Μέχρι της στιγμής του γάμου παρίστατο αναπόσπαστος συνοδός αυτών ή η μήτηρ ή ο πατήρ ή η ύπανδρος αδελφή ή ο αδελφός». Αυτό δεν εμπόδιζε τους ερωτύλους με τις φουστανέλες και τα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα να εκστομίζουν κάποιο ανώδυνο πείραγμα στις χαμηλοβλεπούσες νεάνιδες που συναντούσαν στο δρόμο ή στα πανηγύρια. Έτσι, σε τεύχος του περιοδικού ΚΛΕΙΩ το 1851 διαβάζουμε για πειράγματα στο πανηγύρι της Κολοκυθούς στα Σεπόλια, που γινόταν κάθε Δεκαπενταύγουστο: «Η πανήγυρις αύτη παρέχει συγχρόνως στάδιον ευρύ εις τους Αθηναϊκούς Αδώνιδας μας, οίτινες ως λόρδοι τινές με τα πλατύχειλα σκιάδια των και την ιδιόρρυθμον ενδυμασίαν των, ή ως Ερωτόκριτοι, με την λευκήν φουστανέλλαν των και τα διάχρυσα μεϊτάνια των περιφέρονται μεταξύ του όχλου και οφθαλμοβολούσιν άντικρυ όλας τας ωραίας και ερωτικόν τι λόγιον ταις ρίπτουσι διαβατικώς».
Στα τέλη του 19ου αιώνα, την εποχή του τρικουπικού εκσυγχρονισμού, τα αυστηρά ήθη χαλάρωσαν λίγο καθώς εξέλιπε η γενιά των παλιών πολεμιστών που έλυναν τις διαφορές τους με τα κουμπούρια ή τα χατζάρια, σαν το στρατηγό Θοδωράκη Γρίβα που στα χρόνια του Καποδίστρια όρμησε να αποκεφαλίσει «τον τολμήσαντα να εναγκαλισθή την σύζυγόν του δια να χορεύση ευρωπαϊκόν χορόν».
Οι γυναίκες άρχισαν βαθμιαία να βγαίνουν από την απομόνωση του σπιτιού τους και να μετακινούνται συχνότερα στα τραχιά λιθόστρωτα και στους βορβορώδεις το χειμώνα ή γεμάτους σκόνη το καλοκαίρι χωματόδρομους. Στους συνοικιακούς δρόμους της Αθήνας την εποχή αυτή μπορούσε να συναντήσει κανείς κοπέλες με τις στάμνες στα χέρια που κατευθύνονταν προς την βρύση της πλατείας, πλύστρες, μοδιστρούλες, καπελούδες, άλλες σεμνές και ταπεινές και άλλες ελαφρώς λικνιζόμενες, όπως η νεαρή με τα προκλητικώς τραμπαλιζόμενα οπίσθια στους δρόμους του Ψυρρή, που περιγράφει ο Μιχαήλ Μητσάκης: «Μια φεσού διήλθε προ μικρού, στολισμένη, εύσωμος, σείουσα το παπάζι της, κυμαίνουσα τα πυγαία, μεγαλοπρεπής» (Μιχαήλ Μητσάκης, Θεάματα του Ψυρρή, ΑΤΤΙΚΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ 1890). Στους κεντρικούς δρόμους, όπως στην οδό Ερμού, μπορούσε να δει τις νεαρές εργάτριες, κυρίως ράπτριες, να πηγαίνουν στη δουλειά τους απολαμβάνοντας σιωπηρά «το θαυμαστικόν επιφώνημα του υπαλλήλου του εμπορικού, όπερ τας συγκινεί ηδέως εν ω δήθεν τας εξοργίζει» (Αρ. Κουρτίδης, Αι εργάτιδες των Αθηνών, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ 1889). Ο μετακινούμενος αυτός γυναικόκοσμος έμπαινε στο στόχαστρο διάφορων ερωτύλων που προσπαθούσε να τις προσεγγίσει, περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά, στήνοντας καρτέρι ακόμη κι έξω από τα νεκροταφεία.
Τι έλεγαν, όμως, οι άνδρες για να «ρίξουν» τις γυναίκες πριν από 130 χρόνια; Και πώς αντιδρούσαν οι γυναίκες; Σιωπούσαν αιδημόνως ή τους έβαζαν στη θέση τους, χρησιμοποιώντας είτε το λόγο είτε την ομπρέλα τους ως ράβδο, επιβεβαιώνοντας το ρητό «όπου πίπτει λόγος πίπτει και ράβδος»; Ένα δείγμα των φαιδρών λεγομένων τους αλλά και των ειρωνικών απαντήσεων που εισέπρατταν βρίσκουμε σε φύλλο της 12-3-1888 του ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: «Υπό την σκιάν δενδρυλίου τινός ίστατο δίκην επαίτου λιμοκοντόρος τις, όστις δι’ αισθηματικής φωνής έλεγεν εις τας διαβαινούσας εκείθεν νέας:
Αν γνώριζες τα δάκρυα που για σένα πάντα χύνω…
Μια από τας οποίας του έδωσεν ως απάντησιν:
-Θα σου έλεγα να κάνης ταξειδάκι ως την Τήνο.
