Τρίτη 28 Δεκέμβρη 1992. Ένα τουριστικό λεωφορείο με ξένες πινακίδες σταμάτησε μπροστά στην είσοδο του δημαρχείου μας. Οι επιβάτες του δεν ήταν ηλικιωμένοι τουρίστες αλλά μικρά πολεμόπληκτα παιδιά.
Παιδιά στο λυκαυγές της ζωής τους, βγαλμένα από τη φρίκη και τη στάχτη ενός πολέμου ήρθαν στην πατρίδα μας για λίγη ζεστασιά. Ψυχές αθώες, πικρόζωστες, αγόρια και κορίτσια που κοιμήθηκαν «μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο», ήρθαν στην πόλη μας για λίγη οικογενειακή θαλπωρή, για λίγη ανακούφιση από τα δεινά του πολέμου.
Ήρθαν να σβήσουν τη δίψα τους μ’ ένα ποτήρι γάλα. Να παίξουν για λίγο ξέγνοιαστα σ’ αυλές χωρίς νάρκες. Στον χώρο της παραλαβής, Κιλκισιώτες όλων των ηλικιών καρτερούσαν με τις ώρες τα παιδιά απ’ τη ρημαγμένη, γειτονική χώρα.
Από τη χώρα, όπου τα περιστέρια της ειρήνης σώπασαν κι όπου το κελάηδημα του πουλιού πνίγηκε στον κρότο του κανονιού. Όπου οι πρωτεύουσες των νεκρών πληθαίνουν, το γέλιο έγινε δυσάλωτο και ευάλωτο το δάκρυ.
Ορθάνοιχτες οι αγκαλιές των συμπολιτών μας περίμεναν να σφίξουν μέσα τους τα βασανισμένα προσφυγόπουλα της μαρτυρικής Γιουγκοσλαβίας. Πρόσωπα παιδικά, σιωπηλά σαν ανάμνηση, με σκέψη βαριά και βλέμμα φοβισμένο, έπεφταν στην αγκαλιά του φιλόξενου λαού μας.
Στιγμές συγκινητικές, μεστές από αγάπη ξετυλίγονταν ενώπιόν μας, μέσα από τη γλώσσα της σιωπής. Η διεθνής γλώσσα του ματιού αντικατέστησε τη γλώσσα του λεξικού. Ο προσφυγικός Κιλκισιώτικος λαός σφιχταγκάλιασε τα παιδάκια από τους καταυλισμούς του Μπούκοβατς και του Κόρλοβο.
Και αυτά, τα δυστυχή, δειλά τα άμοιρα, με το φόβο να παραμονεύει στην άκρη της σκέψης τους και το δάκρυ να βαραίνει στα βλέφαρά τους κρατώντας σ’ έναν μπόγο τις θύμησές τους, προσπαθούσαν να ανταποκριθούν ευγενικά στο χαμόγελό μας.
Είμαστε ωραίος λαός, σκέφθηκα. Γίγαντας ολόρθος με καρδιά μικρού παιδιού. Ξέρει ο λαός μας να γελά, μα και να κλαίει ξέρει. Μοναδικός στο φιλότιμο και τη φιλοξενία. Αντέχουμε ακόμη στη φθορά των σύγχρονων καιρών.
Η συγκίνηση ήταν μεγάλη και η γλώσσα της μικρή. Κοινή μας διάλεκτος το χαμόγελο. Κάτι τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος εξανθρωπίζεται. θα μπορέσουμε να τα προσφέρουμε λίγη χαρά, τούτες τις άγιες μέρες που θα μείνουνε κοντά μας; Θα μπορέσει ο ηρωισμός του λόγου θα νικήσει τον ηρωισμό του όπλου, για να ξανακουστεί ξανά η φωνή του περιστεριού στην πονοπλάνταχτη Γιουγκοσλαβία;
Το παιδί που μας έλαχε ως οικογένεια το έλεγαν Νατάσα. Ήταν τότε δέκα χρονών. Την επομένη κιόλας πήγαμε στο Κιλκίς για ψώνια. Να την ντύσουμε με ρούχα ζεστά της αρεσκείας της. Δυο γυναίκες παραδίπλα μας άκουσαν ότι ενδιαφερόμασταν και για εσώρουχα και πως η πωλήτρια μας υπέδειξε το απέναντι μαγαζί.
Όταν πήγαμε στο μαγαζί αυτό, τα ρούχα ήταν ήδη πακεταρισμένα. Οι δύο γυναίκες απάντησαν με ένα στόμα. «Τόσα πήρατε εσείς, ας πάρουμε κι εμείς κάτι. Αφήστε μας να νιώσουμε αυτή τη χαρά». Ήταν μια όμορφη στιγμή καλοσύνης και αλληλεγγύης.
Ο καιρός ήρθε και πέρασε. Η Νατάσα μετά από τρεις βδομάδες γύρισε στην πατρίδα της. Τον πρώτο καιρό είχαμε αλληλογραφία, μετά χαθήκαμε. Πέρασαν αρκετά χρόνια, ώσπου μια μέρα, έλαβα ένα αίτημα φιλίας, στο φ/Β, με το όνομα Νατάσα Π. Κι αμέσως μετά ένα μήνυμα που έγραφε: «Είμαι η Νατάσα που με φιλοξενήσατε στο σπίτι σας, όταν η πατρίδα μου βομβαρδιζόταν. Δεν το ξέχασα ποτέ. Σας θεωρώ οικογένειά μου. Ζω στην Αμερική τώρα. Θα γυρίσω όμως στο Βελιγράδι». Γι’ αυτό και μόνο το μήνυμα αξίζει το Φ/Β. Ήταν μια ωραία έκπληξη, που συνέχισε τη γνωριμία μας, στεριώνοντας όμορφες στιγμές φιλίας.