Πέμπτη, 15 Ιουλίου 2021 19:15
Το αρχαιότερο των επαγγελμάτων στο Κιλκίς - Μέρος Ι
Του Θανάση Βαφειάδη.
«Η ύπουλα ψευτοηθική και ερωτικά απολίτιστη επαρχία ξετροχιάζει και τους πιο φυσιολογικούς εφήβους. Σ’ όποιους η τύχη δεν χάρισε ένοχους έρωτες, περίπλοκους κι επικίνδυνους (είναι αφάνταστη η ερωτική τόλμη που χαρακτηρίζει και τις πιο ενάρετες επαρχιώτισσες), δεν απομένει άλλος αξιόπρεπος δρόμος απ’ τον γάμο. Κι όταν ο γάμος ή η εγκράτεια είναι αδύνατη, τότε τ’ απαίσια Ταμπάκικα σε περιμένουν…».
Με αυτόν τον τρόπο περιέγραφε ο Μ. Καραγάτσης στο «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» το ασφυκτικό πλαίσιο σύναψης ερωτικών σχέσεων στην επαρχία του Μεσοπολέμου και την έσχατη λύση που άκουγε στο όνομα «Ταμπάκικα», που ήταν η πιο γνωστή μπουρδελογειτονιά της Λάρισας. Στο Κιλκίς όμως όχι κακόφημη συνοικία αλλά ούτε ένας απλός οίκος ανοχής δεν υπήρχε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920.
Ε, και πού πήγαιναν οι παππούδες μας να «ξεχαρμανιάσουν»; Διότι και αυτοί ως άνδρες ήταν σεξουαλικά ασυγκράτητοι, όπως έγραφε για τους άρρενες ο κορυφαίος σεξολόγος του Μεσοπολέμου Ν. Δρακουλίδης στο βιβλίο του «Ιστορία και κοινωνική επισκόπησις της πορνείας υπό διεθνούς και ελληνικής απόψεως» (1929): «… εξ άλλου η ανδρική εγκράτεια ή μάλλον η αποχή από πάσης γενετησίου ικανοποιήσεως εκτός του ότι είναι επιβλαβής εις τον οργανισμόν, καθ’ ότι παρακωλύει μιαν βασικήν λειτουργίαν εξ ης εξαρτώνται αμέσως ή εμμέσως άπασαι αι οργανικαί λειτουργίαι, είναι και αδύνατος δια τον λόγον ότι την γενετήσιον επιθυμίαν αισθάνεται ο ανήρ και αυτομάτως, ήτοι άνευ της παρουσίας του γυναικείου ερεθίσματος». Ειλικρινά σε αυτό το ερώτημα δεν έχω απάντηση, μπορώ να υποθέσω όμως ότι η «Μπάρα» στη Θεσσαλονίκη ήτο μια κάποια λύσις.
Τι ήταν, όμως, η «Μπάρα»; Ένας ολόκληρος συνοικισμός πορνών που εκτεινόταν μεταξύ των οδών Λαγκαδά και Μοναστηρίου και έφτανε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό. Όσο για τις πόρνες της Μπάρας, αυτές δεν είχαν καμιά σχέση ως προς την εμφάνιση τους με τις πόρνες των μυθιστορημάτων, όπως η ξανθή Ιωάννα του Ροΐδη με το «αλαβάστρινο στήθος», τις «λευκές και τρυφηλές ωλένες», τους «ωραίους γλαυκούς οφθαλμούς» και τα «κοράλλινα χείλη». Η πόρνη της Μπάρας, όπως αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος, «δεν είχε ηλικία, δεν είχε σουλούπι, δεν είχε σχέσεις με την κακιά συνήθεια της καθαριότητας. Στα ατομικά μπορντέλα της Μπάρας έχω ιδεί κοριτσάκια της μειρακικής ηλικίας και μπογιατισμένες καγκάγιες εξήντα χρονών. Επίσης, είδα εκεί, λυμφατικές υπάρξεις στο στάδιο της προφυματιώσεως καθώς και άλλες που εζύγιζαν το λιγότερο ενενήντα κιλά». Και άξιζε τον κόπο ένα κοπιαστικό ταξίδι μέχρι τη Θεσσαλονίκη, που τα πρωτόγονα μεταφορικά μέσα της εποχής το έκαναν να μοιάζει με Οδύσσεια; Έ άμα «σέρνει καράβι», τους αραμπάδες με τους επιβήτορες από το Κιλκίς δε θα έσερνε;
Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, και αυτό συνέβη το σωτήριον έτος 1926, έγινε και η πρώτη απόπειρα δημιουργίας οίκου ανοχής στο Κιλκίς. Η προοπτική δημιουργίας «δυσωνύμου οίκου» ή «χαμαιτυπείου» ή «διαφθορείου», όπως λέγονταν τα πορνεία εκείνη την εποχή, αντιμετωπίστηκε με μανία καταδίωξης που θα ζήλευε και ο μυθιστορηματικός Ιαβέρης. Η ματαίωση της εξάσκησης του αρχαιοτέρου των επαγγελμάτων στο Κιλκίς συνέβη ως ακολούθως: Στις 15 Ιουνίου 1926, ενώ οι αρχές ήταν απασχολημένες με τη διοργάνωση της τελετής της 21ης Ιουνίου, άρχισε κρυφά η επισκευή του οικήματος, που θα χρησίμευε ως οίκος ανοχής. Ο πρόεδρος της κοινότητας όμως, που πληροφορήθηκε το γεγονός, διαμαρτυρήθηκε εγγράφως και εντόνως στην αστυνομική αρχή, ζητώντας ταυτόχρονα σχετικές πληροφορίες. Επειδή δεν έμεινε ικανοποιημένος, επανήλθε με δεύτερο έγγραφο «διερμηνεύον την γνώμην του Συμβουλίου ότι κατ’ αρχήν αποκρούει τούτο διαρρήδην την ίδρυσιν εν Κιλκίς οίκου ανοχής και εν αρνητική δε περιπτώσει ότι εμμένει εις την απομάκρυνσιν εκ της εν τω κεντρικωτέρω μέρει της πόλεως εγκαταστάσεως αυτού» (Πρακτικά συνεδριάσεων Κ.Σ 5-7-1926). Αυτή τη φορά η διαμαρτυρία έπιασε τόπο και στις 7 Ιουλίου ο πρόεδρος Οδυσσέας Λαζαρίδης ανακοίνωνε περιχαρής στο Συμβούλιο ότι κατόπιν ενεργειών της Χωροφυλακής ναυάγησε κατ’ αρχήν η ίδρυση του οίκου ανοχής.
Παρά τις ενέργειες της Κοινοτικής Αρχής ο οίκος ανοχής λειτούργησε προσωρινά, όσοι πρόλαβαν - πρόλαβαν, και στη συνέχεια η λειτουργία του διεκόπη κατόπιν δραστικών ενεργειών του Γενικού Διοικητή. Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι για τη δημιουργία του οίκου ανοχής έδρασε ως πεμπτοφαλλαγγίτης ο εργοδηγός του τεχνικού τμήματος της Κοινότητας. Σύμφωνα με καταγγελίες δημοτών, ο εν λόγω μηχανικός αμείφθηκε από την διευθύντρια του οίκου ανοχής για να κάνει «τα στραβά μάτια», όταν αυτή το επισκεύαζε χωρίς την απαιτούμενη άδεια (Πρακτικά συνεδριάσεων Κ.Σ 1-8-1926). Το μόνο που δεν διευκρινίσθηκε ήταν εάν η αμοιβή του καταβλήθηκε σε χρήμα ή σε… είδος.
Όπως η πρώτη έτσι και η δεύτερη απόπειρα για λειτουργία οίκου ανοχής στην πόλη μας, στα τέλη του 1931, συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις. Στις 18 Νοεμβρίου 1931 διαβάστηκε στο Κοινοτικό Συμβούλιο αίτηση των κατοίκων της ενορίας των Δεκαπέντε Μαρτύρων με την οποία εξέφραζαν «την αγανάκτησίν των δια την μελετώμενην ίδρυσιν και λειτουργίαν ανοχής». Το Κοινοτικό Συμβούλιο, αφού εξέτασε όλους τους πιθανούς χώρους που θα μπορούσε να λειτουργήσει το «ευαγές» αυτό ίδρυμα, κατέληξε ότι θεωρεί «κατάλληλον για τον σκοπόν τούτον το ξενοδοχείον του Ανέστη Σωτηρίου ή εγκατάστασιν επί της οδού Μεταλλικού παρά την βρύσιν χώρω». Τελικά ο οίκος ανοχής λειτούργησε σε άλλο σημείο, χωρίς να καταφέρει να μακροημερεύσει. Όπως διαβάζουμε στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ στο φύλλο της 12-6-1932: «Κατόπιν συντόνων ενεργειών των συμπατριωτών μας, του δραστηρίου ποιμενάρχου μας Σεβασμιωτάτου Πολυανής Κυρίλλου και της ΟΧΛΔ εξεδιώχθη και ο τελευταίος ναός της Αφροδίτης εκ της πόλεώς μας». Κι έτσι ο μητροπολίτης που «περνούσε κάποιες από τις προσωπικές του ώρες στην κήπο της Μητρόπολης με τις τριανταφυλλιές του και τα πολύχρωμα παγώνια, που τόσο εντυπωσίαζαν τους περαστικούς» αφαίρεσε από τους πιο θερμόαιμους από τους Κιλκισιώτες τη δυνατότητα να δρέψουν τα άνθη της αμαρτίας και έδωσε στους πιο συντηρητικούς τη δυνατότητα να επαίρονται σαν παγώνια, γιατί τα αμαρτωλά κορίτσια δεν μπόρεσαν για μια ακόμη φορά να βρουν στέγη.
Τι συνέβη στη συνέχεια; Στέργιωσε ή έγινε σαν το γεφύρι της Άρτας αυτό το σπίτι, όπου βρίσκει κανείς «έρωτα δίχως σκάνδαλα και απόλαυση δίχως αίσθημα»;
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)