Ας ξεκινήσουμε επισημαίνοντας ότι, πολλές φορές, οι άνθρωποι αδυνατούν να συλλάβουν τις αλλαγές που συμβαίνουν στην εποχή τους-ακόμη και στην προσωπική τους ζωή-γιατί, απλά, έχουν συνηθίσει να θεωρούν κάποια κατάσταση ως δεδομένη και έτσι, από κεκτημένη ταχύτητα, συνεχίζουν να σκέφτονται με τον παλιό τρόπο και δεν αντιλαμβάνονται την αλλαγή των συνθηκών.
Ως έναν βαθμό αυτό συμβαίνει όσον αφορά τις αντιλήψεις μας για την Αμερική, για την οικονομική και στρατιωτική της ισχύ, καθώς και τη βούληση και αποφασιστικότητα της ηγεσίας και της κοινωνίας της.
Η Αμερική εξακολουθεί, φυσικά, να είναι η χώρα με το μεγαλύτερο ΑΕΠ και τις πιο αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις παγκοσμίως. Ωστόσο, κάτι έχει αλλάξει. Δεν είναι πια αυτό που ήταν.
α) Καταρχάς, η οικονομική ισχύς της υπερδύναμης έχει υποχωρήσει σχετικά στον παγκόσμιο καταμερισμό. Ενδεικτικά, ενώ το 1950 το αμερικανικό ΑΕΠ αντιπροσώπευε το 40% του παγκόσμιου, σήμερα είναι ζήτημα αν αντιπροσωπεύει το 18%. Εξάλλου, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει φτάσει σε ύψος χωρίς ιστορικό προηγούμενο (περίπου 100% του ΑΕΠ, ίσως και παραπάνω). Βέβαια, η διεθνής οικονομική αξιοπιστία των ΗΠΑ δεν αμφισβητείται από τις αγορές, αλλά για πόσο είναι βιώσιμη μια κατάσταση στην οποία η υπερδύναμη του πλανήτη είναι τόσο χρεωμένη; Οι εν δυνάμει παρενέργειες στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα μπορούσαν να είναι πολύ σοβαρές για την παγκόσμια οικονομία και ήδη συζητώνται.
β) Η μείωση της σχετικής της ισχύος είναι μία από τις αιτίες που η Αμερική, όπως επισήμανα στο προηγούμενο άρθρο μου, αδυνατεί να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τους δύο μείζονες αντιπάλους της στην Ευρασία, την Κίνα και τη Ρωσία. Γι' αυτό εκτιμώ ότι διεξάγει έναν ασυμβίβαστο αγώνα κατά του Πούτιν, με σκοπό να τον ρίξει από την εξουσία της Ρωσίας, ώστε, κατόπιν, να μπορέσει απερίσπαστη να αφοσιωθεί στον κύριο αντίπαλο, που είναι η Κίνα.
γ) Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα των ΗΠΑ δεν είναι η μείωση της οικονομικής τους ισχύος. Η μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια αμερικανική πρωτοκαθεδρία δεν προέρχεται ούτε από τα οικονομικά προβλήματα της υπερδύναμης ούτε από την άνοδο της Κίνας. Προέρχεται από το εσωτερικό της χώρας. Από την αμερικανική κοινωνία.
