ΣΤ’: Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΗΤΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΤΗΣ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑΣ;
Τον Γερμανό Καραβαγγέλη στην πλειονότητά του ο ελληνικός Λάος τον γνωρίζει ως Μητροπολίτη Καστοριά, λόγω της εθνικής δράσης που ανέπτυξε στον Μακεδονικό αγώνα στην περίοδο της εκεί ιεραρχίας του.
Ωστόσο ο γενναίος αυτός κληρικός, μέχρι του θανάτου του, συνολικά εθήτευσε στις ακόλουθες Μητροπόλεις.
1. Μητροπολίτης Καστοριάς (21.10.1900 – 5.2.1908)
2. Μητροπολίτης Αμασείας και Αμισού (5.2.1908 – 27.10.1922).
3. Μητροπολίτης Ουγγαρίας και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης (15.4. 1924 – 11.8.1924). Στις 12.8.1924 εκλέγεται Μητροπολίτης Αμάσειας και Αμισού κι επειδή φυσικά δεν υπάρχει ποίμνιο τοποθετείται στην Μητρόπολη Κεντρώας Ευρώπης ως Μητροπολίτης Αμασείας και Αμισού και ως Έξαρχος του Πατριαρχείου με έδρα τη Βιέννη.
Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι του θανάτου του (11.2.1935).
Πληροφορίες για την πρώτη περίοδο της Ιεραρχίας του (ως Μητροπολίτου Καστοριάς) παίρνουμε από τα απομνημονεύματα του ίδιου που κυκλοφόρησαν το 1958 από την Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών και το Ι.Μ.Χ.Α.
Για τις δράσεις του στον Πόντο, ως Μητροπολίτη Αμασείας και Αμισού, πληροφορίες παίρνουμε από το βιβλίο της Αντιγόνης Μπέλλου – Θρεψιάδου «Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη» (εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1984).
Τέλος τις πληροφορίες για την τρίτη περίοδο της ιεραρχίας του, ως Μητροπολίτη Ουγγαρίας και Έξαρχου Κεντρώας Ευρώπης, μας τις δίνει ο Μιχαήλ Θ. Στάϊκος Μητροπολίτης Αυστρίας και έξαρχος Ουγγαρίας και Μεσευρώπης στο έργο του «Γερμανός Καραβαγγέλης Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης» (Θεσ/νίκη 1998).
Κι ενώ η παρουσία του Καραβαγγέλη στη Μητρόπολη Καστοριάς εγγίζει τα όρια του θρύλου, η θητεία του στη Μητρόπολη Αμασείας και Αμισού (έδρα Σαμψούντα) παραμένει σχεδόν άγνωστη.
Σε κάθε περίπτωση, το ελλαδικό κατεστημένο αποσιώπησε, αν δεν πολέμησε, όλες τις εθνικές δράσεις και πρωτοβουλίες του γενναίου Ιεράρχη στον Πόντο διότι στη Σαμψούντα ο Καραβαγγέλης, ούτε προσωπικότητα άλλαξε, ούτε στερήθηκε εθνικών συγκυριών αποτρεπτικών της ανάδειξης του εκρηκτικού του χαρακτήρα.
Ή μήπως ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μετατιθέμενος στην Σαμψούντα , έπαυσε να ασχολείται με τα εθνικά θέματα και περιορίστηκε στο εκκλησιαστικό και κοινωνικό του έργο;
Είναι αλήθεια ότι αν και περιβαλλόμενος από την αίγλη του Μακεδονικού Αγώνα, με μεγαλύτερες τώρα εμπειρίες και ηλικιακή ωρίμανση, δεν ακολούθησε τις μεθόδους της Καστοριάς όπου κατά την ομολογία του ίδιου κυκλοφορούσε στα χωριά Κουνοπλάτι και Ζαγοριτσάνη «με το μαλιγχέρ στον ώμο και το πιστόλι ρεβόλβερ στην πέτσινη θήκη» (όρα απομνημονεύματα Μακεδονικού Αγώνα».
Βέβαια και τώρα ανέβαινε στο μαύρο άλογο και τώρα ήτανε εκρηκτικός στις ομιλίες του και τώρα οργάνωνε τις αντάρτικες ομάδες και τώρα έχριζε τους αρχηγούς των ανταρτών, τους οποίους εφοδίαζε με όπλα και πυρομαχικά, αλλά ο Αγώνας του εδώ στη Σαμψούντα είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνον της Καστοριάς.
Στον Μακεδονικό Αγώνα, είχε συγκεκριμένο και άμεσο αντίπαλο. Η κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Έλληνες ή τους Βουλγάρους, ήταν αγώνας δρόμου.
Στον αγώνα του αυτόν ο Καραβαγγέλης είχε συμμάχους τα ελληνικά προξενεία Θεσ/νίκης και Μοναστηρίου, τους Έλληνες αξιωματικούς του τακτικού στρατού και τις τοπικές αντάρτικες ομάδες που είχαν συνείδηση εθνικο – απελευθερωτικού Αγώνα.
Καμία από τις παραπάνω «υποδομές» δεν υπήρχε στον Πόντο. Και το σπουδαιότερο εκεί έλειπε ο Βούλγαρος δηλαδή ο άμεσος κίνδυνος.
Για πρώτη φορά οι Πόντιοι έδωσαν εθνικο – απελευθερωτικό περιεχόμενο στον «αγώνα» τους, όταν η πνευματική τους ελίτ (κυρίως της Τραπεζούντας) αισθάνθηκε ότι στην αναμπαμπουλα του Συνεδρίου Ειρήνης των Παρισίων, θα μπορούσε να βγει «λαγός» και για τους Πόντιους. Πατρίδα ζητούσαν οι Κούρδοι, πατρίδα ζητούσαν και οι Αρμένιοι στην ίδια περιοχή. Γιατί όχι και οι Πόντιοι;
Αυτές όμως οι ελπίδες ξεκίνησαν στις αρχές του 1919 όταν το αντάρτικό στα βουνά της Μπάφρας είχε ήδη ζωή τριών (3) ετών. Επομένως δεν ήταν αντάρτικο με εθνικο – απελευθερωτικό όραμα, αλλά αντάρτικο άμυνας για την προστασία των διωκόμενων Ελλήνων.
Όταν λοιπόν ο Καραβαγγέλης λέει στα απομνημονεύματά του ότι ο ίδιος οργάνωσε τις μικρές αντάρτικες ομάδες σε τακτικά και αξιόμαχα ανταρτικά σώματα, εννοεί ότι τις ομάδες αυτές τις βρήκε έτοιμες και δεν τις ίδρυσε ο ίδιος. Παραπέρα στα ίδια απομνημονεύματα παραδέχεται ότι οι ομάδες αυτές ιδρύθηκαν από την ανάγκη των διωκόμενων ελλήνων να προστατέψουν τους εαυτούς των και τις οικογένειές τους.
Στους αρχηγούς λοιπόν αυτών των ομάδων έδινε ο Μητροπολίτης το χρίσμα και όχι σε αρχηγούς – αντάρτες κάποιου εθνικο - απελευθερωτικού μετώπου.
Ωστόσο, μετά τη Συνθήκη του Μούδρου (30.10.1918) και κυρίως μετά τον «ξεσηκωμό» της πνευματικής ηγεσίας των Ποντίων, η οποία εκδηλώθηκε στο Συνέδριο των Παρίσιων και διεθνή forum και ο Καραβαγγέλης άρχισε να καλλιεργεί στις ψυχές των ανταρτών το μαχητικό πνεύμα της εθνικής ανεξαρτησίας. Για την ακρίβεια το πνεύμα αυτό είχε ξεκινήσει στα σχολεία μετά τη συνθήκη του Βερολίνου (1878) αλλά τόσο σοβαρά ζητήματα δεν ωριμάζουν σε 20 και 30 χρόνια.
Παρά ταύτα ο Καραβαγγέλης φαίνεται ότι ήταν η ψυχή των Ανταρτών και του Αγώνα τους.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα απομνημονεύματα του Μουτασαρίφι Τζανικής (Σαμψούντας) Καπαντζή Ζάδε Χαμίτ Μπέη (Kapancizade Hamit Bey).
