«Παρ’ ημίν εις το αρχαίον καπηλείον αντιστοιχεί η ταβέρνα και οινομαγειρείον καλουμένη, ήτις είναι υπόγειον συνήθως κατάστημα, απλουστάτης επιπλώσεως άνευ ευπρεπούς καν εσωτερικής διακοσμήσεως, και όπου ελκύει θαμώνας εκ των λαϊκών τάξεων ως επί το πλείστον κυρίως η καλή ποιότης του οίνου, η ειδικότης εις ορισμένα εδέσματα ουχ’ ήττον δε και η ευθυνία. Εκ διαθέσεως επιδεικτικής εις περιόδους συρμού, φέρεται εις τοιούτα κέντρα και κόσμος εκ της ανωτέρας τάξεως». Αυτή ακριβώς την εικόνα είχαν και οι παλιές ταβέρνες του Κιλκίς, που μπορεί να μην ήταν διάσημες σαν «Τα κούτσουρα του Δαλαμάγκα», «Του Τζίμη του Χοντρού» ή την «Ταβέρνα των λεχριτών» που αποθανατίστηκαν στο λαϊκό τραγούδι, υπήρξαν όμως τα τοπικά «θεραπευτήρια της μελαγχολίας», καθώς τα βάσανα και οι καημοί καταπνίγονταν με τις σπονδές στο Βάκχο, που ενίοτε είχαν τη μορφή κατακλυσμού ακατάσχετου … κοκκινελιού.
Ο μικρός, συνήθως, χώρος της παλιάς ταβέρνας ήταν οργανωμένος έτσι ώστε να προσφέρει φαγητό, πιοτό και κυρίως μουσική, αλλά δε διέθετε πάλκο ή πίστα. Πίστα διέθεταν τα πιο «καθώς πρέπει» κέντρα διασκεδάσεως, όπως ο «Κήπος» που είχε μια μικρή πίστα χορού, η οποία όμως ήταν ακριβώς δίπλα σε μια χαβούζα και έτσι κάποιοι από τους μερακλήδες του βαλς αν παρασύρονταν από τη μαγεία του χορού παραπατούσαν και έπεφταν μέσα. Στις ταβέρνες, λοιπόν, αν ένας πελάτης ήθελε να φέρει τις βόλτες του παραμέριζαν μια δυο καρέκλες για να χορέψει κι αυτός ο χώρος ήταν αρκετός αφού, όπως γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος, «οι παλιοί χορευτές ήσαν ικανοί να χορεύουν σ’ ένα τετραγωνικό μέτρο». Κι όχι μόνο χόρευαν επιδέξια αλλά χόρευαν και με πάθος, όπως έγραφε ο αείμνηστος Κώστας Λαχάς: «Θυμάμαι νέους στο Κιλκίς να χορεύουν πάρα πολύ ωραία. Γλεντούσαν οι άνθρωποι και για τα χρόνια που έχασαν. Γλεντούσαν, παρά τις δυσκολίες, απ’ όσο λεν οι μεγαλύτεροι, και στα πιο δύσκολα χρόνια, ακόμα και άνθρωποι που ήταν καταδικασμένοι και σίγουρα το επόμενο πρωί θα οδηγούνταν στην εκτέλεση. Άκουσα από άνθρωπο, ο οποίος τελικά δεν εκτελέστηκε, ότι την προηγούμενη βραδιά μάθαινε χορό, γιατί δεν πρόλαβε σα νέος να μάθει να χορεύει!!!»
Τα τραπέζια της ταβέρνας ήταν ξύλινα και γυμνά χωρίς τραπεζομάντηλο ή με τραπεζομάντηλο από μουσαμά. Αργότερα καθιερώθηκαν τα υφασμάτινα καρό τραπεζομάντηλα που πάνω στην κατάστικτη από λεκέδες λαδιού και κρασιού επιφάνειά τους έβαζαν μια κόλα χασαπόχαρτο, ποτήρια ξύλινα, πήλινα ή γυάλινα και μαχαιροπήρουνα που σπανίως χρησιμοποιούνταν, αφού τα δάχτυλα προσδίδουν καλύτερη γεύση στους μεζέδες.
