Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2024, 7:29:23 πμ
Σάββατο, 12 Σεπτεμβρίου 2020 21:47

Χαμένα όνειρα

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης, Δάσκαλος.

Νυχτώνει στα μάτια του μπαρμπα-Θόδωρου. Καθηλωμένος στο κρεβάτι του στο γηροκομείο αναπολεί τη ζωή του.
Βλέπει ένα οχτάχρονο αγοράκι, τον Θοδωρή, να αλωνίζει με τους φίλους του τα τσαΐρια στο χωριό που γεννήθηκε. Βλέπει τον Θοδωρή έφηβο να δουλεύει σκληρά στα χωράφια δίπλα στον πατέρα του. Τον παρακολουθεί στα εικοσιπέντε του να ανταλλάσσει κρυφές ματιές με τη συγχωριανή του την Ελένη που χορεύει πρώτη στο πανηγύρι του χωριού. Ο φτερωτός Θεός του έρωτα κεντάει την καρδιά τους και γρήγορα ανεβαίνουν τα σκαλιά της εκκλησίας. Όταν έρχονται στη ζωή τους τα δύο αγόρια τους, μετακομίζουν στην κοντινή επαρχιακή πόλη για μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά τους.


Βλέπει ο μπαρμπα-Θόδωρος τον εαυτό του να παλεύει στην οικοδομή για να αναστήσει τα καμάρια του. Θηρίο δίπλα του και η Ελένη δίνει τον δικό της αγώνα για να μην λείψει τίποτα στα παιδιά τους.
Μεγάλωσαν τα παιδιά, μορφώθηκαν, βρήκαν καλές δουλειές, παντρεύτηκαν και κάναν δικά τους παιδιά. Έκαναν όνειρα ο Θόδωρος με την Ελένη. Θα περάσουν όμορφα τα τελευταία χρόνια τους. Θα χαρούν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Χαλάλι οι θυσίες τους.
Γρήγορα ήρθαν τα άσχημα μαντάτα. Οι δυο γιοι μάλωσαν άσχημα για το μοίρασμα της περιουσίας. Βλέπεις η περιουσία δεν είναι πίτα για να πάρεις ένα μαχαίρι και να την μοιράσεις επακριβώς. Από κοντά κι οι νύφες να ρίχνουν λάδι στη φωτιά και κόπηκαν οι καλημέρες ανάμεσα στα δύο αδέλφια, ξέκοψαν και τα εγγόνια. Φαρμακώθηκαν ο Θόδωρος με την Ελένη. Τόσο αγώνα και να βλέπουν τα παλικάρια τους στα δικαστήρια…
Έφυγε από τη ζωή φαρμακωμένη η Ελένη και ο Μπαρμπα-Θόδωρος έμεινε εντελώς μόνος του. Οι φυσικές του δυνάμεις άρχισαν σιγά σιγά να τον εγκαταλείπουν. Πρώτα τα μάτια του που τα ταλαιπωρεί ο καταρράκτης, στη συνέχεια η ακοή και τα κινητικά προβλήματα. Πατά στα 85 του χρόνια και δεν μπορεί πια να αυτοεξυπηρετηθεί ο Θόδωρος. Τα δύο παιδιά του αποφασίζουν να τον κλείσουν στο γηροκομείο. Έρχονταν κάπου κάπου στην αρχή να τον δουν αλλά κοντεύει χρόνος που δεν πάτησε κανείς τους.
Μαύρη η ψυχή του ολημερίς, μαύρη και η καρδιά του. Αισθάνεται την ψυχή του να είναι φυλακισμένη σ’ ένα γέρικο και άρρωστο σώμα. Κοντά σ’ όλα τ’ άλλα ήρθε τελευταία και ο κορονοϊός που θερίζει τα γηροκομεία και ο τρόμος μεγάλωσε.
Πονάει παντού ο Θόδωρος. Πονάει σ’ όλο του το σώμα και σκέφτεται κι όσο σκέφτεται πονάει κι η ψυχή του. ‘’Θυσίασα όλη μου τη ζωή μαζί με τη συγχωρεμένη γι’ αυτά τα δύο παιδιά και τι καταλάβαμε; Αυτή έφυγε πικραμένη κι εγώ αργοσβήνω καθημερινά’’. Θυμάται αντίστοιχες περιπτώσεις φίλων του και σκέφτεται: ‘’Κάτι δεν πάει καλά μ’ εμάς τους Έλληνες γονείς. Θυσιάζουμε τη ζωή μας για τα παιδιά μας και φεύγουμε φαρμακωμένοι. Κάτι δεν πάει καλά’’.
Έρχεται επιτέλους ο λυτρωτής ύπνος και βλέπει ο μπαρμπα-Θόδωρος ένα όμορφο όνειρο. Ήτανε λέει μεσημέρι Πρωτοχρονιάς και είναι όλη η οικογένεια μαζεμένη στο πατρικό σπίτι. Το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι στρωμένο και άρχοντας ο Θόδωρος καμαρώνει την σπορά του. Πλάι του η Ελένη και παραδίπλα τα δυο παλικάρια τους με τις νυφάδες. Τα εγγόνια τιτιβίζουν χαρούμενα και ο Θόδωρος σηκώνει το ποτήρι για τις ευχές. Μετά το φαγητό ανταλλάσσουν δώρα και χαλάει ο κόσμος από τις χαρούμενες φωνές των παιδιών. Τι ευτυχία Θε μου…
Η τηλεόραση παίζει το γιορταστικό πρόγραμμα και ξαφνικά απλώνεται στην ατμόσφαιρα η υπέροχη μελωδία. Είναι το βαλς του Μάνου Χατζιδάκη απ’ την ταινία ‘’Χαμένα όνειρα’’. Σηκώνεται ο Θόδωρος, αρπάζει απ’ τη μέση την Ελένη και ξεχύνονται σ’ ένα ξέφρενο χορό. Λικνίζονται στο χώρο, κάνει γυροβολιές η Ελένη και ο Θόδωρος τα δίνει όλα. Τελειώνει η θεία μελωδία, τελειώνει και το βαλς και ακολουθούν τα χειροκροτήματα από παιδιά κι εγγόνια.
Το πρωί οι υπάλληλοι του γηροκομείου βρήκαν νεκρό τον μπαρμπα-Θόδωρο με ένα χαμόγελο αποτυπωμένο στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο.