Όμως, παρά την εγκάρδια και ανθρώπινη φιλοξενία των κατοίκων των παραπάνω χωριών, το μυαλό όλων αυτά τα δύο χρόνια ήταν να βρουν ένα μέρος στην Βόρεια Ελλάδα, όπου είχε εγκατασταθεί η πλειοψηφία των προσφύγων. Οι περιοχές που περιόδευσε η επιτροπή πρώτα στην Δράμα και ύστερα στην Πτολεμαΐδα δεν τους άρεσαν. Η Τρίτη όμως περιοχή που επισκέφθηκε στην τότε επαρχία του Κιλκίς, δίπλα στα Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα ήταν αυτή που τελικά τους άρεσε και έκτισαν το νέο τους χωριό, το οποίο ονόμασαν Βασιλίτση για να τιμήσουν μ’ αυτό τον τρόπο τους κατοίκους των παραπάνω χωριών και ιδιαίτερα το Βασιλίτση.
29 Μαρτίου 1924, οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων της Ποντοηράκλειας με την ειδική κατάσταση στο χέρι, εκεί στο λιμάνι της Καλαμάτας αποχαιρετούσαν τώρα με συγκίνηση και αισθήματα ευγνωμοσύνης τους ανθρώπους που για δύο χρόνια τους φιλοξένησαν με περίσσευμα αγάπης και ανθρωπιάς. Με την ευχή για καλή αντάμωση επιβιβάστηκαν στο πλοίο με προορισμό την Θεσσαλονίκη και από εκεί στον νέο τους τόπο, το νέο τους χωριό.
Φθάνοντας στην Θεσσαλονίκη έμειναν για λίγες ημέρες στο Χαρμάν Κιοί και στις 10 Απριλίου με το πρωινό τρένο και ύστερα από δύο ώρες έφθασαν στο σταθμό του Πολυκάστρου (Καρασούλι τότε), από εκεί με κάρα στον νέο τους τόπο όπου υπήρχε ένα μικρό τούρκικο χωριό με λίγα γκρεμισμένα πλίθινα σπίτια, ονομαζόμενο «Ερεσελή». Εκεί έστησαν τα αντίσκηνα που τους έδωσε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, αλλά και τροφή για συντήρηση, αλεύρι, σιτάρι, καλαμπόκι, 7-8 οκάδες στο άτομο από καιρό σε καιρό, καθώς και τριάντα δραχμές στο άτομο τον μήνα. Εκτός όμως από τα παραπάνω το κράτος έδινε ζωοτροφές, γεωργικά εργαλεία, από ένα βόδι ή αγελάδα στην κάθε οικογένεια, αλλά και οικοδομικά υλικά, κεραμίδια, ξυλεία, ακόμα και σανίδια για κρεβάτια. Το φθινόπωρο του 1924 είχαν ήδη χτιστεί 14 σπίτια και ένας αριθμός οικογενειών έχτισαν με καμπούρικες λαμαρίνες (παρμένες από τα γύρω συμμαχικά αμπριά) τα προσωρινά τους σπίτια. Αυτή η βοήθεια του κράτους προς τους πρόσφυγες συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 1925.
Με πρωτοβουλία μίας προσωρινής αρχής που συγκροτήθηκε, ‘έγινε αρχές του 1925 μία προσωρινή διανομή και κάθε οικογένεια πήρε από 35 στρέμματα χωράφια. Όμως εκείνη την περίοδο άρχισαν οι προστριβές, οι καθημερινές φασαρίες και οι συμπλοκές με 3-4 τσιφλικάδες της περιοχής, οι οποίοι δεν λογάριαζαν κανέναν, αφού με διάφορους τρόπου κατάφερναν να έχουν στα χεριά τους πλαστά έγγραφα από την γεωργική υπηρεσία και τις κρατικές αρχές του Κιλκίς. Αυτή η κατάσταση άλλαξε στις αρχές του 1931, όταν το Υπουργείο Βορείου Ελλάδας έστειλε δικό του συνεργείο από τοπογράφους Μηχανικούς και Γεωπόνους και έτσι έγινε η οριστική διανομή της γης, με την κάθε οικογένεια να παίρνει ανάλογα με τα μέλη της από 40-50, 60 στρέμματα. Έτσι οι πρόσφυγες του Καρακαβούζ άρχισαν να ριζώνουν στο νέο τους χωριό και να προσαρμόζονται γρήγορα στη νέα ζωή, στη νέα πατρίδα. Ιδρυτές αυτού του νέου χωριού ήταν οι 65 οικογένειες από το Καρακαβούζ και λίγες από τα Κοτύωρα, τα χωριά της Τραπεζούντας, Νικόπολης και Κερασούντας, σύνολο 86 οικογένειες.
Όταν το Υπουργείου Βορείου Ελλάδος ζήτησε από την προσωρινή αρχή του χωριού να βρουν ένα ελληνικό όνομα αυτή κάλεσε τους κατοίκους σε ανοικτή γενική συνέλευση με αποτέλεσμα να ψηφιστεί ομόφωνα η πρόταση του Αλέξανδρου Στεφανίδη του Παναγιώτη, έτσι στο νέο τους χωριό έδωσαν το όνομα Βασιλίτσα. Ο κύριος λόγος ήταν γιατί οι περισσότερες οικογένειες όταν ήρθαν το 1922 το Βασιλίτση της Καλαμάτας ο κόσμος τους συμπαραστάθηκε πολύπλευρα. Το Υπουργείο αντιτάχθηκε σ’ αυτό το όνομα με το πρόσχημα πως είναι σλάβικο, χωρίς όμως να κάνει δική του πρόταση, με αποτέλεσμα το ζήτημα της ονομασίας να παραμένει σε εκκρεμότητα και οι μεν κάτοικοι να το αποκαλούν Βασιλίτσα και στα επίσημα κρατικά έγγραφα να ονομάζεται με το τούρκικο Ερεσελή.
Το παράδοξο αυτό γεγονός το διαπίστωσε ένας αξιωματικός στου στρατού όταν ήρθε στα μέσα του 1951 με ένα στρατιωτικό τμήμα στο χωριό και όταν στο καφενείο ρώτησε από πού ήρθατε και του απάντησαν από την επαρχία Ηράκλειας του Πόντου, τους πρότεινε να το ονομάσουν «Ποντοηράκλεια». Η πρόταση έγινε δεκτή με χαρά και σεβασμό όμως και πάλι έπρεπε να περάσουν πάνω από δέκα χρόνια για να ονομάζεται καθαρά και επίσημα «Ποντοηράκλεια», αυτό τελικά έγινε μετά την ίδρυση ξεχωριστής κοινότητας το 1963. Μέχρι τότε υπαγόταν στην Κοινότητα Ευζώνων. Οι πρόσφυγες κάτοικοι της Ποντοηράκλειας όπως άλλωστε όλοι οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν τα πρώτα χρόνια με καρτερικότητα και άφθαστο ψυχικό σθένος τη ζοφερή πραγματικότητα, πρωταρχικός στόχος η επιβίωση.
Η ανέχεια, οι ελλείψεις, η μιζέρια, η δυστυχία, οι αρρώστιες κ.α. ήταν η καθημερινή όψη της ζωής τους.
Μόνο το αλύγιστο ψυχικό τους σθένος τους κράτησε στη ζωή. Όμως με υπομονή και επιμονή μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους και να ξανακτίσουν νέο σπιτικό, νέο χωριό. Έτσι και οι πρόσφυγες της Ποντοηράκλειας κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να ριχτούν, μέσα στο στίβο της ζωής. Το ακριτικό τους χωριό σιγά σιγά με προσωπική εργασία, χρόνο με το χρόνο άλλαξε προς το καλύτερο.