Γράφει λοιπόν ο Μουτασαρίφης ότι κατά ην συνάντησή που είχαν ο ίδιος, ο στρατιωτικός εκπρόσωπος των Άγγλων λοχαγός Σώλτερ και οι Μπαφραίοι οπλαρχηγοί στο Ντερέκιοϊ (στο δρόμο Σαμψούντος – Μπάφρας κοντά στο Ταφλάν) οι Πόντιοι οπλαρχηγοί συμφώνησαν εντός τριών ημερών «να παραδοθούν» με αντάλλαγμα να γυρίσουν στα χωριά τους χωρίς διώξεις. Ωστόσο μέχρι την τρίτη μέρα ουδείς αντάρτης παραδόθηκε.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Solter (γράφει ο Μουτασαρίφης) «την επόμενη ημέρα, ο Γερμανός Καραβαγγέλης συναντήθηκε με κάποιους οπλαρχηγούς και τους επέπληξε για τη συμπεριφορά τους. Ιδιαιτέρως θύμωσε που δεν ισχυρίσθηκαν (στους Solter και Hamit Bey) ότι ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν για τον Ποντιακό Σκοπό. Και τους προειδοποίησε ότι, δεν επρόκειτο ποτέ να παραδοθούν».
Ο Solter φανερά εκνευρισμένος, δήλωσε στο Μουτασαρίφη ότι κατόπιν τούτου «ο παπάς δεν πρόκειται να μείνει στη Σαμψούντα πάνω από δεκαπέντε (15) ημέρες». Πράγματι ύστερα από 15 ημέρες ο Μητροπολίτης οδηγήθηκε στην Κων/πολη από τους Άγγλους με εξευτελιστικό τρόπο.
Στο πρώτο στάδιο της Μητροπολιτικής του θητείας στη Σαμψούντα (1908 – 1916) ο Καραβαγγέλης αφιερώθηκε κυρίως στο εκκλησιαστικό , εκπαιδευτικό και φιλανθρωπικό του έργο (εκκλησίες – σχολεία – ιδρύματα).
Όταν άρχισαν οι εκτοπισμοί και εξορίες των Ποτνίων (1916 – 1922) επιδόθηκε σε μια εκστρατεία προστασίας και διάσωσης των διωκόμενων με προσφυγές, διαμαρτυρίες και παραστάσεις τόσο στις οσμανικές Αρχές και Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσο και στην Ελληνική Κυβέρνηση. Δεν δίστασε μάλιστα στο καταχείμωνο του 1916 να επισκεφτεί τον στρατηγό και παλιό του γνώριμο Βεχήπ πασά στο Σούσεχιρ, προκειμένου να ζητήσει τη διαμεσολάβηση του στους Νεότουρκους για την παύση του εκτοπισμού των Ελλήνων. Και στην Κιουτάχεια πήγε τον Ιούλιο του 1921 προκειμένου να πείσει τον πρωθυπουργό Γούναρη για την ανάγκη συνεργασίας ελληνικού στρατού και Ποντίων ανταρτών. Την εποχή εκείνη μόνο στην μητροπολιτική του περιφέρεια οι αντάρτες ανερχότανε στις 25.000 άνδρες, αριθμός τον οποίο συνομολογεί και ο ίδιος ο Κεμάλ στην γνωστή του ομιλία (Νutuk).
Δυστυχώς η υπεροψία και απερισκεψία του επιτελή αξιωματικού Δούσμανη, απέτρεψε την υλοποίηση παρόμοιας σκέψης.
Ως Μητροπολίτης Αμισού, ο Καραβαγγέλης είχε τακτικές επαφές με το Πατριαρχείο και συχνές παρεμβάσεις στα εκκλησιαστικά πράγματα.
Δεδηλωμένος Βενιζελικός ο ίδιος, δύο φορές απέτυχε να εκλεγεί πατριάρχης, παραιτούμενος ισάριθμες φορές της εκλογής, την πρώτη χάριν του γηραιού Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Γερμανού (1913) και την δεύτερη χάριν του Μελετίου Μεταξάκη (1921).
Πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα βρισκότανε στην Κων/πολη είτε ως τοποτηρητής του θρόνου, είτε ως Συνοδικός, είτε εξόριστος από την Οσμανική Κυβέρνηση των Νεότουρκων.
Άλλωστε την σύλληψη και καταδίκη του σε θάνατο από το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, τα γλύτωσε επειδή ακριβώς δεν βρισκότανε στην Πόλη (ήτανε σε Πατριαρχική αποστολή στη Ρουμανία). Δεν απέφυγαν όμως τις καταδίκες τους σε θάνατο δι’ απαγχονισμού ο βοηθός του, Επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλης (έδρα Μπάφρα) και ο πρωτοσύγκελος του Μητροπολιτικού Ναού της Αγίας Τριάδος Πλάτων Αϊβαζίδης. (Σημείωση «Ο Αγριτέλης πέθανε από τις κακουχίες στη φυλακή πριν τη καταδίκη του, και ο Αϊβαζίδης καταδικασθείς απαγχονίστηκε»).
