οι ηχογραφημένες επευφημίες. Προτιμότερο θα ήταν να έπαιρνε κάποιες συμβουλές από τον Υπουργό της ακροδεξιάς πτέρυγας, την οποία συνεχώς τιμά. Ο λόγος του Πρωθυπουργού ακολουθούσε την ίδια τακτική, το έλασσον να παρουσιάζεται ως μείζον αναζητώντας την οπαδική τύπου επιβεβαίωση, θυμίζοντας παλιές εποχές του πιο σκοτεινού και ανελεύθερου παρελθόντος.
Απευθυνόμενος σε νέους επέλεξε το θεαθήναι και όχι το είναι. Αγνοώντας το παράδειγμα άλλων χωρών, αρνείται πεισματικά να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Αντί να ενισχύσει την αγοραστική δύναμη, καθώς ο εργαζόμενος που θα πάρει περισσότερα, θα αφήσει τα χρήματα του εδώ και όχι στην Ελβετία, ανακοίνωσε 1.200 ευρώ για έξι μήνες για τους νέους ηλικίας έως 29 ετών, χωρίς προϋπηρεσία και πρόσληψη με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, εκ των οποίων τα 600 ευρώ κατευθύνονται προς τον εργοδότη και τα 600 ευρώ για τον εργαζόμενο (100 ευρώ τον μήνα για τη μείωση του μισθολογικού κόστους και 100 ευρώ για τον νέο ή τη νέα). Για εργασία μερικής απασχόλησης αντιστοιχεί το 50% της πλήρους, δηλαδή το ήμισυ του ποσού.
Μετά τους 6 μήνες παραπέμπει τον νέο στην επόμενη ΔΕΘ. Επιδοτεί το πρώτο ένσημο, χωρίς να μας πει πώς σκοπεύει να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά του. Αγνοεί επιδεικτικά τη μαύρη εργασία, που χαρακτηρίζεται ως ύβρη για τον πολιτισμό των πολλών και καταφύγιο της κερδοσκοπίας των λίγων. Ταυτόχρονα, όμως, παρουσιάζει μείωση της ανεργίας στο ακροατήριο του αύριο, επενδύοντας στην προεκλογική ελπίδα και όχι στη συνεχή θεραπεία, που σημαίνει αύξηση του κατώτατου μισθού, ελεγκτικοί μηχανισμοί για το ένσημο και επαναφορά του δικαιώματος στις νέες και τους νέους να ονειρεύονται και να σχεδιάζουν.
Από την άλλη πλευρά, μοίρασε GB στις ηλικίες 15-17 για όσους εμβολιαστούν. Οι νέοι δεν έχουν ανάγκη από GB αλλά από καλύτερες συνθήκες παιδείας και εργασίας σε πρώτη φάση. Έχουν ανάγκη από έγκυρη ενημέρωση σχετικά με την πανδημία σε κάθε σχολείο, πανεπιστήμιο και κάθε άλλη εκπαιδευτική δομή. Μία προοδευτική διακυβέρνηση θα αναγνώριζε τη δική της ευθύνη να πληροφορεί ορθά τους πολίτες και να γνωστοποιεί τα νέα δεδομένα για την υγειονομική κατάσταση, έτσι ώστε να μην αποδεικνύεται πως μόνο με τιμωρητικά ή μέσα φτηνής εξαγοράς επιδιώκει να πείσει για τον εμβολιασμό την ελληνική κοινωνία, και τους νέους της χώρας.
Ο κ. Μητσοτάκης, ορμώμενος από τη χαμηλή δημοσκοπική επιρροή του κόμματός του στις μικρές ηλικίες και μετά από το άσχημο κλίμα του καλοκαιριού, εξαιτίας της πανδημίας και των πυρκαγιών, κατέφυγε στη δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας των διατεταγμένων νεανικών χειροκροτημάτων της πρώτης σειράς μιας ομιλίας. Μια τακτική που τη συναντάμε μόνο σε παλιές αφηγήσεις μεγαλυτέρων για αλήστου μνήμης ζοφερές εποχές, όταν το φοβισμένο χαμόγελο του «ευεργετούμενου» έδειχνε ότι ήξερε τη δύσκολη συνέχεια μετά την αποχώρηση του φωτογράφου. Το καίριο, από όλα αυτά, είναι πως η ιδεοληψία του σε συνδυασμό με την αλαζονική του αντιμετώπιση απέναντι στα προβλήματα των νέων, βάζουν ακόμα ένα λιθαράκι στις αιτίες αποστροφής των νέων από την πολιτική.