Ανέκαθεν η αμερικανική κοινωνία χαρακτηριζόταν από ατομικισμό, υλισμό και καταναλωτισμό. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κοινωνία που δεν έχει την τάση να πιστεύει σε ''μεγάλα αφηγήματα'', σε ''μεγάλα οράματα'' και γενικώς σε ιδεολογίες που απαιτούν συλλογικό πνεύμα. Με λίγα λόγια, η κοινωνία της αυτοκρατορικής Αμερικής είναι ελάχιστα αυτοκρατορική. Δυνάμεις με παγκόσμιο αυτοκρατορικό ρόλο, όπως οι ΗΠΑ, απαιτούν από τους πολίτες τους δεσμεύσεις και θυσίες που μια ατομικιστική και ευδαιμονική κοινωνία δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί σε βάθος χρόνου. Αυτές οι ιδιότητες της αμερικανικής κοινωνίας εν μέρει αποκρύφθηκαν και συμπιέστηκαν από το 1940 μέχρι το 1990 λόγω της εμπλοκής της χώρας στον β' παγκόσμιο και κατόπιν στον ψυχρό πόλεμο, δηλαδή σε καταστάσεις που απαιτούσαν μαζική κινητοποίηση και εγρήγορση. Μετά την πτώση όμως της Σοβιετικής Ένωσης, ελλείψει ενός μεγάλου εχθρού, ο ατομικισμός και ο υλικός ευδαιμονισμός επανήλθαν στην επιφάνεια. Το πρόβλημα, λοιπόν, έγκειται στο ότι, ενώ η αμερικανική ηγεσία επιδιώκει τη συνέχιση των παγκόσμιων δεσμεύσεων των ΗΠΑ, ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας δεν δείχνει ενθουσιασμό για αυτή την ιδέα. Δεν αποδέχεται, δηλαδή, τον ρόλο της Αμερικής ως παγκόσμιου χωροφύλακα. Σε μία μόνο μεγάλη ιδέα πιστεύουν οι Αμερικανοί: την ''μοναδικότητα της Αμερικής'', ως φάρου, υποτίθεται, ελευθερίας και δημοκρατίας. Αυτή η πίστη, όμως, οδηγεί στον απομονωτισμό, που είναι άλλη μια διαχρονική τάση της κοινωνίας των ΗΠΑ όσον αφορά τις διεθνείς υποθέσεις. Η νίκη του Τραμπ στις εκλογές του 2016 είναι άκρως ενδεικτική.
δ) Συναφές με τα παραπάνω είναι και κάτι άλλο, πολύ σοβαρό, που έχει αναδειχθεί ιδίως τα τελευταία χρόνια: ο πρωτοφανής διχασμός που επικρατεί στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας. Ενδεικτικά: σχεδόν το μισό εκλογικό σώμα της χώρας πιστεύει ότι στις τελευταίες προεδρικές εκλογές (2020) έγινε νοθεία και, συνεπώς, ότι ο σημερινός πρόεδρος δεν διαθέτει νομιμότητα. Το χάσμα που χωρίζει τις δύο σημαντικότερες παρατάξεις (Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους) είναι μεγαλύτερο από ποτέ στα χρονικά, και φτάνει στα όρια της απέχθειας για οποιονδήποτε συμβιβασμό. Απουσία συνεννόησης σε όλα σχεδόν τα μεγάλα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, πράγμα ασυνήθιστο την περίοδο, π.χ, του ψυχρού πολέμου. Ο Τραμπ, λοιπόν, δεν ήταν ένα ξαφνικό και απροσδόκητο φαινόμενο. Εξέφρασε μια υπάρχουσα κατάσταση. Γι' αυτό, άλλωστε, ο πρώην πρόεδρος παραμένει στο προσκήνιο και, όπως δείχνουν οι περισσότερες μετρήσεις, θα μπορούσε να διεκδικήσει με αξιώσεις τη νίκη στις προεδρικές εκλογές του 2024. Και μόνον αυτό τα λέει όλα για τον διχασμό που ταλαιπωρεί την αμερικανική κοινωνία. Και αυτόν τον διχασμό τον βλέπουν και τον καταγράφουν τόσο οι φίλοι όσο και οι εχθροί των ΗΠΑ. Οι πρώτοι προβληματίζονται και ανησυχούν, οι δεύτεροι (Κίνα, Ρωσία, Τουρκία, Ιράν κ.ά.) αισθάνονται, για πρώτη φορά εδώ και πολύν καιρό, μια ευχάριστη έκπληξη.
