Προκήρυξε ένα γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ πριν από τις εκλογές στον οποίο οι επιτυχόντες, υποτίθεται, θα διοριζόταν σε διάφορες κενές θέσεις του Δημοσίου. Μόνο που η επιτυχία τους αποδείχθηκε χωρίς αντίκρισμα, μιας και σήμερα, 15 μήνες μετά την επιτυχία τους οι 14.837 από τους επιτυχόντες παραμένουν αδιόριστοι και μόλις για 51 έχει δρομολογηθεί ο διορισμός.
Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη για δούμε πως στήθηκε αυτό το κόλπο γκρόσο πολιτικής απάτης. Ο νόμος προβλέπει ότι όλες οι θέσεις μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου θα καλύπτονται με επιτυχόντες του γραπτού διαγωνισμού (εκτός μερικών συγκεκριμένων εξαιρέσεων).
Το Δημόσιο λοιπόν προβλέπεται να κάνει 2 πράγματα: Αρχικά να εκτιμά τις ανάγκες του σε προσωπικό και μετά να ξεκινά τις διαδικασίες εύρεσης του προσωπικού που χρειάζεται.
Όντως, κάθε χρόνο γίνεται ο ετήσιος προγραμματισμός προσλήψεων για το επόμενο έτος. Πχ τον Οκτώβριο 2023, αποφασίστηκε ο προγραμματισμός προσλήψεων για το 2024, που προέβλεπε πάνω από 17.000 προσλήψεις. Στη συνέχεια το Δημόσιο προσδιορίζει τι προσόντων και ειδικοτήτων εργαζόμενους χρειάζεται για να καλύψει αυτά τα κενά ( απόφοιτους πληροφορικής, οικονομολόγους, μηχανικούς κ.ο.κ.) και προκηρύσσει τις αντίστοιχες θέσεις.
Όμως, επειδή το 2023 ήταν εκλογική χρονιά κι ο διαγωνισμός έπρεπε, για προφανείς ψηφοθηρικούς λόγους, να έχει γίνει πριν τις εκλογές του Μαΐου, δεν πρόλαβε η κυβέρνηση να αντιστοιχίσει τις ανάγκες σε προσωπικό με την προκήρυξη του γραπτού διαγωνισμού.
Είπε λοιπόν το εξής απίθανο: ελάτε να δώσετε στον γραπτό διαγωνισμό όσοι πτυχιούχοι θέλετε (με σχεδόν παντός είδους πτυχίο) και οι επιτυχόντες θα μπείτε σε μια δεξαμενή από την οποία θα αντλούμε προσωπικό προς πρόσληψη σε δεύτερο τόνο. Ποιοι και πόσοι θα ήταν, όμως, οι επιτυχόντες; Η λογική απάντηση είναι ότι οι επιτυχόντες θα έπρεπε να είναι τόσοι όσες οι προς κάλυψη κενές θέσεις στον προγραμματισμό προσλήψεων.
Όμως όχι! Για την κυβέρνηση έπρεπε οι επιτυχόντες να είναι όσο το δυνατό περισσότεροι, γιατί σε μια προεκλογική περίοδο ήθελε να μοιράσει σε χιλιάδες κόσμου που έψαχναν για δουλειά την προσδοκία της επικείμενης πρόσληψης.
Είπε, λοιπόν πως όσοι γράψουν από 55/100 και πάνω κατά μέσο όρο στις εξετάσεις, θα μπουν στη λίστα επιτυχόντων. Όσοι κι αν είναι αυτοί!
Συμμετείχαν στον διαγωνισμό 77.073 άτομα – θα μπορούσαν να έχουν πετύχει τη βάση του 55/100 πχ τα μισά και σήμερα να είχαμε μια δεξαμενή επιτυχόντων της τάξης των 35.000ατόμων!
Τι θα τους έκανε όλους αυτούς η κυβέρνηση; Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να ελπίζουν σε διορισμό όσο το δυνατό περισσότεροι, προεκλογικά. Μετά θα έβλεπε. Αυτό το μετά έχει έρθει, και 14.837 άτομα, δηλαδή το 99,65% (!!) των επιτυχόντων βρίσκονται σήμερα σε μια κατάσταση που δεν μπορούν να προγραμματίσουν τη ζωή τους.
Δεν γνωρίζουν πότε θα διοριστούν, φοβούνται ότι μπορεί και να μην διοριστούν μιας και η δεξαμενή επιτυχόντων μπορεί να έχει χρόνο ζωής 3 χρόνια, και γι’ αυτό ανησυχούν – δικαίως – ότι μπορεί ο επόμενος γραπτός διαγωνισμός που θα γίνει εντός του 2025, να τους πετάξει από τη δεξαμενή, στην οποία θα ενταχθούν οι επιτυχόντες του 2ου διαγωνισμού.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ψάχνουν ενδεχομένως για δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, μην ξέροντας πόσο πρέπει να επενδύσουν σε αυτή κι αν πρέπει να ενημερώσουν τον εργοδότη τους ότι επίκειται ο διορισμός τους στο Δημόσιο και πότε. Είναι σε μια κατάσταση επαγγελματικής αιώρησης μεταξύ του Δημοσίου και της αβεβαιότητας.
Κατάσταση που τους συνθλίβει και επηρεάζει την οικογένειά τους, την προσωπικότητά τους και κάθε σχέδιο που κάνουν για το μέλλον.
Μαθαίναμε στο σχολείο ότι στο Κράτος Δικαίου ( πρέπει να) ισχύει η αρχή της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος. Για ποια εμπιστοσύνη μπορεί κανείς να μιλήσει εδώ, όταν συνειδητά το κράτος εξαπατά χιλιάδες πολίτες με σκοπό να υφαρπάξει την ψήφο τους; Γι’ αυτό, ό,τι συμβαίνει με τους επιτυχόντες του γραπτού διαγωνισμού του ΑΣΕΠ μας αφορά όλους. Μας αφορά γιατί δεν πρέπει να ανεχόμαστε να εξαπατά το κράτος τους πολίτες. Η Δημοκρατία – ευτυχώς – είναι γεμάτη διεξόδους και λύσεις. Λύσεις που είναι δυνατόν να αλλάξουν πλήρως το παράδειγμα της σχέσης της Πολιτικής με τον Πολίτη. Μια από τις προϋποθέσεις για αυτή την αλλαγή παραδείγματος είναι η συμμετοχή. Σε κάθε έκφανση συλλογικής λειτουργίας ,έκφρασης και δράσης. Προφανώς και στις ευρωεκλογές
στις 9 Ιουνίου.