Τα τελευταία χρόνια, σκόπιμα ή όχι, αμφισβητούν πολλοί (ακόμη και Πόντιοι) την διακεκριμένη εθνική παρουσία και δράση του Γερμανού Καραβαγγέλη στον Πόντο και ισχυρίζονται ότι την «φωτιά» όλης της κρίσιμης περιόδου την έφαγε ο άτυχης επίσκοπος Ζήλων ο οποίος επάξια αναπλήρωσε τον απουσιάζοντα συνεχώς προϊστάμενο του, τόσο στα εκκλησιαστικά όσο και στα εθνικά του καθήκοντα.
Αν δεν το λένε, αφήνουν να εννοηθεί ότι άλλος ήταν ο Καραβαγγέλης της Καστοριάς και άλλος της Αμισού.
Ακόμη και ο Σάββας Ιωακειμίδης, άνθρωπος μορφωμένος που γνώριζε καλά τα της εκκλησίας, κατηγορεί στο βιβλίο του τον Καραβαγγελη για έλλειψη σύνεσης, διορατικότητας και διπλωματίας (Συμβολή εις την Γενικήν Ιστορία του Πόντου, Αθήνα 1985).
Σίγουρα η θριαμβική επιστροφή του στη Μητροπολιτική έδρα (μετά την Ανακωχή του Μούδρου) και οι πανηγυρισμοί των Σαμψούντιων, με πύρινους λόγους και εθνικά λάβαρα, αποτέλεσαν συμπεριφορά άφρονα και ασύνετη η οποία προκάλεσε τα αισθήματα των Τούρκων πολιτών.
Όμως ούτε οι εκδηλώσεις αυτές, ούτε το ανταρτικό μπορούν να αποτελέσουν το άλλοθι των Τούρκων για τους εκτοπισμούς και εξορίες των Ποντίων που ακολούθησαν. Η εθνοκάθαρση είχε αποφασισθεί από τους Νεότουρκους ήδη από το Συνέδριό τους στη Θεσσαλονίκη το 1909.
Είναι αλήθεια ότι ο Καραβαγγέλης δεν όρθωσε στη Σαμψούντα αντάρτικο ανάστημα όπως στην Καστοριά. Αυτή του όμως η στάση σε τίποτε δεν υποβαθμίζει την προσωπικότητα και τις δράσεις που ανέπτυξε ο Μεγάλος αυτός Ιεράρχης για την πατρίδα και το έθνος.
Αν στην Καστοριά ήταν ένας μάχιμος στρατιώτης και μάλιστα ανδρείος, στην Αμισό ήταν ο Ηγέτης.
Μαχητικός και οργανωτικός σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στην Καστοριά, εδώ έπαιξε τον ρόλο του σε πολλά επίπεδα (πατριαρχείο, Κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς).
Σε ότι δε αφορά τους αντάρτες ήταν το σημείο αναφοράς τους. Δεν αναγράφεται πουθενά , ούτε ένα επεισόδιο εναντίωσης κάποιου οπλαρχηγού κατά του Δεσπότη. Πέρα από την υλική στήριξη των ανταρτών, η παρουσία του και μόνο τους εμψύχωνε ηθικά και ψυχολογικά.
Γι’ αυτό και κυνηγήθηκε τόσο από Άγγλους (που ήθελαν να παίξουν στις πλάτες άοπλων Λαών) όσο και από τους Τούρκους. Και οι δύο εγνώριζαν ότι η απομάκρυνση (αν όχι η σωματική εκκαθάριση) του Δεσπότη από τη Σαμψούντα, θα σήμαινε ουσιαστικά «ευνουχισμό» του αντάρτικου αγώνα.
Ευθέως άλλωστε το ομολογεί ο Hamit Bey στα απομνημονεύματά του.
Γράφει συγκεκριμένα ο Hamit Bey – «Ο εκτοπισμός του Μητροπολίτη, άφησε ακάλυπτους τους παλληκαράδες (αντάρτες) και τους έγινε ένα γερό μάθημα. Οι εκκλήσεις για συγχώρεση και έλεος ακολούθησαν η μια την άλλη.
Στην ανακοίνωση που διανείμαμε μαζί με τον Σωματάρχη Refet Bey, δηλώσαμε ότι θα ανασταλεί η δίωξη όσων προτίθενται να ζητήσουν άσυλο μέσα σε 15 μέρες.
Άρχισε αμέσως η προσέλευση των ανταρτών».
Αυτή η ομολογία του Οσμανού μουτασαρίφη αποδεικνύει από μόνη της τον καταλυτικό ρόλο που έπαιζε και μόνο η παρουσία του Μητροπολίτη στην περιοχή.
Παρενέβαινε στις τουρκικές αρχές, κατήγγειλε τις βιαιοπραγίες των Τούρκων, συνομιλούσε με την ελληνική κυβέρνηση, το Πατριαρχείο και διεθνείς οργανισμούς, πίεζε τους Ρώσους για αποστολή στρατού στον Πόντο, συνέταξε με τον Χρύσανθο το Υπόμνημα που υποβλήθηκε στις 2.5.1919 στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων, εκπροσωπούσε τον τοπικό Χριστιανικό πληθυσμό στους εκπροσώπους των Συμμάχων και γενικά ήταν ο Ηγέτης στο πρόσωπο του οποίου συναντιόταν οι ελπίδες του ποιμνίου του για άμυνα και προστασία από τις βαρβαρότητες των Τούρκων.
Γι’ αυτό και οι Τούρκοι τον εξόρισαν δύο φορές βίαια στην Κων/πόλη και τελικά τον καταδίκασαν ερήμην σε θάνατο στις 21.9.1921 πλην όμως η απόφαση ουδέποτε εκτελέστηκε γιατί βρισκόταν στην Κων/πολη και σε διάφορες αποστολές του Πατριαρχείου στη Σερβία και Ρουμανία.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον άδικο να επιχειρείται μειωτική κριτική στο πρόσωπο του Δεσπότη για τα όσα έπραξε στη Σαμψούντα, συγκριτικά με την Καστοριά, γιατί ο ρόλος του στη Σαμψούντα ήταν αξιολογικά πιο σύνθετος και πιο περίπλοκος.
Εκτός κι αν οι επικριτές του, εμφορούνται από το πνεύμα του Σπυρίδωνα Βλάχου, Μητροπολίτη Ιωαννίνων και μάστορα της διαπλοκής.
Γιατί και τούτο πρέπει να λεχθεί.
Εκτός από τις παραπάνω μητροπόλεις, ο Καραβαγγέλης υπήρξε και Μητροπολίτης Ιωαννίνων (27.10.1922 έως 14.4.1924). Συγκεκριμένα επιστρέφοντας με πλοίο από Κωστάντζα (Ρουμανία) όπου ήταν σε πατριαρχική αποστολή, δεν κατέβηκε στην Κων/πολη ειδοποιηθείς για από κίνδυνο συλλήψεώς του. Ήδη είχε καταδικασθεί σε θάνατο από το δικαστήριο της Ανεξαρτησίας, και στο πλοίο του εδόθη η Συνοδική απόφαση τοποθέτησής του στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Για να εκκενωθεί η θέση, η σύνοδος τοποθέτησε τον Μητροπολίτη Σπυρίδωνα Βλάχο Μητροπολίτη Αμασείας και Αμισού (φυσικά ουδέποτε ο άνθρωπος πήγε στην Αμισό).
Όμως ο Σπυρίδων Βλάχος δεν ήταν ένας τυχαίος “ιερωμένος”. Είχε αιχμηρά δόντια. Κατόρθωσε να ξαναπάρει την έδρα του στη Μητρόπολη Ιωαννίνων και να «ξαποστείλει» τον Καραβαγγέλη στη … Βιέννη. Αυτός ο Σπυρ. Βλάχος συνέπραξε με τον Γεωργ. Τσολάκογλου στην κατάργηση της νόμιμης ιεραρχίας του στρατού, μετά την οποία ακολούθησε η γνωστή Συμφωνία Ανακωχής με τους Γερμανούς. Προς επιβράβευση των ραδιουργιών του το 1949 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Σήμερα, άγνωστο γιατί, στην επετηρίδα της Μητρόπολης Ιωαννίνων ουδέ καν αναγράφεται ότι από την έδρα αυτή πέρασε ως Μητροπολίτης και «κάποιος» Γερμανός Καραβαγγέλης (οράτε, internet, σχετική ιστοσελίδα).
Άξιος ο μισθός τους!...