Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024, 11:16:06 πμ
Κυριακή, 09 Ιουλίου 2023 13:05

Δύο συν μία θλίψεις

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης

ΘΛΙΨΗ 1

Φθινόπωρο του μακρινού 1969. Η οικογένεια Ιωσηφίδη μετακομίζει από τα Διαβατά Θεσσαλονίκης σε δικό της διαμέρισμα στην Θεσσαλονίκη. Η οικογένεια αποτελείται από τον πατέρα Γιάννη, την μητέρα Ελένη και τα δυο παιδιά, την Μαρία και τον Μάκη. Το φορτηγό περιμένει στον δρόμο και σε λίγο φορτώνεται με την οικοσκευή. Τα παλιά έπιπλα (ντουλάπες, σερβάντα, μπουφές, μπαούλα κτλ.) παραμένουν στο παλιό σπίτι. Δεν έχουν καμιά θέση στο καινούριο διαμέρισμα στο οποίο έχουν ήδη τοποθετηθεί καινούρια σύγχρονα έπιπλα (σκρίνιο, νέες σύγχρονες ντουλάπες, βιβλιοθήκη κτλ).

Ο δεκαπεντάχρονος Μάκης νιώθει δυνατά και ανάμεικτα συναισθήματα. Απ’ τη μια η απέραντη θλίψη κατακυριεύει την ψυχή του. Αφήνει το πατρικό του σπίτι στο οποίο γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε τα πανέμορφα παιδικά και τα πρώιμα εφηβικά του χρόνια. Από την άλλη χαίρεται που ανοίγει για αυτόν μια νέα σελίδα. Τον περιμένει η μεγάλη πολύβουη πόλη με τα θέατρα, τους κινηματογράφους, τις βιβλιοθήκες, τις συναυλίες…

Σε λίγο το φορτηγό ξεκινά. Τα συναισθήματα δεν είναι πια ανάμεικτα στην ψυχή του Μάκη. Η θλίψη κυριαρχεί και ριζώνει για πάντα στα άδυτα της ύπαρξής του. Μια θλίψη που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα και θα τον συνοδεύει μέχρι την τελευταία του πνοή.

ΘΛΙΨΗ 2

Καλοκαίρι του 1985. Το πρώτο πατρικό σπίτι του Μάκη στα Διαβατά έχει πάθει σημαντικές ζημιές από τους σεισμούς του 1978. Η οικογένεια αποφασίζει το γκρέμισμα του σπιτιού ενόψει μάλιστα της επερχόμενης αξιοποίησης του οικοπέδου επειδή είχε πια ενσκήψει και στα Διαβατά η λαίλαπα της αντιπαροχής.

Ο Μάκης είναι παρών στο γκρέμισμα. Βλέπει τα μαστόρια να αδειάζουν το σπίτι από τα παλιά έπιπλα. Όσα θεωρούν ότι είναι σε κάπως καλή κατάσταση τα φορτώνουν στην καρότσα ενός τρακτέρ. Τα υπόλοιπα τα σπάνε με ένα σφυρί για να τα χρησιμοποιήσουν ως ξυλεία. Κάθε σφυριά είναι και μια μαχαιριά στην ψυχή του Μάκη. Σε λίγο αρχίζει το γκρέμισμα. Το γκρέιντερ ξεκινά από την σκεπή. Εξαφανίζονται τα κεραμίδια και σε λίγο χάνονται και οι τοίχοι. Μετά από κάποια ώρα, το πρώτο πατρικό σπίτι του Μάκη δεν υπάρχει πια. Εικόνες, χρώματα, οσμές κι αρώματα χάνονται οριστικά και παραμένουν πια σαν γλυκιές αναμνήσεις στην ψυχή του.

