Το βασικό του εργαλείο ήταν η «λανάρα» ένα εργαλείο χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο, με το οποίο ξαινόταν (καθαριζόταν) και κτενιζόταν το μαλλί. Στην εμπορική εγκυκλοπαίδεια των αρχών του 19ου αι. «Κερδώος Ερμής» το λανάρι αναφέρεται ως «εργαλείον ξύλινον με οδόντας σιδηρούς μακρείς, χρήσιμον δια κτενισμόν των μαλλίων των προβάτων δια να γένουν Τολύπαι δια νήσιμον. Παράγεται από του, Λάνα, Λατινικού, σημαίνοντος μαλλί».
Η μηχανοκίνητη λανάρα αποτελούνταν από μια τραπεζοειδή συσκευή, στην οποία ήταν προσαρμοσμένοι κύλινδροι εφοδιασμένοι με ατσάλινες βελόνες. Οι μεταπολεμικές λανάρες ήταν ηλεκτροκίνητες και αποτελούνταν από έναν μεγάλο κύλινδρο διαμέτρου 80 εκ. και μήκους τουλάχιστον 1 μέτρου και 9 μικρότερους κυλίνδρους διαφορετικών διατομών, από 5-15 εκ, που περιστρεφόταν ευρισκόμενοι σε απόσταση ελάχιστων χιλιοστών ο ένας από τον άλλο.
Ο λαναράς τοποθετούσε αρχικά το μαλλί στον «λύκο» για να το ανοίξει. Ο λύκος ήταν ένα εργαλείο που το αποτελούσαν ένας κυλινδρικός οδοντωτός τροχός που περιστρεφόταν με μεγάλη ταχύτητα. Πάνω από τον τροχό βρισκόταν ξύλινη ή μεταλλική χοάνη στην οποία έμπαινε το μαλλί και προωθούνταν προς τον τροχό.
Μετά από αυτήν την πρώτη επεξεργασία το μαλλί πήγαινε στη λανάρα. Το μαλλί ριχνόταν σε έναν κυλιόμενο ψάθινο διάδρομο και περνούσε διαδοχικά ανάμεσα από τους κυλίνδρους. Εξερχόμενο από το μεγάλο κύλινδρο περνούσε από ένα οδοντωτό παραλληλόγραμμο χτένι που εκτελούσε παλμικές κινήσεις και τυλιγόταν στον τελευταίο κύλινδρο που ήταν κατασκευασμένος από ξύλινα πηχάκια που άφηναν ένα κενό μεταξύ τους. Εκεί το καθαρισμένο πλέον και κτενισμένο μαλλί έπαιρνε τη μορφή ισοπαχούς λωρίδας, η οποία ονομαζόταν «τουλούπα». Μόλις μαζευόταν μια ποσότητα βάρους περίπου 1 κιλού ο λαναράς περνώντας το ψαλίδι μέσα από τα κενά που άφηναν τα πηχάκια την έκοβε και την προωθούσε στην δεύτερη λανάρα λίγο διαφορετική από την πρώτη που ονομαζόταν «φυτιλιέρα». Από τη φυτιλιέρα έβγαινε χοντρό νήμα πάχους 1-5 χιλιοστών ανάλογα με τη χρήση για την οποία προοριζόταν. Τα φυτίλια έβγαιναν σε 15 ή περισσότερες παράλληλες γραμμές και τυλιγόταν σε ένα περιστρεφόμενο ξύλινο άξονα που υπήρχε στο τέλος της φυτιλιέρας. Σε επαφή με αυτόν υπήρχε ένα άλλο ξύλο μεγαλύτερης διατομής που περιστρεφόταν με αντίθετη φορά και η επιφάνεια του είχε οριζόντιες αυλακώσεις. Τα φυτίλια τυλιγόταν στο πρώτο ξύλο και μόλις αποκτούσαν το κατάλληλο πάχος ο λαναράς τα συγκέντρωνε στην παλάμη του και τα έκοβε. Στη συνέχεια αφαιρούσε το ξύλο, αποσπούσε τα φιτίλια και επανατοποθετούσε με γρήγορες κινήσεις το ξύλο στη φυτιλιέρα που δεν σταματούσε τη λειτουργία της. Με το μάζεμα το φυτιλιών τελείωνε η εργασία του λαναρά.
Σε τακτά χρονικά διαστήματα ο λαναράς καθάριζε με μια μεταλλική βούρτσα τις βελόνες των κυλίνδρων στις οποίες συγκρατούνταν ακαθαρσίες προερχόμενες από τα μαλλιά. Επίσης τις ακόνιζε και τις αντικαθιστούσε όταν φθειρόταν ή έσπαζαν.
Η δουλειά του λαναρά ήταν επίπονη, αφού δούλευε όρθιος και μέσα στην σκόνη, και απαιτούσε ταχύτητα και επιδεξιότητα. Μπορούσε να επεξεργαστεί 10 κιλά μαλλιού ανά ώρα, ενώ η αμοιβή του καθοριζόταν με το κιλό επεξεργασμένου μαλλιού. Το καθαρό μαλλί ήταν κατά 15% περίπου λιγότερο από το ανεπεξέργαστο που του είχε φέρει ο πελάτης. Η περίοδος αιχμής ξεκινούσε το φθινόπωρο και τελείωνε τα Χριστούγεννα. Τους υπόλοιπους μήνες δούλευε λίγο. Ο εξοπλισμός του εργαστηρίου του ήταν αρκετά ακριβός.
Όσον αφορά τους λαναράδες της πόλης μας στα δημοτικά αρχεία του 1916 συναντούμε τον Βασίλειο Λαναρά, από τους πρώτους κατοίκους που είχαν έρθει από τη Στρώμνιτσα το 1913. Την τέχνη αυτή, στην οποία οφειλόταν το επώνυμο του, την είχε μάθει από τον πατέρα του Κώστα ενώ το εργαστήριο του επί της 21ης Ιουνίου λειτούργησε μέχρι το 1944.
Σε εμπορικό οδηγό του 1938 αναφέρεται ο Αναστάσιος Ουστάμπασης και ο Νικόλαος Τσιταμίδης. Ο Αναστάσιος Ουστάμπασης σύμφωνα με πληροφορίες της οικογένειας του, ήρθε από τη Θράκη το 1914. Το καροποιείο και λαναριστήριο βρισκόταν επί της 21ης Ιουνίου και σε διαφήμιση της εποχής αναφέρεται ως «εργοστάσιον καρροποιίας, επεξεργασίας ερίου και βάμβακος». Ήταν οικογενειακή επιχείρηση και απασχολούσε επιπλέον δυο εργάτες. Από το 1955 λειτούργησε σαν κλωστήριο. Το 1957 ανέλαβε ο γιος του Σταύρος μέχρι το 1962 που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη κάνοντας την ίδια δουλειά. Είχε δυο λανάρες, φιτιλιέρα και το εκκοκκιστήριο. Το εκκοκκιστήριο ήταν ιδιαίτερος χώρος κλειστός όπου ξεχωριζόταν το βαμβάκι από το σπόρο. Ο παραγωγός έπαιρνε το σπόρο για ζωοτροφές και φυσικά το βαμβάκι.
Άλλοι λαναράδες ήταν ο Στάθης Διαμαντακίδης που είχε το λαναριστήριο στην οδό Τσιρογιάννη από το 1956 και ο Γεώργιος Σαββόπουλος, ο πατέρας του φίλου μου του Γιάννη, που το λαναριστήριο του βρισκόταν επί της οδού Β. Ρώτα.
(Στον υπέροχο φίλο μου Γιάννη Σαββόπουλο).
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.