Η θέση χωροθέτησης του «συγκροτήματος» ήταν ιδανική, γιατί ήταν απομακρυσμένη από τον αστικό ιστό και ταυτόχρονα σε απόσταση αναπνοής από την κύρια πελατεία του, τους φαντάρους. Εκεί εργάζονταν γύρω στις 15 γυναίκες, έχοντας κάθε μια το δικό της δωμάτιο. Όλες προέρχονταν από άλλες πόλεις και κυρίως από τη Θεσσαλονίκη. Όσες από αυτές ήταν παντρεμένες επέστεφαν καθημερινά στον τόπο διαμονής τους και στους ανυποψίαστους συζύγους, ενώ οι υπόλοιπες έμεναν μόνιμα στους οίκους ανοχής. Οι γυναίκες αυτές είχαν ηλικίες από 16–30 ετών και οι παλιότεροι τις θυμούνται καθισμένες εν σειρά στο μακρόστενο σαλόνι πάνω σε σκαμπό να ανασηκώνουν τα φουστάνια τους και να επιδεικνύουν τα θέλγητρα τους στους πελάτες που δυσκολεύονταν να αποφασίσουν ποιά να επιλέξουν.
Στην είσοδο των σπιτιών υπήρχαν λάμπες με χαμηλό κιτρινωπό φωτισμό, ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί οι πελάτες που εισέρχονταν κρυφά σαν τους κλέφτες, κοιτάζοντας πίσω τους, σαν τους αριστερούς εκείνης της εποχής που φοβούνταν ότι τους παρακολουθεί κάποιος ασφαλίτης. Συνεπώς αφού δεν υπήρχε ο κόκκινος γλόμπος, γνωστός και ως «πουτανιάρης», δεν είχε εφαρμογή το ανέκδοτο που λέει ότι οι Πόντιοι όταν βλέπουν σπίτι με κόκκινο φανάρι δεν μπαίνουν γιατί περιμένουν ν’ ανάψει το πράσινο. Ούτε φυσικά ήταν εδώ που αυτοκτόνησε η τελευταία Πόντια πόρνη όταν πληροφορήθηκε ότι οι άλλες συνάδελφοί της πληρώνονταν για να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες. Διότι τα «κορίτσια», όπως λένε οι προφορικές μαρτυρίες, έγδυναν τους πελάτες από κάθε άποψη. Η πληρωμή τους γινόταν μέσα στο δωμάτιο μετά την τέλεση της ερωτικής πράξης και όχι πριν όπως σήμερα, που ισχύει το «εν τη παλάμη και ούτω βογγήσωμεν». Το 1950 η επίσκεψη κόστιζε 20 δραχμές αλλά καμία δεν αρκούνταν στην «νόμιμη αμοιβή», φροντίζοντας να ξαλαφρώνει την τσέπη του πελάτη «παίρνοντας του ακόμη και κατοστάρικο».
Η συχνότητα αναζήτησης του πληρωμένου έρωτα κατέτασσε τους πελάτες σε σταθερούς και περιστασιακούς. Οι τακτικοί πελάτες αναζητούσαν το σεξ επ’ αμοιβή μια τουλάχιστον φορά την εβδομάδα, ενώ οι περιστασιακοί δεν είχαν εντάξει αυτό το είδος μόνιμα και σταθερά στη σεξουαλική τους ζωή. Κάποιοι από τους σταθερούς πελάτες επέλεγαν σχεδόν πάντα την ίδια πόρνη, με την οποία διατηρούσαν ιδιαίτερη σχέση. Αυτή με τη σειρά της, τους επιδαψίλευε ιδιαίτερες περιποιήσεις και αντικαθιστούσε κατά κάποιο τρόπο τη σύζυγο που δεν είχαν ή είχαν αλλά δεν τους ικανοποιούσε επαρκώς, γιατί δεν είχε αφομοιώσει το τρίπτυχο που όφειλε να εφαρμόζει μια σωστή σύζυγος: νοικοκυρά στην κουζίνα, κυρία στο σαλόνι, πόρνη στη συζυγική κλίνη.
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούσε ο πρωτάρης που πήγαινε στον οίκο ανοχής για να ξεπαρθενευτεί, κατόπιν προτροπών των συνομηλίκων του και πολλές φορές συνοδεία του πατέρα του, ο οποίος είχε εκτιμήσει ότι έφθασε ο καιρός «να γίνει ο γιος του άντρας». Τον πρωτάρη, ο οποίος γινόταν αμέσως αντιληπτός, τον αναλάμβανε μια έμπειρη πόρνη, η οποία συνήθως τον μυούσε στα μυστικά του έρωτα με τρυφερότητα. Εννοείται ότι το «κατόρθωμα» του μαθευόταν αμέσως, καθώς οι λιγότερο εχέμυθοι από τους φίλους του φρόντιζαν να διαδώσουν την είδηση και να τον κάνουν ρεζίλι των σκυλιών αν δεν τα είχε καταφέρει την πρώτη φορά, γεγονός που δεν ήταν ασύνηθες. Σε αυτό συντελούσε το ότι συνήθιζαν να κάνουν χειρονακτική «προθέρμανση», γιατί πίστευαν πως έτσι θα είχαν μεγαλύτερη αντοχή.
Οι πόρνες γενικά απέφευγαν να δέχονται ανήλικους πελάτες, όχι γιατί είχαν ηθικούς ενδοιασμούς, αλλά γιατί δεν ήθελαν μπλεξίματα με την αστυνομία. Για την είσοδο στο πορνείο απαιτούνταν επίδειξη αστυνομικής ταυτότητας για να διαπιστωθεί αν είχε ξεπεραστεί το όριο ανηλικότητας, πολλές πόρνες όμως δέχονταν αγόρια ηλικίας 12-13 ετών και δεν τα απέπεμπαν λέγοντας τους να ξανάρθουν όταν θα έχουν ενηλικιωθεί. Εν ολίγοις στη δεκαετία του 70 ήταν πιο εύκολο για έναν έφηβο να έχεις μια σαρκική επαφή με μια πόρνη παρά να παρακολουθήσει παρόμοιες σκηνές στην κινηματογραφική οθόνη του «Άστρον» ή του «Αβέρωφ». Αυτοί που ήταν ακόμη μικρότεροι -αναφέρομαι στη «μαρίδα» της Κιολαλίας- προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τους οικίσκους της αμαρτίας για να δουν ιδίοις όμμασι τα τεκταινόμενα. Για το λόγο αυτό ακολουθούσαν από απόσταση τους πελάτες, οι οποίοι όταν τους αντιλαμβάνονταν προσπαθούσαν να τους εκφοβίσουν και να τους απομακρύνουν με φωνές, ύβρεις και … πετώντας τους πέτρες, προσφέροντας ένα θέαμα αρκούντως κωμικό. Ανάλογο ήταν το κατσάδιασμα αν συλλαμβάνονταν από την πόρνη να τριγυρίζουν έξω από τον «οίκο της απωλείας», οπότε μαζί με το στρίψιμο του αυτιού εκτοξεύονταν απειλές, οι οποίες δεν μπορούν να καταγραφούν αυτολεξεί.
Για τους τακτικότερους πελάτες και για την τελευταία πόρνη -λόγω του μακροσκελούς του κειμένου- θα γίνει λόγος στην επόμενη και τελευταία για το θέμα ανάρτηση.