Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024, 4:08:50 μμ
Τρίτη, 16 Ιουνίου 2020 14:25

Οι πανελλαδικές είναι ένα πυροτέχνημα που στις ψυχές των μαθητών ακούγεται σαν τουφεκιά

Γράφει ο Στέφανος Παραστατίδης, Γραμματέα Οργανωτικού Κινήματος Αλλαγής.

Σήμερα ξεκινά η διαδικασία των Πανελλαδικών Εξετάσεων, όπου χιλιάδες υποψήφιοι μπαίνουν στην τελική ευθεία για την είσοδό τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

 

Οι επόμενες ημέρες έχουν τον χαρακτήρα πλέι οφ: Δεκάδες χιλιάδες εξεταζόμενοι θα παίξουν σε τέσσερις αγωνιστικές το μέλλον τους. Δεν έχει σημασία αν ήταν καλοί μαθητές ή όχι μέχρι τώρα, δεν έχει σημασία ποιες δεξιότητες έχουν αναπτύξει. Αυτό που μετρά είναι να κερδίσουν αυτές τις τέσσερις αγωνιστικές για να πάρουν το προσωπικό τους πρωτάθλημα, εισερχόμενοι σε μία σχολή “υψηλής ζήτησης και κύρους”, αποφεύγοντας τον υποβιβασμό.

Η σημερινή ημέρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ευκαιρία αναστοχασμού του θεσμού των πανελλαδικών εξετάσεων και με αφορμή αυτών την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Αρχικά, ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων αποτυπώνει μία διπλή αποτυχία του κράτους: Αφενός της ύπαρξης ενός ολοκληρωμένου σχολικού προσανατολισμού που βοηθά τους μαθητές να βρουν τις κλίσεις και να διαμορφώσουν τις προτιμήσεις τους. Αφετέρου, της έλλειψης εμπιστοσύνης προς το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο στο να επιλέξει με τα δικά του κριτήρια τους υποψηφίους που θέλει.

Ως κοινωνία και πολιτικό σύστημα έχουμε “τοτεμοποιήσει” τις πανελλαδικές εξετάσεις. Ίσως είμαστε από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που επιφυλάσσουμε ξεχωριστή δημοσιότητα γι αυτές, ίσως είμαστε η μοναδική χώρα που επιφυλάσσει ξεχωριστό σχολιασμό για τη δυσκολία των θεμάτων που έπεσαν. Παράλληλα με την τοτεμοποίηση, ως ελληνική κοινωνία και πολιτικό σύστημα έχουμε αναλώσει τόση μεγάλη ποσότητα πόρων, έχουμε επενδύσει τόσα πολλά στο λάθος, εντάσσοντας το ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικότητάς μας.

Το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων, είτε ο αριθμός των πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων είναι 4, όπως σήμερα, είτε 14 όπως ήταν πριν από 20 χρόνια, είναι ένα αναχρονιστικό σύστημα και αναντίστοιχο με την εκπαίδευση του 21ου αιώνα. Όχι μόνο καταπιέζουν τη δημιουργικότητα των νέων ανθρώπων, όχι μόνο ενισχύει και διευρύνει τις ανισότητες, όχι μόνο υποκαθιστά την ικανότητα με την τυχαιότητα, αλλά αποστειρώνει τη μάθηση και τη δημιουργική σκέψη.

Ναι, οι πανελλαδικές εξετάσεις πέτυχαν το στοίχημα του αδιάβλητου. Σε αντίθεση με τη γνώριμή μας συνήθεια, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει το αδιάβλητο των πανελλαδικών εξετάσεων. Αυτό όμως που μπορεί να αμφισβητηθεί έντονα είναι η χρησιμότητά τους.

Ένα εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να συνδυάζει τα στοιχεία της αξιοκρατίας, της κοινωνικής κινητικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Πρέπει να αφήνει χώρο στον μαθητή να αναπτύξει την προσωπικότητά του, να διευρύνει το πεδίο των ερεθισμάτων και των γνώσεών του, να του εξασφαλίζει τους πόρους εκείνους για να καταστεί ελεύθερος και ίσος πολίτης.

Αντ’ αυτού όμως εξακολουθούμε και διατηρούμε τον θεσμό των πανελλαδικών εξετάσεων, διότι φοβόμαστε το τι θα γίνει την επόμενη μέρα που θα πάψει θα υπάρχει, διότι πολύ απλά φοβόμαστε να μιλήσουμε με πειστικό τρόπο για τις εναλλακτικές που υπάρχουν. Διότι έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε βραχυπρόθεσμα και όχι μακροπρόθεσμα, έχουμε μάθει να μην έχουμε υπομονή και όραμα, στοιχεία απαραίτητα για την εκπαίδευση του αύριο.

