Στην περίοδο του Μεσοπολέμου κυρίαρχη διχοτομία ήταν Βασιλόφρονες και Βενιζελικοί, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκε η εμφυλιοπολεμική πόλωση των Εθνικοφρόνων και Κομμουνιστών, και από τη Μεταπολίτευση του 1974 κυριαρχεί η τυπολογία Δεξιοί και Αριστεροί.
Μετά τις κοσμογονικές αλλαγές του 1989 και την οικουμενικότητα των προβλημάτων, τουλάχιστον στο οικονομικό πεδίο, θόλωσε η διαφορά μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, πράγμα που οδήγησε πολλούς διακόνους της πολιτικής φιλοσοφίας να ομιλούν για το τέλος των ιδεολογιών.
Ο κοινωνικός ζόφος, που προκάλεσε η πρόσφατη, και μη εισέτι παρελθούσα, οικονομική κρίση, οδήγησε την ελληνική κοινωνία σε αναθεωρήσεις και κομματικές επανατοποθετήσεις, με ριζοσπαστικοποίηση και ακτιβισμό.
Γεννήματα της μαζικής ριζοσπαστικοποίησης είναι η απελευθέρωση από στερεοτυπικές εκλογικές συμπεριφορές, κοινωνικές συμβάσεις και διαπροσωπικές δεσμεύσεις. Οι χώροι καθημερινής συγκέντρωσης για χαλάρωση και ψυχαγωγία, όπου η ψήφος του καθενός είναι αντικείμενο δημόσιας συζήτησης ή απολογίας, έχασαν τον ανασταλτικό τους ρόλο, εξαιτίας της απελευθέρωσης που προσφέρει η κοινή αγανάκτηση.
Αποτέλεσμα, η θόλωση των διαχωριστικών γραμμών και η εναγώνια αναζήτηση της ελπίδας με κριτήρια, όχι υποχρεωτικά ερειδόμενα σε ιδεολογικά προτάγματα κομμάτων. Αυτό οδήγησε στην εκλογική ανακάλυψη της Αριστεράς και την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ηγεμονική δύναμη του χώρου, φτάνοντας μέχρι την ανάθεση σε αυτόν της κυβερνητικής ευθύνης σε δυο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, παρά τις όποιες παλινωδίες και διαψεύσεις.
Σήμερα, μετά από δυο χρόνια νεοδημοκρατικής κυβερνητικής θητείας, τα δημοσκοπικά φωτογραφικά ευρήματα της στιγμής δείχνουν ότι σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος επανέρχεται στο ιστορικό κομματικό θερμοκήπιο του καθενός. Που σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ απώλεσε την εμπιστοσύνη που απλόχερα του έδωσε δυο φορές ο Έλληνας ψηφοφόρος το 2015. Μόνο που η εμπιστοσύνη εκείνη είχε δοκιμαστικό χαρακτήρα, ένα οιονεί εκλογικό δάνειο, με τα μάτια και την ψυχή να υπόσχονται την επιστροφή στη χθεσινή κομματική κοίτη με την παραμικρή διάψευση ή ολιγωρία από τον νέο ένοικο του Μαξίμου. Τουτέστιν, επιστροφή στα «σίγουρα» και τα δοκιμασμένα που μάθαμε να ακούμε για δεκαετίες. Τα λάθη της ΝΔ σήμερα αντιμετωπίζονται με επιείκεια, σε αντίθεση με εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι σαν κατάθεση απολογητικού υπομνήματος στον ανακριτή της προσωπικής μας ιστορίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει την ενίοτε αδικαιολόγητα σκληρή κριτική του μεταμεληθέντος χθεσινού ψηφοφόρου του, οφείλει ταυτόχρονα να μην αποστεί του θεσμικού του ρόλου να αναδεικνύει κυβερνητικά ανομήματα και να προασπίζει τον πολίτη από φαύλες και αλαζονικές συμπεριφορές των διοικούντων.
Μη διεκδικώντας την ιδιότητα του επαΐοντος, αλλά επικαλούμενος την αγωνία του απλού πολίτη, αποτολμώ την άποψη.
Ο δημόσιος λόγος των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να αναδεικνύει την πολιτική μας διαφορά με τη ΝΔ, θεωρώντας την ως αφετηρία και όχι ως περιττό ιστορικό μηρυκασμό. Η αφετηριακή αναφορά της ιδεολογίας σε συνδυασμό με το επιχείρημα του εκάστοτε επίδικου, προϋποθέτει θεωρητική γνώση του χώρου, αποτρέπει τη ρηχότητα της ημιμάθειας, προάγει το επιχείρημα του νηφάλιου διαλόγου, μειώνει τον οπαδικό φανατισμό, απαντά πειστικά στην ανιστόρητη άποψη του τέλους των ιδεολογιών, και απελευθερώνει τη σκέψη του πολίτη από προπαγανδιστικές απολιθώσεις άλλων εποχών.
Ας το προσπαθήσουμε, για την Πολιτική και τους Πολίτες.