Μετά από αρκετό διάστημα μαθητείας, σε κάποιο ραφείο, ο Μήτιας της Λεμόνας, θεώρησε ότι ήταν έτοιμος και καλός μάστορας. Αγόρασε τη ραπτική μηχανή, το σίδερο, τα ψαλίδια, τη μεζούρα, κουβαρίστρες, μασουράκια, βελονάκια, τα υπόλοιπα εφόδια και εργαλεία και μετέτρεψε ένα χώρο του πατρικού του σπιτιού, σε ραφείο. Δεν γνωρίζουμε αν πήρε κοπτική ραπτική από το μάστορά του.
Από τους πρώτους πελάτες ο θείος του, ο τάης ο Τίμας. Αγόρασε το ύφασμα, πήγε στο σπίτι του ανεψιού του, όπου τον υποδέχθηκε ο μπατζανάκης του ο Λεόντης και η Λεμόνα, περήφανοι για τον νεαρό ράφτη τους. Πήρε λοιπόν, με προσοχή και λεπτομέρεια, τα μέτρα του θείου του για το παντελόνι, ο Μίτιας.
Πέρασαν λίγες μέρες ετοιμάσθηκε το παντελόνι, το πήρε ο τάης Τίμας, πλήρωσε την αμοιβή του Μίτια και την Κυριακή το πρωί φόρεσε το καινούργιο παντελόνι, να πάει στην εκκλησία και μετά στο καφενείο.
Το παντελόνι έστρωσε καλά στη μέση, καλό το φάρδος, στα μπατζάκια όμως; το ένα το μπατζάκι φθάνει κανονικά στον αστράγαλο, αλλά το άλλο είναι πέντε δάχτυλα κοντότερο.
Λάθος, σκέφθηκε, ότι έκανε ο ανιψιός μου, καινούργιος είναι, θα πάω να το δει και να το διορθώσει. Φορά το παλιό παντελόνι, παίρνει το καινούργιο και μια και δυο, βρίσκει στο σπίτι τον ανεψιό του.
...Νέπαι Μίτια, τέρε ντ' εποίκες... (και πήγε να φορέσει το καινούργιο παντελόνι),... τ' έναν το πατσιάχ' έν' κι άλλο κοντόν ασ' άλλο!..., έλα, τον Θεό σ' αν αγαπάς, ας ορθώνουμ' ατο...
... Ντο λέ'ς τάη Τίμα, ...εγώ ορθά έκοψα κι έρραψ' ατο... Απ' εσέν 'κι θέλω ν' ακούω αοίκα πράματα για τ' εμέν'... Τη παντελονί τα πατσιάγα έναν είναι... Τ' εσάν τα ποδάρια τέρεν!... Τ' έναν έν' κι άλλο κοντόν ασ' άλλον!...
Είπε και ελάλησε, ο Μίτιας. Ήταν τόσο σίγουρος για την δουλειά του, που δεν δέχθηκε να ξαναπιάσει στο χέρι και να ξαναδεί το παντελόνι, παρά τα παρακάλια, το θυμό, το αγρίεμα και το βρισίδι του θείου του.
Δεν είναι γνωστό τι έγινε τελικά. Διορθώθηκε και πού το παντελόνι ή ήταν πραγματικά κοντό το ένα πόδι του μπάρμπα Τίμα. Πάντως σε όλα τα προηγούμενα και τα επόμενα παντελόνια του, και τα δύο μπατζάκια έφθαναν στο αστράγαλο των ποδιών του και όταν περπατούσε καμαρωτός, δεν κούτσαινε.
Ο Μίτιας έζησε με αξιοπρέπεια και νοικοκυροσύνη. Έγινε σωστός οικογενειάρχης και καλός ψάλτης. Εξυπηρέτησε από το στασίδι της εκκλησίας πολλά χρόνια το χωριό.
¨Ήταν αγαπητός και όλοι τον μνημονεύουν στο χωριό, ως, « Μίτιας ο Ψάλτης». Σα ράφτη όμως, μάλλον ελάχιστοι, όπως και εγώ, να τον θυμούνται.