Άλλος δε, πολύ προσεκτικός εις τα βλέμματα και τα κινήματα των κυριών, έλεγεν εις Κυρίαν τινά, ης η ματιαίς εσκανδάλιζαν και δεσποτάδες ακόμη:
Αγγελούδι μου, με τόσαις φλογεραίς ματιαίς που ρίχνεις
εραστή σου πως μ’ εκλέγεις εννοώ ότι μου δείχνεις.
Και τέλος απελπισμένος τις εκ των αναξίων λόγου λιμοκοντόρων, έλεγεν εις αληθές αγγελούδι:
Γιατί το αγγελούδι μου σκληρά με τυραννεί;
Κι αυτό ν’ απαντά απελπιστικώς δι’ αυτόν:
-Διότι εδραπέτευσες, καϋμέν’ απ’ το Δαφνί».
Προϊόντος του χρόνου αλλά και της «εκλύσεως των ηθών», όπως αρέσκονταν να λένε οι διάφοροι ηθικολόγοι, το πείραγμα στο δρόμο έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς αποτελούσε έναν από τους προσφορότερους τρόπους ερωτικής γνωριμίας.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι δρόμοι των ελληνικών πόλεων αποτελούσαν ένα «πεδίο βολής» άκομψων και ανήθικων πειραγμάτων, που σύμφωνα με τον Τύπο κατέβαζαν τη στάθμη του πολιτισμού στο επίπεδο της βαρβαρότητας: «Εκείνο όμως που μας δεικνύει κυριολεκτικώς βαρβάρους είναι η συμπεριφορά ημών των ανδρών προς την γυναίκα. Όπου ιδούμε γυναίκα εις τον δρόμον, εις τον περίπατον, εννοούμεν να την πειράξωμεν όχι απλώς με τας «εφυολογίας» μας, αλλά και με τας αισχροτέρας βωμολοχίας. Μάλιστα. Εις την πρωτεύουσαν υπάρχουν άνθρωποι, «κύριοι καθώς πρέπει», οι οποίοι αισθάνονται το κτηνώδες και χυδαίον γούστο ν’ απευθύνουν εις διερχομένην κυρίαν ή δεσποινίδα λέξεις ακατανομάστου βδελυγμίας» (ΝΕΟΝ ΑΣΤΥ 22-3-1914).
Μέχρι τη δεκαετία του 1970 το πείραγμα γνώρισε μέρες άνθισης και βρήκε πεδίον δόξης λαμπρόν στις «βόλτες», τα λεγόμενα «νυφοπάζαρα», αποτελώντας την αρχή πολλών πετυχημένων σχέσεων που νομιμοποιήθηκαν με το χορό του Ησαΐα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε σχετικά: «Πριν πενήντα χρόνια επιζούσαν, ακόμη, τα νυφοπάζαρα. Σε όλα τα χωριά το νυφοπάζαρο της Κυριακής, γινότανε συνήθως, στη δημοσιά. Τα συνοικιακά νυφοπάζαρα των πόλεων λειτουργούσαν με συνέπεια κάθε βραδάκι. Υπήρχαν και τα μεγάλα νυφοπάζαρα της Κυριακής: στην Αθήνα η πλατεία Συντάγματος, στην Θεσσαλονίκη η παραλία. Στα νυφοπάζαρα, λοιπόν, οι νεαροί ακολουθούσαν τα κορίτσια κατά πόδας, λέγοντας κάποια τυποποιημένα σεμνά κοπλιμέντα και πειράγματα. Κάμποσα απ’ αυτά ήσανε γλυκανάλατα, όπως π.χ όταν κολλάγανε δυο κοπέλες και αμολάγανε την φράση: η ωραιότερη είναι η μεσαία. Είναι αυτονόητο πως, μια γυναίκα που διέσχιζε κάποιαν ανδροκρατούμενη περιοχή άκουγε διάφορες σεξουαλικότερες φράσεις».
Αν περιμένετε να σας πω για το πείραγμα που επιχειρούσαμε και ημείς, εγώ δηλαδή, κατά την κυριακάτικη «βόλτα» στην 21ης Ιουνίου από φανάρι σε φανάρι, αδίκως περιμένετε. Θα αναφέρω μόνο το οικτρό αποτέλεσμα που είχε: απορριπτόταν σαν τα τσόφλια των ηλιόσπορων που αγοράζαμε από τον «Κουτσούλη», τα οποία μετά το τέλος της «βόλτας» σχημάτιζαν ένα παχύ στρώμα, που με πολύ κόπο περισυνέλλεγαν οι οδοκαθαριστές του Δήμου.
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες από το νομό Κιλκίς θα βρείτε στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου k4s tation.