Ο Μάκης αποχωρεί με την καρδιά του κομμάτια. Αυθόρμητα σιγοψιθυρίζει τον στίχο του Τάσου Λειβαδίτη κεντημένο με τη θεία μουσική του Μίκη:

                      ‘’Το ‘δερνε αγέρας κι η βροχή

                      μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή

                      Αχ, το σπιτάκι μας κι αυτό είχε ψυχή…’’

ΘΛΙΨΗ 3

Στο δεύτερο πατρικό σπίτι του Μάκη στην Θεσσαλονίκη οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη. Εκεί ζει τα όψιμα εφηβικά του χρόνια δεμένα με την ιερή εικόνα του πατέρα που τα βράδια αποκαμωμένος από τη δουλειά στο κυλικείο στο Βαρδάρη, κάθεται με τη ρόμπα του στην πολυθρόνα και βλέπει τηλεόραση προσπαθώντας να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Σε λίγο το κεφάλι γέρνει. Η κυρα Λένη μόνιμα στην κουζίνα ετοιμάζει φαγητά και μεζέδες. 

Και φτάνουμε στο καλοκαίρι του 2022. Ο πατέρας ταξίδεψε για την γειτονιά των αγγέλων εδώ και πολλά χρόνια και από πέρσι έφυγε και η κυρα Λένη. Ο Μάκης από το Κιλκίς όπου ζει επισκέπτεται συχνά το δεύτερο πατρικό του σπίτι. Κάθεται με τις ώρες και αναπλάθει μέσα του τις εικόνες των γονιών του. Μέχρι που ήρθε η ώρα της αξιοποίησης. Οι κληρονόμοι αποφασίζουν να το νοικιάσουν επιπλωμένο σε φοιτητές επειδή το σπίτι είναι κοντά στο Πανεπιστήμιο. Τα έπιπλα του 1969 βέβαια είναι πια ξεπερασμένα και ντεμοντέ. Αποφασίζουν να κρατήσουν κάποια ελάχιστα και τα υπόλοιπα να τα δώσουν σε κάποια υπηρεσία.

Ο Μάκης είναι παρών την ημέρα της παράδοσης. Οι εργάτες διαλέγουν τα έπιπλα που είναι σε καλή κατάσταση και τα κατεβάζουν στο φορτηγό. Τα υπόλοιπα ογκώδη έπιπλα τα διαλύουν για να τα μεταφέρουν. Τώρα διαλύουν την μεγάλη βιβλιοθήκη. Γκαπ γκουπ χτυπάνε το έπιπλο και την ίδια ώρα δέχεται τα χτυπήματα και η καρδιά του Μάκη. Η βιβλιοθήκη στην οποία στέγασε όλον τον πλούτο της λογοτεχνίας και της ιστορίας που συγκέντρωνε τόσα χρόνια με τόση αγάπη από το ‘’Κατώι του βιβλίου’’ στην Αριστοτέλους. Η βιβλιοθήκη που στέγασε τους δίσκους βινυλίου που αγόραζε για χρόνια από το δισκοπωλείο του Άλκη εκεί κάπου στην Αγίου Δημητρίου. Η βιβλιοθήκη που στέγασε…και τι δεν στέγασε… Την ίδια τύχη είχε και η πολυθρόνα του πατέρα. Οι εικόνες των γονιών άρχισαν να ξεθωριάζουν μέσα στην ψυχή του Μάκη. Οι μέρες πέρασαν, το διαμέρισμα ασπρίστηκε και τα καινούρια σύγχρονα έπιπλα βρήκαν τη θέση τους.

Και πάει ο Μάκης να δει το αναμορφωμένο διαμέρισμα. Κοιτάζει και ψάχνει τις αγαπημένες εικόνες των γονιών του. Δεν βλέπει τίποτα. Οι ξεθωριασμένες εικόνες έχουν πια εξαφανιστεί.

Αποχωρεί θλιμμένος, μπαίνει στο αυτοκίνητο και από το cd ακούγεται κυματιστός ο στίχος του Διονύση Σαββόπουλου:

            ‘’Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία…’’