Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024, 8:47:44 μμ
Κυριακή, 02 Ιουνίου 2024 14:42

Θ. Βαφειάδης: Οι υφαντές και οι υφάντρες του Κιλκίς από τα τέλη του 18ου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης, τοπογράφος, συγγραφέας.

Παρότι έχουμε ευρωεκλογές σε μια εβδομάδα και το αναμενόμενο θα ήταν να ασχοληθώ με αυτές αποφάσισα να γράψω για ένα ασυνήθιστο θέμα και καθόλου «πιασάρικο» κατά το κοινώς λεγόμενον. Και το έκανα έχοντας την πεποίθηση ότι αξία δεν έχουν μόνο τα δημοφιλή και εντυπωσιακά αλλά και τα ζητήματα που λανθασμένα θεωρούνται ως ήσσονος σημασίας και γι’ αυτό αγνοήθηκαν ή μελετήθηκαν ελάχιστα και ως εκ τούτου η ιστορική και η κοινωνιολογική έρευνα θα έπρεπε να ρίξει άπλετο φως πάνω τους.

Δεν έχω, βέβαια, αυταπάτες για την υποδοχή από το αναγνωστικό κοινό καθώς στις μέρες μας ενθουσιώδους υποδοχής τυγχάνουν άλλα πρόσωπα, ζώα ή πράγματα, όπως το τετράποδο πολιτικού αρχηγού που καταχειροκροτήθηκε και αποθεώθηκε προ ολίγων ημερών στον πεζόδρομο της 25ης Μαρτίου.

Την περίοδο της τουρκοκρατίας, λοιπόν, η υφαντουργική δραστηριότητα αφορούσε κυρίως το γυναικείο πληθυσμό, αφού στις συνθήκες αυτοκαταναλωτικής κοινωνίας που επικρατούσαν τότε η υφαντική αποτελούσε ιδανική απασχόληση για τις γυναίκες. Η υφάντρια της εποχής αυτής κατασκεύαζε και επεξεργαζόταν η ίδια τις πρώτες ύλες είτε εκτρέφοντας μεταξοσκώληκες είτε καλλιεργώντας βαμβάκι ή λινάρι. Ύφαινε για να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειας της και ένα μέρος των υφασμάτων το αντάλλασε με είδη εμπορίου που διακινούσαν γυρολόγοι πραματευτάδες ή το πουλούσε μέσω του συζύγου της στις εμποροπανηγύρεις. Η ύφανση γινόταν με οριζόντιους αργαλειούς, η λειτουργία των οποίων στηριζόταν στην κάθετη διασταύρωση νημάτων. Τα νήματα μεγάλου μήκους, αποτελούσαν το «στημόνι», το οποίο τοποθετούνταν κατά μήκος του υφάσματος, ενώ το νήμα που διασταυρώνονταν κάθετα με τα νήματα στημονιού ονομαζόταν «υφάδι» και τοποθετούνταν κατά πλάτος του υφάσματος. Το υφάδι στερεωνόταν στην σαΐτα και περνούσε από τα στημόνια τα οποία και ανοίγονταν ισομετρικά με το χτένι και με τις πατήθρες, τις οποίες κινούσε ανάλογα η υφάντρια με τα πόδια της.

Τα συνηθέστερα είδη ύφανσης σε χειροκίνητους αργαλειούς ήταν το μονό πανί και το διπλό πανί ή «δίμιτο». Μονή ύφανση είχαν τα απλά βαμβακερά πανιά για ασπρόρουχα, τα σεντόνια, τα πουκάμισα, τα μαντήλια, τα κιλίμια, οι κάπες των τσοπάνων. Διπλά γίνονταν διάφορα μάλλινα σκουτιά, ο σαγιάς και το σαγιάκι με το οποίο κατασκευάζονταν οι ενδυμασίες των αγροτών ανδρών και γυναικών, τα ζωνάρια τους, οι τορβάδες, τα στρωσίδια (βελέντζες).

