Η διαδρομή από τη Νάουσα για τη μικρή πόλη της Γουμένισσας διαρκεί περίπου μία ώρα. Μια ώρα η οποία είναι αρκετή για να σου αποκαλυφθεί όχι μ όνο η απερίγραπτη ομορφιά της βοριοδυτικής Ελλάδας αλλά και το καλοσυνάτο της πρόσωπο. Για τον Χρίστο Αϊδαρίνη τα παραπάνω χρειάζονται δευτερόλεπτα. Αρκεί μια χειραψία και ένα χαμόγελο και η εσωτερική του ομορφιά καθώς και το καλοσυνάτο του πρόσωπο είναι εκεί, μπροστά σου.
Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν θα έκαναν κάποιον να τον χαρακτηρίσει ρομαντικό. Εντάξει, διαθέτει αυτή την ανθρώπινη ζεστασιά που μόνο σε αυτή τη γωνιά της χώρας συναντάμε τόσο έντονα, αλλά έτσι όπως στέκεται μπροστά σου με το μεγάλο στρόγγυλο του πρόσωπο, το καπελάκι στο κεφάλι και την απλή του παρουσία περισσότερο δίνει την αίσθηση ενός αγρότη. Μα καλά, θα αναρωτηθείτε, ένας αγρότης δεν μπορεί να είναι ρομαντικός; Φυσικά και μπορεί, μόνο που σπάνια τείνουμε να συνδέσουμε το ρομαντισμό με έναν αγρότη. Βλέπετε αυτή η έννοια απαιτεί μια ευγενική, σοφιστικέ διάσταση που, εμείς οι ψευτοαστοί, συνδέουμε με ποιητάδες, ευζωιστές και εν γένει κουλτουριάρηδες.
Αρκούν ωστόσο 5 λεπτά για να καταλάβεις ότι ο Χρίστος Αϊδαρίνης διαθέτει όλα τα παραπάνω στοιχεία. Και επιπλέον ένα υψηλότατο επίπεδο λόγου και έκφρασης που γίνεται ιδιαίτερα έκδηλο όταν βρεθείς μαζί του στο παλιό σπίτι της μητέρας του, στο κέντρο της Γουμένισσας. Εκεί όπου ακόμα υπάρχει ένα μεγάλο μέρος της εκατόχρονης οινοποιητικής παράδοσης της οικογένειας.
Στο ισόγειο του μεγάλου κτίσματος μπορεί κανείς να δει τους κάδους ζύμωσης και τα απομεινάρια από το μεγάλο, για τα δεδομένα της εποχής, σπιτικό οινοποιείο. Και να μεταφερθεί μέσα από την αφήγηση του σε τρύγους άλλων εποχών…
Μια μικρή απότομη σκάλα οδηγεί στο υπόγειο, που επιτελούσε χρέη κελαριού. Σε μια γωνιά, καλυμμένες πια από τις αράχνες, καμιά δεκαριά μεγάλες γυάλινες νταμιτζάνες και παραδίπλα μερικά παλιά σκονισμένα μπουκάλια. _Να, πάρε ένα να το δοκιμάσεις, πρέπει να είναι από τις αρχές του _70_, μου γνέφει ο Χρίστος και εγών δεν χάνω την ευκαιρία να πιάσω στα χέρια μου την πολύτιμη φιάλη. Άλλωστε, μια τέτοια γευσιγνωστική εμπερία σε ταξιδεύει βαθιά στις ρίζες της ελληνικής οινικής ιστορίας. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η αμπελουργική ζώνη της Γουμένισσας ήταν ξακουστή εντός και εκτός συνόρων ήδη από τον 19ο αιώνα.
Οι πικιλίες ξινόμαυρο και νεγκόσκα είναι φυτεμένες στις ανατολικές πλαγιές του όρους Πάικου, σε αργιλοαμμώδη εδάφη που βρίσκονται σε υψόμετρο 200- 250 μέτρων. Εκεί βρίσκονται και τα 96 ιδιόκτητα στρέμματα της οικογένειας, που ωστόσο δεν φθάνουν παρά για να καλύψουν το 1/3 των αναγκών της, με το υπόλοιπο να προέρχεται από συμβεβλημένους παραγωγούς και συγγενείς.
Το σύγχρονο οινοποιείο που χτίστηκε λίγο έξω από την πόλη πριν από 10 χρόνια διαχειρίζεται όλη την ετήσια παραγωγή, από την οποία μόλις το 30% εμφιαλώνεται. Αυτό επιτρέπει στον Χρίστο Αϊδαρίνη να είναι πολύ αυστηρός με την πρώτη ύλη που θα χρησιμοποιηθεί για τις 4 ετικέτες που απαρτίζουν την γκάμα του. Οι 26 τόνοι σταφυλιού που εμφιαλώθηκαν την εσοδεία του 2005 - σε σύνολο 136(!) - δίνουν ένα παράδειγμα αυτής της αυστηρότητας.
Παρόλο που σήμερα ο Χρίστος Αϊδαρίνης είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός της περιοχής και το σύνολο παραγωγής του απορροφάται εντός της χρονιάς από την αγορά, δεν επαναναπαύεται στις δάφνες του. Βλέπει τη στροφή του κόσμου προς κρασιά με ριζικά διαφορετικό χαρακτήρα από αυτόν που προσφέρει η Γουμένισσα και την ταυτόχρονη συρρίκνωση του ιστορικού αμπελιών του τόπου του.
Για το λόγο αυτό φύτεψε παράλληλα διάφορες λευκές και ερυθρές ποικιλίες από τις οποίες το ερυθρό merlot και το λευκό sauvignon blanc εγκλιματίστηκαν ιδανικά στο μικροκλίμα της πριοχής. Μάλιστα, το τελευταίο δίνει ένα από τα καλύτερα δείγματα της χώρας, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη συχνή έλλειψή του από την αγορά. Παράλληλα, πολεμάει να τιθασεύσει το σκληρό και ρουστίκ χαρακτήρα της Γουμένισσας του, που συνήθως αποτελείται από ξινόμαυρο και νεγκόσκα σε αναλογία 60:40. Μια μικρή κάθετη γευσιγνωσία δείχνει ότι μάλλον τα έχει καταφέρει. Τα κρασιά του βέβαια δεν διεκδικούν δάφνες συμπύκνωσης και δύναμης, ωστόσο διαθέτουν εξαιρετικό αρωματικό δυναμικό ενώ ταυτόχρονα παραδίδουν μαθήματα σωστής χρήσης του βαρελιού που... λάμπει δια της απουσίας του.
Έτσι σε μια εποχή μαύρων, υψηλόβαθμων και υπερβολικά βαρελάτων κρασιών, ο Χρίστος Αϊδαρίνης δίνει τη δική του μάχη με όπλα τις ανθώδεις, ρουμπινιές, , δωδεκαμισάρες Γουμένισσές του. Μια μάχη που τον έχει καταστήσει έναν από τους πλέον σεβαστούς παραγωγούς της Β.Δ. Ελλάδας και που κάνει τον τίτλο “Ρομαντικός Πολεμιστής” να ακούγεται απόλυτα ταιριαστός γι’ αυτόν και τη δουλειά του.