Ο αγώνας για επιβίωση δεν τους αποθάρρυνε να ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, να οργανώνουν χορούς στις πλατείες ή χοροεσπερίδες σε σχολεία, καφενεία και αποθήκες για να διασκεδάσουν και να ψυχαγωγηθούν οι κάτοικοι του χωριού, αλλά και των γύρω χωριών. Η λειτουργία σχολείου στο νέο τους χωριό ήταν σε πρώτη προτεραιότητα, έτσι στις 10 Ιουλίου 1925 άρχισε να λειτουργεί το πρώτο σχολείο το οποίο στεγάστηκε στον αχυρώνα του Παύλου Χαρτοματσίδη. Το 1926 άρχισε με εθελοντική εργασία και με προσφορές του κόσμου η οικοδόμηση σχολικού κτιρίου. Η γρήγορη αύξηση των μαθητών επέβαλε την ανέγερση και δεύτερης αίθουσας, η οποία τώρα έγινε με έξοδα του κράτους.
Η πρώτη Εκκλησία
Δεύτερη μέριμνα των Προέδρων και των κατοίκων του χωριού ήταν η ανέγερση εκκλησίας, οι οικονομικές όμως δυνατότητες δεν επέτρεπαν την οικοδόμηση άμεσα ενός Ιερού ναού. Την λύση στο ζήτημα αυτό την έδωσαν οι καμπούρικες λαμαρίνες που υπήρχαν στα χαρακώματα των Αγγλογάλλων (1917). Πρωτοιερέας (1925) ήταν ο παπά Σπυρίδωνας από την Μεγάλη Στέρνα και τα επόμενα δυο χρόνια ο παπά Φώτης Βασιλειάδης από το Χέρσο. Αρχές του 1929 με την οικονομική ενίσχυση του κράτους (200.000δρχ) και την εθελοντική δουλειά των κατοίκων άρχισε η κατασκευή της πέτρινης τώρα εκκλησίας. Στην εκκλησία δόθηκε η ονομασία «Ιερός Ναός Προφήτης Ηλίας» σε ανάμνηση της εκκλησίας στο χωριό Καρακαβούζ του Πόντου.
Το πρώτο Ιατρείο
Το 1929, ύστερα από πολλές ενέργειες, επισκέψεις στο Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και τα αλλεπάλληλα διαβήματα και αιτήματα προς το Υπουργείο Υγείας πάρθηκε επιτέλους η πολυαναμενόμενη απόφαση ίδρυσης αγροτικού ιατρείου. Ως έδρα του ιατρείου του κοινοτικού συμβουλίου (κοινότητα Ευζώνων) με επικεφαλής τον πρόεδρο Αλέξη Ιωαννίδη και τον Πρόεδρο του χωριού Ν. Γεωργιάδη, αποφασίστηκε εξ αρχής το ιατρείο να γίνει στην Βασιλίτσα, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται και τα γύρω χωριά, Πλατανιά, Μικρόδασος, Εύζωνοι, Μεταμόφωση, Κορώνα, Ακρίτα, αλλά και τους γύρω Σαρακατσαναίους. Ο πόλεμος του ’40, η κατοπινή τριπλή κατοχή και ο εμφύλιος σπαραγμός που ακολούθησε έφεραν στην πατρίδα μας νέα δεινά, νέες πληγές και τεράστιες καταστροφές παντού. Με την λήξη του εμφύλιου πολέμου (29-8-49) όλα έπρεπε να ξαναρχίσουν από την αρχή. Οι Βασιλιτσιώτες επιστρέφοντας από το Πολύκαστρο, στην Αξιούπολη, την Θεσσαλονίκη (όπου είχαν καταφύγει) στο ερειπωμένο και λεηλατημένο χωριό τους, έπρεπε να περιμαζέψουν ότι απέμεινε γερό, να επιδιορθώσουν τα μισογκρεμισμένα σπίτια, αχυρώνες και στάβλους. Να μεριμνήσουν για τις ανάγκες του δύσκολου χειμώνα που είχαν μπροστά τους. Το χωριό σιγά σιγά με πολλή δουλεία έβαλε την βάση για την οικονομική και όχι μόνο ανάπτυξή του. Το χωριό παράλληλα με την οικονομική του ανάπτυξη αναπτύχθηκε και πληθυσμιακά και απαιτούσε περισσότερη καλλιεργήσιμη γη για τις ανάγκες των νέων οικογενειών που ήταν ακτήμονες. Αυτή η ανάγκη για καλλιεργήσιμη γη ήταν που οδήγησε τους αγρότες της Θεσσαλίας το 1956 