Χαρακτηριστικό τέτοιο κουτουκάκι στα Στενημαχήτικα ήταν του Απόστολου Πίτσαρα από το 1925, που είχε 5 τραπέζια και 15 σταθερούς πελάτες, όλους σχεδόν αλκοολικούς που κοιμόταν πάνω στα τραπέζια μέχρι τα ξημερώματα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, με τα αποτσίγαρα και τα κρασιά χυμένα καταγής, με το μαγκάλι να ντουμανιάζει από τις ρέγκες και τις «τσούσκες» και τα ρούχα να θέλουν πλύσιμο από τη βαριά οσμή της νικοτίνης και του κρασιού που είχε κολλήσει πάνω τους. Τα κρασιά, μαύρο, λευκό, ρετσινάτο, ήταν σε βαρέλια στο υπόγειο, όπου κατέβαινε ο κάπελας και γέμιζε την νταμιτζάνα. Το κρασί που έφτιαχνε ο ίδιος από καθαρό παμίδι, λένε, ότι ήταν τόσο καλό που μπορούσες δήθεν να πιεις 10 κιλά χωρίς να μεθύσεις. Και φυσικά ήταν φθηνά γιατί, και τότε όπως και τώρα, χρήματα δεν υπήρχαν κι έτσι μπορούσες να πιεις ένα ούζο με δυο δεκάρες ή έπαιρνες 3 κρασιά με μια δραχμή και αν δε το σήκωνες «γινόσουν σκόνη» και σιγοτραγούδαγες «εσύ κοιμάσαι με τη μαμά σου κι εγώ γυρίζω στη γειτονιά σου». Άλλωστε η πεμπτουσία της ταβέρνας ήταν να γίνεις «φέσι» παραγγέλνοντας συνεχώς μισή οκά, ήτοι 200 δράμια θαυματουργού υγρού συνοδεία ρέγκας, τσίρου, κρεμμυδιού και ενίοτε σπληνάντερου, διότι όπως λέει και το γνωστό ρητό «τα αγαθά κούπαις κτώνται» και μάλιστα χωρίς κίνδυνο, αφού «από το νερό πνίγηκαν πολλοί, από το κρασί κανένας».
Το ζήτημα για τους οινόφλυγες, όπως τους αποκαλούσαν οι λόγιοι της εποχής, ήταν να καταφέρουν μετά την κρασοκατάνυξη, έστω και τρεκλίζοντας, να βρουν το δρόμο για το σπίτι τους. Διότι διάφορα εμπόδια και απρόοπτα μπορούσαν να προκύψουν, όπως αυτό που συνέβη σε γνωστό Στενημαχίτη – ονόματα μη λέμε – που σκάλωσε το σακάκι του στη συρματοπερίφραξη της Τσακαμάκαινας και αυτός μέσα στη θολούρα του νόμισε ότι κάποιοι τον κρατάνε και φώναζε απεγνωσμένα μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα: «Αφήστι μι γαμώτ’, σπίτι μ’ πααίνω!». Αλλά και στο σπίτι όταν έφθαναν μόνο με ανοικτάς αγκάλας δεν τους περίμενε η συμβία τους, η οποία σε τίποτε δε θύμιζε την ομηρική Πηνελόπη που ανέμενε υπομονετικά την επιστροφή του Οδυσσέα. Υπήρχαν βέβαια και οι εξαιρέσεις, οι γυναίκες που σκέφτονταν πιο πρακτικά, όπως η καθαρίστρια του αστυνομικού καταστήματος στην Καπέτα, που συνέλαβαν τον άντρα της ντίρλα για διατάραξη κοινής ησυχίας. Όταν ο Διοικητής της πρότεινε να τον βγάλει από το κρατητήριο αυτή του απάντησε: «Άσ’ τον μέσα μέχρι το απόγευμα για να ξεμεθύσει κυρ αστυνόμε. Τι να τον κάνω έτσι που είναι; Να μπλέκεται στα φουστάνια μου;»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.