Τα χνώτα του ταιριάξανε με μια παρέα και κάθε απόγευμα πίνουν το καφεδάκι τους και τα λένε. Τι λένε; Αναπολούν το παρελθόν φυσικά αφού όνειρα για το μέλλον δεν μπορούν πια να κάνουν. Εκτός απ’ τον Θόδωρο είναι ο κυρ Παντελής, ο κυρ Γιώργης, η κυρα Χαρίκλεια, η κυρα Μαρία και τέσσερις πέντε ακόμη. Λιγομίλητος συνήθως ο Θόδωρος. Λιγομίλητος και μελαγχολικός.
Το οργανωτικό πνεύμα της παρέας είναι ο μπαρμπα-Μήτσος. Εύθυμος τύπος, κατεβάζει συνεχώς ιδέες για να γλυκάνει κάπως την καταθλιπτική ατμόσφαιρα του γηροκομείου. Για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2020, κανόνισε να αφηγηθεί ο καθένας ένα σημαντικό γεγονός από το παρελθόν που έμεινε ανεξίτηλο μέσα του και να το μοιραστεί με την παρέα. Θα ακολουθούσε συζήτηση και γλεντάκι με τραγούδια παλιά που θα τα συνόδευε με την κιθάρα του ο κυρ Νίκος.
Και έφθασε κάποτε η σειρά του Θόδωρου.
-Εγώ, τους είπε, θα σας αφηγηθώ τον πρώτο μου έρωτα.
Και άρχισε ο λιγομίλητος κυρ Θόδωρος και τελειωμό δεν είχε. Αυτό δεν ήταν αφήγηση, ένας λυτρωμός ήταν από έναν σεβντά που κουβαλούσε μέσα του για χρόνια και χρόνια.
«Ήτανε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 40. Τέλειωσε η γερμανική Κατοχή, ήμουν στα δεκατέσσερά μου χρόνια και χαιρόμουνα τη ζωή. Τις Κυριακές πήγαινα στην εκκλησία της ενορίας μας στην μεγάλη μας πόλη και κρατούσα τα εξαπτέρυγα. Ήτανε η γιαγιά μου βλέπεις που με έστρεψε από μικρό στην εκκλησία με το όνειρο να με καμαρώσει στο μέλλον…παπά. Το κακό δεν άργησε να γίνει. Κρατούσα το εξαπτέρυγό μου μπροστά στο Ιερό και αίφνης το μάτι μου έπεσε στον γυναικωνίτη. Τι ήταν αυτό που είδα… Μια ξανθιά οπτασία με μελένια μάτια κοίταζε κάτω και κάπου κάπου σταυροκοπιόταν. Τρελάθηκα. Ήταν γύρω στην ηλικία μου και αφού αντιλήφθηκε το επίμονο κοίταγμά μου άρχισε κι αυτή να μου ρίχνει κλεφτές ματιές. Ένα θανατηφόρο αλλά τόσο γλυκό τσίμπημα κέντρισε την καρδιά μου. Παρέλυσα. Γυρίζαμε με τα εξαπτέρυγα ακολουθώντας τον ιερέα αλλά εγώ περίμενα τη στιγμή που θα είχα οπτική επαφή με τον γυναικωνίτη για να τη δω. Και δώστου οι ματιές και δώστου τα τσιμπήματα στην καρδιά μου. Σε κάποια φάση ξέχασα να γυρίσω με τους άλλους και έμεινα εκεί ακίνητος σαν χάχας να αγναντεύω τ’ όνειρο. Θεέ μου τι είν’ αυτό που νιώθω; Ανατράπηκε εντός μου ο ρυθμός του κόσμου. Ένιωθα τύψεις που μέσα στον ιερό χώρο της εκκλησίας, έκανα τέτοιες αγνές αλλά αμαρτωλές σκέψεις μα ήταν κάτι που ξεπέρναγε τον εαυτό μου και την πίστη μου. Κάτι θείο, κάτι ιερό, κάτι που ανεβάζει τον άνθρωπο στ’ αστέρια, κάτι που οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμασαν έρωτα. Ναι, ήταν ο πρώτος και τελευταίος έρωτας της ζωής μου.
Έκτοτε μετρούσα τις μέρες της εβδομάδας για να έρθει η Κυριακή, να ντυθώ παπαδάκι και να ανταλλάσσω ματιές με την … Αλήθεια πώς την έλεγαν;
Με το σχόλασμα της λειτουργίας στήθηκα στην έξοδο και την διπλάρωσα.
-Πώς σε λένε; τη ρώτησα με θάρρος που απορούσα από πού το βρήκα.
-Μαιρούλα με λένε. Εσένα;
-Θοδωρή.
Μια φωνή ακούστηκε και η Μαιρούλα εξαφανίστηκε.
Από τότε, ο ξανθός άγγελος μπήκε μέσα στην ύπαρξή μου για τα καλά. Μπήκε αυθάδικα στα όνειρά μου και έκανε κατάληψη. Με την εικόνα της κοιμόμουνα και με την εικόνα της ξύπναγα το πρωί. Έβλεπα στο όνειρό μου τη Μαιρούλα να την απειλούν κάποιοι κακοί. Πεταγόμουν μπροστά τους σαν τον Ζορό, τους έδιωχνα απειλώντας τους με το ξίφος μου και η Μαιρούλα έπεφτε μετανιωμένη στην αγκαλιά μου. Μετανιωμένη από τι; Δεν ξέρω αλλά εγώ έτσι την ήθελα, μετανιωμένη. Έκανα όνειρα για ‘’να τα φτιάξουμε’’ όπως άκουγα από τους μεγάλους. Τι θα πει όμως ‘’να τα φτιάξουμε’’; Άντε να φιληθούμε όπως στον κινηματογράφο και μετά; Δεν μπορούσα να δώσω απαντήσεις. Η πληγή του έρωτα όμως μου κατέτρωγε τα στήθια και καταλάβαινα από ένστικτο ότι η ίδια πληγή κατέτρωγε και τη δική της ύπαρξη. Δεν ξαναμιλήσαμε. Ματιές και μόνο ματιές…και όνειρα…όμορφα όνειρα για μια ζωή με ροζ ανταύγειες…και το αίμα απ’ την πληγή να τρέχει…
Τα χρόνια πέρασαν. Η οικογένειά μου μετακόμισε σε άλλη πόλη λόγω της μετάθεσης του πατέρα. Την ημέρα της μετακόμισης η ψυχή μου έκλαιγε. ‘’Δεν θα την ξαναδώ, γιατί Θεέ μου, γιατί;’’
Τα χρόνια πέρασαν και η Μαιρούλα έγινε πια μια γλυκιά ανάμνηση σε μια γωνιά του μυαλού μου. Παντρεύτηκα τη συχωρεμένη την κυρα Παναγιώτα. Έζησα καλά μαζί της-δεν λέω- αλλά εκείνο το πρώτο τσίμπημα της καρδιάς έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο μέσα μου. Τι να έγινε άραγε η Μαιρούλα; Τι ζωή έκανε; Πέρασε καλά στη ζωή της; Θα με θυμάται άραγε; Και πώς θα με θυμάται;»
-Τέλειωσα φίλοι μου. Ακούω τα σχόλιά σας.
Ακούστηκαν πολλά σχόλια. Κάποιοι θυμήθηκαν αντίστοιχες δικές τους ιστορίες. Η μόνη που δεν συμμετείχε στο διάλογο ήταν η κυρά Μαρία που δάκρυζε συνεχώς.
-Βρε Μαρία, της λέει ο μπαρμπα-Μήτσος, τόσο πολύ σε άγγιξε η ιστορία; Σταμάτα να κλαις και πες κάτι κι εσύ.
-Η Μαιρούλα είμαι…
Υ. Γ. Φίλοι μου εύχομαι ολόψυχα καλή χρονιά με υγεία για όλους και ας είμαστε αισιόδοξοι. Πλησιάζει η ώρα που ‘’στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε’’. Φροντίστε μόνο να είμαστε όλοι παρόντες…