σε εξέγερση. Στην Μακεδονία και ιδιαίτερα στον Νομό Κιλκίς στον αγώνα για απόκτηση καλλιεργήσιμης γης, ήταν οι κάτοικοι της Βασιλίτσας. Η φήμη που διαδόθηκε πως η Γεωργική Υπηρεσία πρόκειται να δώσει χωράφια σε νιόπαντρους, οδήγησε πολλούς νέους στο να παντρευτούν με αποτέλεσμα οι ακτημονικές οικογένειες στο χωριό να αυξηθούν το 1960 σε 160. Το επίσημο κράτος και οι άλλες υπηρεσίες επί χρόνια αντιμετώπιζαν το δίκαιο αίτημα των ακτημόνων με προκλητική αδιαφορία και πολλές φορές με απειλές. Όλα αυτά ανάγκασαν τους ακτήμονες αλλά και όλο το χωριό να προβούν τον Νοέμβριο του 1962 σε κατάληψη και καλλιέργεια τεμαχίου από το τσιφλίκι των Σουλτογιαννέων. Αυτή τους η πράξη ήταν μόνο η αρχή τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν και άλλες πιο δυναμικές με επεισόδια, συμπλοκές με την αστυνομία και δικαστήρια.
Ο αγώνας των ακτημόνων της Ποντοηράκλειας και των άλλων γύρω χωριών του Κιλκίς κράτησε αρκετά χρόνια, το αποτέλεσμα όμως σίγουρα δεν τους ικανοποίησε. Μπορεί να τους δόθηκαν κάποιες εκτάσεις, όμως οι οικογένειες των τσιφλικάδων του Κιλκίς κατάφεραν να κρατήσουν το ¼ περίπου των πιο εύφορων και αποδοτικών χωραφιών του νομού.
Το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα στην δωδεκαετία 1961-1973 δεν άφησε απ’ έξω την Ποντοηράκλεια, το διάστημα αυτό μετανάστευσαν περίπου 400 άτομα, νεαρής κυρίως ηλικίας και ακτήμονες. Όλοι αυτοί με την υπομονή και την ακούραστη δουλειά κατόρθωσαν να καλυτερέψουν την οικονομία τους, με αποτέλεσμα να οικοδομηθούν στο χωριό νέες μοντέρνες κατοικίες και κατ’ επέκταση να αλλάζει η όψη του χωριού προς το καλύτερο. Ακόμα στο χωριό μεταφέρθηκαν και πολλά αγροτικά εργαλεία και μηχανήματα κ.α.
Η μετανάστευση σίγουρα έδωσε τα θετικά της αλλά και τα αρνητικά της.
Στα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης, η Ποντοηράκλεια έφθασε στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής της, ‘έγινε ένα κεφαλοχώρι γεμάτο ζωντάνια και παλμό, ένα χωριό που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο κατάφερνε πάντα να ξεχωρίζει.
Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών ήταν επόμενο να πλήξει και την Ποντοηράκλεια, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πληθυσμιακό επίπεδο. Παρόλα αυτά παραμένει ένα χωριό σημείο αναφοράς για τον ακριτικό τόπο μας, με ανθρώπους που αγαπούν και νοιάζονται το χωριό τους, τα ήθη και έθιμα τους και την ιστορία τους. Με ανθρώπους που αν και πέρασαν εκατό χρόνια δεν ξεχνούν, συνεχίζουν να θυμούνται, να τιμούν και να ευχαριστούν του ανθρώπους που συμπαραστάθηκαν με περίσσευμα αγάπης στους προγόνους τους, όταν αυτοί ήρθαν από τον Πόντο πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1922, με πρώτο σταθμό τα πέντε χωριά της Μεσσηνίας, Κορώνη, Χαρακοπιό, Σαράτσα, Τσεφέρογου και Βασιλίτση. Έτσι, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του χωριού, προσκλήθηκαν και παραβρέθηκαν κάτοικοι του χωριού Βασιλίτση, με επικεφαλής τον Πρόεδρο του πολιτιστικού Συλλόγου Παναγιώτη Λυμπέρη.