Από τα τέλη του 18ου αι. η υφαντουργία και η νηματουργία είχαν αναπτυχθεί σημαντικά στο Κιλκίς και μέχρι τα μέσα του 19ου αι., σύμφωνα με βουλγαρικές πηγές, μόνο στην πόλη δούλευαν περισσότεροι από 300 αργαλειούς ενώ ένας σημαντικός αριθμός υπήρχε και στα χωριά της περιοχής του Κιλκίς με τους περισσότερους να εντοπίζονται στο Κάτω Θεοδωράκι. Οι επαγγελματίες υφαντές του Κιλκίς δούλευαν συνήθως κατά παραγγελία και με υλικά που τους προμήθευαν οι πελάτες τους ή αγόραζαν από χωρικούς της περιοχής. Για να κατασκευάσουν ένα τόπι «αμπά» χρειάζονταν από 2,8 έως 3,4 οκάδες μαλλί και κέρδιζαν από 2,2-4 γρόσια στο τόπι. Οι πρώτες ύλες, το μαλλί, το βαμβάκι, το μετάξι, παραγόταν σε μεγάλες ποσότητες στην περιοχή μας και μεταποιούνταν σε υφάσματα και νήματα.

Το πρώτο μισό του 19ου αι. το Κιλκίς παρήγαγε μαζικά αλατζάδες, αμπάδες και μπασμάδες, που ήταν περιζήτητοι. Ο «αλατζάς» ήταν μεταξωτό ή βαμβακερό ύφασμα, που χρησίμευε για μακριά ανδρικά και γυναικεία φορέματα που φοριούνταν πολύ. Είχαν μεταξωτό το στημόνι και βαμβακερό το υφάδι και πωλούνταν σε διάφορα χρώματα. Ο «αμπάς» ήταν χονδροειδές μάλλινο ύφασμα και ο «μπασμάς» λευκό ύφασμα πάνω στο οποίο τυπώνονταν σχέδια.

Τα υφάσματα που κατασκευάζονταν στο Κιλκίς αγοράζονταν από υφασματέμπορους και πωλούνταν ακόμη και σε μακρινές αγορές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι υφασματέμποροι αυτοί επισκέπτονταν τις αγορές της Δυτικής Μακεδονίας (Μοναστήρι, Οχρίδα, Στρούγκα), της Αλβανίας, της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Ταυτόχρονα, έμποροι από αυτές τις μακρινές περιοχές έρχονταν στο Κιλκίς για να αγοράσουν υφάσματα και νήματα.

Στα μέσα του 19ου αι. η τεράστια εισροή δυτικών βιομηχανικών προϊόντων εκτόπισε αυτόματα την ντόπια παραγωγή. Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος έγραψε σχετικά: «Στην ανταγωνιστική πάλη με τα βιομηχανικά προϊόντα της ευρωπαϊκής και αμερικανικής βιομηχανίας, τα οποία υπερτερούσαν στην εξωτερική εμφάνιση, στην ποιότητα και στη φθηνή τιμή από τα αντίστοιχα προϊόντα της ντόπιας παραγωγής, η εγχώρια οικονομία δέχθηκε ισχυρότατο πλήγμα. Έτσι π.χ στο τέλος της έκτης δεκαετίας του 19ου αι. άρχισε να εισάγεται στη Μακεδονία λινό πανί από την Αμερική με αποτέλεσμα να σταματήσουν την εργασία τους οι υφαντάδες του Κιλκίς». (Οικονομική λειτουργία του μακεδονικού και θρακικού χώρου στα μέσα του 19ου αιώνα στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου, 1980).

Με την πλήρη παρακμή της υφαντουργίας οι έμποροι υφασμάτων και άλλοι πλούσιοι κάτοικοι του Κιλκίς διοχέτευσαν τα κεφάλαια τους στην παραγωγή σησαμέλαιου, στο εμπόριο σιτηρών, δερμάτων ή αγόρασαν γη. Στο Κιλκίς το σουσάμι καθιερώθηκε ως δεύτερη καλλιέργεια μετά το κριθάρι και το σιτάρι ενώ στη δεκαετία του 1860, λειτουργούσαν έντεκα σησαμελαιοτριβεία, με τη βιοτεχνική αυτή δραστηριότητα να παίρνει τη θέση της παρηκμασμένης πλέον υφαντουργίας.

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.