Όταν ήρθε στην πατρίδα ο Γρηγόρης φοίτησε στη «Σχολή Λογιστών Κωνσταντινίδη» στη Θεσσαλονίκη, από όπου και πήρε πτυχίο λογιστή. Έμαθε ακόμη γερμανικά και γαλλικά εκτός από ρωσικά που ήδη ήξερε κι έπιασε άμεσα δουλειά στον Εποικισμό του Κιλκίς.
Η οικογένεια του Γρηγόρη Καραπιπέρωφ και μετέπειτα Θεοδωρίδη είχε οχτώ παιδιά. Ο ίδιος ήταν μεγαλύτερος από τα αδέρφια του. Στην Ελλάδα εκτός από τον Γρηγόρη ήρθαν και πέντε από τα αδέρφια του (τρία αγόρια και δύο κορίτσια), αφού οι δύο από τις μεγαλύτερες αδερφές του που ήταν παντρεμένες ακολούθησαν τους άνδρες τους στη Ρωσία.
Στον ερχομό για την Ελλάδα αρρώστησαν και πέθαναν πάνω στο βαπόρι οι γονείς του Γρηγόρη, Θεόδωρος και Κυριακή και τους έριξαν στη θάλασσα. Τα παιδιά τους τα πήρε ο αδερφός του πατέρα του Λάζαρος υπό την προστασία του. Στην Ελλάδα μετά την καραντίνα εγκαταστάθηκαν στο Μεταλλικό Κιλκίς, ένα χωριό που έμοιαζε με το Βεζίνκιοϊ.
Η προσφυγιά είναι πληγή βαθιά. Συχνά σημαδεύεται από γεγονότα που ξεπερνούν την πιο μεγάλη φαντασία. Ένα τέτοιο περιστατικό έμελλε να εξελιχθεί στα Απολυμαντήρια Καλαμαριάς, όταν ο πατέρας της Μερόπης, πήγε να αναζητήσει τα υπόλοιπα αδέρφια του, που ήρθαν στην Ελλάδα, εφτά χρόνια μετά από αυτόν, το 1921.
Στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς πρόσφυγες όλων των ηλικιών, μέσα σε αντίσκηνα και παράγκες, ζούσαν στοιβαγμένοι, ώσπου να περάσουν πρώτα από τη διαδικασία της απολύμανσης και να εγκατασταθούν μετέπειτα σε συνοριακούς νομούς της Βόρειας Ελλάδας, όπως οι αλλοτινοί Βυζαντινοί Ακρίτες, φύλακες των συνόρων.
Ο Χρήστος ήταν ένα προσφυγόπουλο, που πριν από το χάδι γνώρισε το δάκρυ και πριν από το γέλιο έμαθε το φόβο. Ένα μικρό παιδί, βγαλμένο από του ξεριζωμού τη μπόρα, ανήμπορο και να ονειρευτεί. Καθημερινά αντίκριζε το σκληρό πρόσωπο του θανάτου στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς.
Κάθε πρωί, με την πρώτη ανατολή, όταν οι αχτίνες του καλοκαιριού ήλιου χαράκωναν τον Θερμαϊκό βαθιά στα στήθια του, ο Χρήστος έπαιρνε το κασελάκι του λούστρου κι έβγαινε για μεροκάματο. Οι μόνοι του πελάτες κάποιοι ελάχιστοι υπάλληλοι και λίγοι επισκέπτες. Αν περίμενε από τους πρόσφυγες να βάψουν τα παπούτσια τους, δεν θα έβαφε ούτε ένα ζευγάρι.
Μια μέρα, εκεί που καθόταν κοντά στην είσοδο του καταυλισμού τον πλησιάζει ένας καλοντυμένος κύριος, που από το κουστούμι του και μόνο φαινόταν, ότι δεν ήταν πρόσφυγας. Μόλις τον είδε ο μικρός Χρήστος, δεν έχασε ευκαιρία, και τον ρώτησε: «Θέλετε να σας βάψω τα παπούτσια σας κύριε;» «Θέλω», του απάντησε εκείνος. Όχι γιατί ήταν άβαφα, αλλά γιατί ήθελε να δώσει χαρτζιλίκι στο μικρό λούστρο. Αλλά και ο Χρήστος, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ζήτησε περισσότερα από όσα έπαιρνε συνήθως και τα πήρε μάλιστα διπλά.
Ο άγνωστος κύριος, δεν ήταν άλλος από τον Γρηγόρη Θεοδωρίδη, που πήγε στα Απολυμαντήρια να δει, αν ήρθαν τα αδέρφια του από το Καρς. Με γυαλισμένα τα παπούτσια του μέσα στα «τσαμούρια» (λάσπες), άρχισε να ψάχνει στα αντίσκηνα, μήπως και βρει κανέναν δικό του. Τα προσφυγικά αντίσκηνα ήταν μεγάλα και χωρίζονταν εσωτερικά με παραβάν από σεντόνια, αφήνοντας μικρές χαραμάδες, που ένωναν κρυφά βλέμματα κι έδιναν ευκαιρίες για ειδύλλια. Κάπως έτσι ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε και η αδερφή του.
Μετά από πολύωρη αναζήτηση, σ’ ένα από τα αντίσκηνα βρίσκει επιτέλους τους δικούς του. Ήταν η πρώτη συνάντηση μαζί τους, ύστερα από χρόνια. Οι ρυθμοί της καρδιάς δονούσαν σε όλους τους απειθάρχητα. Δάκρυα συγκίνησης, σαν την πρωινή ψιχάλα, νότισαν τις ψυχές όλων τους. Σκέψεις γλυκές ξεχωριστής χαράς κι ανακούφισης πλημμύρισαν τα σωθικά τους, ώσπου ξαφνικά άνοιξε το παραβάν και μπήκε μέσα ο μικρός λούστρος.
«Ποιος είσαι εσύ που με ακολουθείς», τον ρωτά ο Γρηγόρης. «Είναι ο μικρός αδερφός σου», τού απαντούν τα αδέρφια του. Από τη μια πέταγε ο μικρός λούστρος από τη χαρά που ο άγνωστος κύριος ήταν αδερφός του κι από την άλλη ντρεπόταν γιατί του πήρε πολλά για το βάψιμο των παπουτσιών του….