Ο πληθυσμός του Κιλκίς το 1916 δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις 2.000, αν λάβουμε υπ’ όψη τις δυο απογραφές του 1913 και του 1920 που κατέγραφαν αντίστοιχα 1.560 και 2.361 κατοίκους. Τη χρονιά αυτή έχουμε την κύρωση του πρώτου ρυμοτομικού σχεδίου, που αποτελεί την πρώτη απόπειρα ρύθμισης του αστικού χώρου στην πόλη του Κιλκίς. Το σχέδιο, του οποίου ο συντάκτης είναι άγνωστος, υπογράφηκε από τους υπουργούς Συγκοινωνιών και Οικονομικών στις 4 Μαρτίου 1916 και εγκρίθηκε με τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 50/1916).
Το ρυμοτομικό διάγραμμα συντάχθηκε σε ένα αρκετά λεπτομερές τοπογραφικό υπόβαθρο, που παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την τότε υπάρχουσα κατάσταση. Στο τοπογραφικό διάγραμμα διακρίνονται ίχνη του ιστορικά διαμορφωμένου αστικού ιστού που είχαν διασωθεί κυρίως στον Φραγκομαχαλά με το συγκρότημα της Καθολικής μονής, στον Τουρκομαχαλά, με σημαντικότερο κτήριο το λουτρό και στην κυριότερη οδό της πόλης, την 21ης Ιουνίου, με τις παράγκες και τα μικρομάγαζα να παρατάσσονται σε συνεχή δόμηση στο μέτωπο του δρόμου. Η μεγαλύτερη έκταση της πόλης παρουσιάζεται αδόμητη με διάσπαρτες τις προσφυγικές κατοικίες που μόλις είχαν αποπερατωθεί.
Το σχέδιο κάλυπτε έκταση 132 εκταρίων, σχεδόν τη μισή της επιφάνειας που καταλαμβάνει η σημερινή πόλη (272 εκτάρια). Τα ακραία όρια του σχεδίου ήταν βορειοδυτικά η σημερινή συμβολή των οδών Παπαναστασίου και Μακεδονίας, βόρεια ο μύλος του Σαμαρά, βορειοανατολικά η συμβολή των οδών Κ. Μακούλη και Αμπέλων, νοτιοανατολικά η βρύση του Σαλάτς, νότια η πλατεία Ειρήνης, νοτιοανατολικά το δυτικό τμήμα της 21ης Ιουνίου μέχρι το ύψος του Νοσοκομείου και ανατολικά το 3ο δημοτικό σχολείο.
Το σχέδιο συνέθεταν ορθογώνια και επί το πλείστον ισομεγέθη οικοδομικά τετράγωνα τα οποία διατάσσονταν στις πλευρές ευθύγραμμων δρόμων, δημιουργώντας 3 τεμνόμενους ορθογωνικούς κανάβους. Το αυστηρά γεωμετρικό αυτό πρότυπο δεν ήταν καινοφανές στην ελληνική πολεοδομία, αφού χρησιμοποιήθηκε ως βασική παράμετρος του πολεοδομικού σχεδιασμού σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η εισαγωγή της γεωμετρίας στον ιστό των απελευθερωμένων ελληνικών πόλεων δε λειτούργησε μόνο ως μέσο διευθέτησης του χώρου αλλά και ως μέσο ιδεολογικής σήμανσης και ρήξης με το παρελθόν. Έτσι απέναντι στον ασύμμετρο, πολύπλοκο και ακατανόητο χώρο της οθωμανικής πόλης η σύγχρονη ελληνική πόλη αντιπαρέθεσε τη συμμετρία, τη σαφήνεια και τον ορθολογισμό, που εκφράζονταν με τους ευθείς δρόμους και τους ορθογωνικούς δημόσιους χώρους. Η αντίληψη αυτή στο σχέδιο του Κιλκίς εκφραζόταν με την κατάργηση των στενών δρομίσκων με τις ακανόνιστες, δαιδαλώδεις και πολλές φορές αδιέξοδες διαδρομές και την αντικατάσταση τους με φαρδείς δρόμους, που ρυμοτομούσαν σε αρκετές περιπτώσεις τα υφιστάμενα κτήρια. Με αυτόν τον τρόπο καταργούνταν οι εσωστρεφείς και περίκλειστες οικοδομικές νησίδες που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της παλιάς εθνικοθρησκευτικής γειτονιάς και αντικαθιστούνταν από τον εξωστρεφή «ευρωπαϊκό» τύπο του οικοδομικού τετραγώνου με κατοικίες και καταστήματα στραμμένα προς την πλευρά του δρόμου.