Και γι αυτό δεν ευθύνονται μονάχα οι πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά και η κατάσταση το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Δεν έχουμε καταλήξει ακόμη τι πανεπιστήμια θέλουμε, πόσα πανεπιστήμια θέλουμε και από ποιους και πώς θέλουμε να διοικούνται. Δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στα ακαδημαϊκά ιδρύματα να αποφασίσουν εκείνα πόσους φοιτητές θα δέχονται κάθε χρονιά. Στο τελευταίο νομοσχέδιο για την παιδεία που ψηφίστηκε από την Βουλή των Ελλήνων, δώσαμε ιδεολογική μάχη για το εάν πρέπει να εξετάζονται πανελλαδικά ή όχι τα λατινικά ή η κοινωνιολογία, αν πρέπει να υπάρχει ή όχι η Τράπεζα Θεμάτων, αν πρέπει ή όχι να γίνει επαναφορά της διαγωγής στο απολυτήριο του λυκείου, ζητήματα εν μέρει σημαντικά, αλλά όχι αυτά που πρέπει να απασχολούν πρώτιστα την διάρθρωση και τον σκοπό της εκπαίδευσης τη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Η εκπαίδευση είναι κατεξοχήν ο μηχανισμός εκείνος που εμπέδωσε την κοινωνική κινητικότητα, δίνοντας την ευκαιρία σε μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα να διεκδικήσουν και να πετύχουν την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποκτώντας με αυτό το τρόπο εκείνες τις δεξιότητες που τους εξασφαλίζουν την ατομική αυτοπραγμάτωση, αλλά και τις επαγγελματικές ευκαιρίες ανέλιξης και προόδου.

Όμως έχει η έρθει η ώρα να πάμε τη συζήτηση ένα βήμα παρακάτω και να βάλουμε στο τραπέζι γενναίες προτάσεις για την αναβάθμιση της παιδείας. Το εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας δεν αποτελεί απλά έναν καθρέφτη κοινωνικών διεργασιών, οικονομικών συσχετισμών και πολιτικών προτεραιοτήτων, αλλά την ταυτότητα εκείνη, το διαβατήριο που απαιτείται για τη συμμετοχή στα δρώμενα της παγκοσμιοποίησης. Η συνύπαρξη και η συνεργασία των χωρών στο νέο παγκόσμιο διασυνδεδεμένο περιβάλλον δεν μπορεί να γίνει μονάχα με όρους εμπορικούς και οικονομικούς. Οι κοινωνίες χρειάζονται την εκπαίδευση για να προσαρμοστούν στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής εξέλιξης, χρειάζεται περισσότερο από ποτέ για να δημιουργήσει όχι μόνο καταρτισμένους επαγγελματίες, αλλά και ενημερωμένους πολίτες, που κατανοούν τον κόσμο και δεν ανοίγουν πόλεμο σε αυτόν. Οικονομικοί εθνικισμοί, κοινωνικοί ρατσισμοί, φυλετικοί διαχωρισμοί αναπτύσσονται εκεί που η εκπαίδευση υποχωρεί κι αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.

Είναι στενάχωρο ως κοινωνία να μην έχουμε συμφωνήσει στο τι πανεπιστήμια θέλουμε. Είναι δυσάρεστο η ανώτατη παιδεία να διαρρυθμίζεται ανάλογα με τις ορέξεις και τις προτεραιότητες όχι της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά του εκάστοτε υπουργού.

Δυστυχώς ως πολιτεία δεν έχουμε σκεφτεί την χειραφέτηση και αποκέντρωση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο μεταθέτοντας ευθύνες και αρμοδιότητες στις τοπικές κοινωνίες. Παράλληλα το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο φαντάζει πολλές φορές εγκλωβισμένο σε ανταγωνισμούς μεταξύ κλειστών συστημάτων που κρύβονται πίσω από το αυτοδιοίκητο και εξαρτημένο από τον κρατικό έλεγχο που ασκείται από το Υπουργείο Παιδείας σε επίπεδο χρηματοδότησης και προσλήψεων διδακτικού προσωπικού. Το κράτος δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του για να κατανείμει τους υποψηφίους, το κράτος δεν εμπιστεύεται τα πανεπιστήμια για το πώς θα τους απορροφήσει.

Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να ανακυκλώνεται συνεχώς, δεν γίνεται κάθε λίγο και λιγάκι να συζητάμε για το πόσα μαθήματα θα εξετάζονται ή πόσα πανεπιστήμια θα ιδρύονται ή θα καταργούνται. Απαιτείται δημόσιος διάλογος για μία ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για την παιδεία, με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον και όχι προς το παρελθόν, με όρους χειραφέτησης, αποκέντρωσης και εμπιστοσύνης. Αν μένεις προσκολλημένος στα διλήμματα του παρελθόντος, τότε δεν έχει κανένα πρακτικό νόημα να θέτει ορόσημα για το μέλλον. Το μέλλον της παιδείας μπορεί να εξασφαλίσει και το μέλλον των παιδιών μας.