ε) Όπως σημείωσα και στο τελευταίο μου άρθρο της 23ης Ιανουαρίου, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι ο στενότερος σύμμαχος των ΗΠΑ, η Ε.Ε., παρουσιάζει πλέον τάσεις αποδέσμευσης. Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες που καταβάλλονται να φανεί ότι ΗΠΑ και Ευρώπη μιλούν με μία και ενιαία φωνή ως ''Δυτικός Κόσμος'', είναι εμφανές ότι υπάρχουν ρωγμές, αποκλίσεις. Ιδιαίτερα η Γερμανία δεν θέλει να τα σπάσει ούτε με τη Ρωσία ούτε με την Κίνα. Η Ε.Ε. αρνείται να παρασυρθεί σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο με τη Μόσχα ή το Πεκίνο. Φανταστείτε έναν κόσμο όπου οι σημαντικότεροι παίκτες της Ευρασίας – η Ε.Ε., η Ρωσία και η Κίνα - θα συνεννοούνταν και θα προχωρούσαν σε στενές σχέσεις και συμμαχίες μεταξύ τους. Το σενάριο είναι βέβαια πολύ λίγο πιθανό, αλλά υπάρχουν πολλές φωνές που το ζητούν, ενώ στο παρελθόν δεν υπήρχαν. Σε μια τέτοια περίπτωση, η παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ θα τερματιζόταν γρήγορα και απότομα, για το καλό ή το κακό της ανθρωπότητας.
στ) Κοινός παρονομαστής σε όλα τα παραπάνω προβλήματα της υπερδύναμης, που μάλιστα τα επιδεινώνει, είναι η έλλειψη ενός μεγάλου Εχθρού τύπου ναζιστικής Γερμανίας ή Σοβιετικής Ένωσης. Ο Εχθρός είναι πάντα χρήσιμος, για να μην πω πολύτιμος στις Δυνάμεις που έχουν παγκόσμιες φιλοδοξίες. Διότι τους προσφέρει εγρήγορση και κινητοποίηση της κοινωνίας τους, ανάπτυξη των οικονομικών και πολεμικών τους δυνατοτήτων, αλλά και κάτι άλλο, ίσως το πιο σημαντικό: αίσθηση Αποστολής, Σκοπού. Μέσα από τη σύγκρουση με τον Χίτλερ κατά τον β' παγκόσμιο πόλεμο και κατόπιν μέσα από την αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση για τέσσερις δεκαετίες στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου, η ηγεσία των ΗΠΑ έκανε τη χώρα υπερδύναμη. Διότι σ' αυτές τις συγκρούσεις το διακύβευμα ήταν τόσο μεγάλο, που η αμερικανική κοινωνία μπορούσε εύκολα να αποδεχθεί θυσίες, δεσμεύσεις και μακροχρόνια αφοσίωση. Κάτι περισσότερο: μέσα από αυτές τις συγκρούσεις, τόσο οι απλοί Αμερικανοί όσο και διεθνείς σύμμαχοι της Αμερικής (οι Ευρωπαίοι) είδαν τις ΗΠΑ ως τον υπερασπιστή της παγκόσμιας ελευθερίας. Φαινόταν, δηλαδή, ότι η Αμερική υπερασπιζόταν ένα Ιδανικό το οποίο ''μιλούσε'' στην καρδιά και το μυαλό εκατομμυρίων ανθρώπων, Αμερικανών και μη. Έτσι ακριβώς νικήθηκε, εκείνα τα χρόνια, ο περίφημος αμερικανικός απομονωτισμός που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Μετά την πτώση, όμως, της Σοβιετικής Ένωσης, η έλλειψη του Εχθρού είναι εμφανέστατη, έως και οδυνηρή! Με αποτέλεσμα να έχει αφυπνισθεί, όπως ανέφερα, ο αμερικανικός απομονωτισμός σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας των ΗΠΑ. Όμως, θα ρωτούσε κάποιος: «Μα η Κίνα και η Ρωσία δεν αποτελούν σήμερα τέτοιους πολύτιμους εχθρούς''; Απάντηση: στα μάτια της ηγεσίας των ΗΠΑ, ναι. Στα μάτια της πλειοψηφίας της αμερικανικής κοινωνίας όμως, όχι. Ούτε και στα μάτια των Ευρωπαίων. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Μπορεί η Ρωσία και η Κίνα όντως να προκαλούν ανησυχίες σε πολλούς Αμερικανούς και Ευρωπαίους, όμως η πλειοψηφία τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη είναι μάλλον υπέρ της συνεννόησης και όχι υπέρ της σύγκρουσης και της αντιπαράθεσης με αυτές τις δύο χώρες. Ειδικά οι Ευρωπαίοι, όπως τονίσαμε και παραπάνω. Αυτό συμβαίνει για δύο, κυρίως, λόγους: πρώτον, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν επιζητούν ούτε επιδιώκουν κάποια σύγκρουση με Ευρώπη και ΗΠΑ. Το αντίθετο μάλιστα: Ρωσία και Κίνα καλούν την Ε.Ε. σε συνεννόηση και οικονομική συνεργασία, ενόσω οι ΗΠΑ πασχίζουν να αποδείξουν στους Ευρωπαίους ότι οι δύο αυτές δυνάμεις έχουν επιθετικούς και κατακτητικούς σκοπούς. Στην πραγματικότητα, ακόμη και η πρόσφατη σκλήρυνση της στάσης του Πούτιν στην Ουκρανία έχει, ουσιαστικά, αμυντικό χαρακτήρα (βλέπε το άρθρο μου της 23ης Ιανουαρίου).
Εξάλλου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε με τη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, οι σημερινές ηγεσίες της Ρωσίας και της Κίνας δεν αμφισβητούν το καπιταλιστικό σύστημα των ελεύθερων αγορών. Ειδικά η Κίνα, παρόλο το μονοκομματικό της κομμουνιστικό καθεστώς, ορκίζεται και υμνεί το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο και τη συνέχιση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Έτσι, αμφότερες αυτές οι δύο δυνάμεις, δεν αποτελούν συστημικό κίνδυνο για το παγκόσμιο σύστημα του καπιταλισμού. Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και πολλοί Αμερικανοί επιχειρηματίες και πολυεθνικές δεν ακολουθούν τα κελεύσματα της κυβέρνησης των ΗΠΑ να περιορίσουν τις οικονομικές τους σχέσεις με την Κίνα! Ομοίως και πολλές ευρωπαϊκές ηγεσίες και μάλιστα οι σημαντικότερες, όπως η γερμανική: δεν βλέπουν στην Κίνα τον συστημικό κίνδυνο και την θανάσιμη απειλή που έβλεπαν στη Σοβιετική Ένωση, τον μεγάλο εχθρό του καπιταλισμού.
Συμπέρασμα: υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο για την ηγεσία των ΗΠΑ να παρασύρει τους συμμάχους της ή και τους ίδιους τους πολίτες της σε έναν πολυπόθητο νέο ψυχρό πόλεμο, που θα αναζωογονούσε την αμερικανική αυτοκρατορία και ηγεμονία.
Να μην ξεχνούμε όμως ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν και στο παρελθόν αντιμέτωπες με παρόμοια προβλήματα και τα ξεπέρασαν. Αναφέρομαι στην τρομερή ύφεση που βίωσαν τη δεκαετία του 1930 και την πολύπλευρη κρίση που αντιμετώπισαν από το 1965 μέχρι το 1975 (ήττα στο Βιετνάμ, οικονομική κρίση, φυλετικές ταραχές). Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ''η Αμερική να επιστρέψει ξανά'', όπως διακηρύσσει ο νυν πρόεδρος Μπάιντεν. Το ερώτημα είναι αν για αυτήν την επιστροφή ''απαιτηθεί'' κάποια παγκόσμια οικονομική κρίση ή, ακόμη χειρότερα, κάποιος πόλεμος μεγάλης κλίμακας.