Σε αυτόν τον ενιαίο πλέον αστικό χώρο κυρίαρχο στοιχείο ήταν η χωροθέτηση μιας μεγάλης πλατείας στην οποία συνέκλιναν οι δυο βασικοί οδικοί άξονες, οι σημερινές οδοί 21ης Ιουνίου και Βενιζέλου. Νότια και ανατολικά της πλατείας προβλέπονταν δυο κοινωφελείς χώροι, που προορίζονταν για χρήση σχολείου και εκκλησίας.
Όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς το ρυμοτομικό σχέδιο απλώς διαχώρισε το δημόσιο χώρο από τον ιδιωτικό χωρίς να καθορίσει οικοπεδική διανομή στο εσωτερικό των οικοδομικών τετραγώνων. Πώς όμως είχαν ρυθμιστεί τα όρια των ιδιοκτησιών; Ένας ακόμη αστικός μύθος θέλει τους πρώτους οικιστές να καθορίζουν τα όρια της νέας ιδιοκτησίας τους με ρίψη λίθου όπως οι αθλητές της σφαιροβολίας. Αυτό φυσικά δεν συνέβη αφού τα μεγαλύτερα οικόπεδα δεν κατέληξαν στους πιο χειροδύναμους αλλά στους οικονομικά ισχυρούς. Βέβαια τα κριτήρια για την αξία ενός οικοπέδου ήταν εντελώς ασαφή και ξένα προς τα σημερινά, αφού αναφέρονται περιπτώσεις κατοίκων που εγκατέλειψαν οικόπεδα που αρχικά είχαν επιλέξει επί της 21ης Ιουνίου και αποσύρθηκαν στα ενδότερα για να αποφύγουν το θόρυβο που έκαναν τα αλογόκαρα κατά τη μετακίνησή τους! Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν τυχαία, σε όποιο χώρο βρήκαν μπροστά τους κατά τη μαζική τους προσέλευση και άλλοι επειδή εκτίμησαν κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της Ειρήνης Ευθυμιάδου, της γνωστής «δεσποινίδος Ειρήνης»: Κι όταν ήρθαμε τί να δούμε; Όλα ερείπια, γιατί ήταν καμένα. Όταν φτάσαμε εδώ όπου είναι σήμερα το σπίτι μου, δίπλα ήταν μια βρύση με τουλούμπα. Επειδή στη Στρώμνιτσα το νερό ήταν μακριά από το σπίτι μας και υποφέραμε, ο πατέρας μου ταλαιπωρημένος με το νερό, βρήκε το μέρος ιδανικό, κι είπε: «εδώ θα μείνουμε».
Το σχέδιο αυτό με τους μεγάλους ευθύγραμμους δρόμους δεν εφαρμόσθηκε στο σύνολο του γιατί παραγνώριζε το υφιστάμενο οδικό δίκτυο και αγνοούσε τμήματα με ιστό ιστορικό, έστω κι αν αυτός ήταν αρκετά κατεστραμμένος. Κάπως έτσι τελείωσε «άδοξα» η διαδρομή του πρώτου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης. Το Κιλκίς θα έπρεπε να περιμένει άλλα 6 χρόνια την έλευση ενός Άγγλου πολεοδόμου, του Harold Flecher Trew, που θα χάραζε ένα πραγματικά φιλόδοξο σχέδιο ρυμοτομίας.
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες από το νομό Κιλκίς θα βρείτε στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου k4s tation.