Βέβαια, ἐντὸς τῶν πόλεων, τὰ τελευταῖα πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως χρόνια, κάποιες ἐπιλεκτικὲς ἄδειες ἐδίδοντο σὲ μερικοὺς Κρῆτες, πρὸ κειμένου καὶ πάλι νὰ ἐξυπηρετηθοῦν οἱ κατακτητές, διότι χρειάζονταν ταχυτέρα ἀνταπόκρισιν ἀπὸ τοὺς ὑποτελεῖς τους. Κατ’ ἐπέκτασιν, ὅταν κάποιος ἀπὸ τοὺς Κρῆτες ἐθεωρεῖτο σημαντικός, γιὰ τοὺς Τούρκους, τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ διαβιῇ ἐντὸς τῶν πόλεων.
Μὲ τὸ ξέσπασμα τῆς ἐπαναστάσεως ὅμως αὐτοὶ οἱ ἐλάχιστοι Κρῆτες, ποὺ κατοικοῦσαν ἐντὸς τῶν τειχῶν, ἐστάθησαν τὰ πρῶτα θύματα τῆς ὀργῆς τῶν ὀθωμανῶν.
Οἱ πρῶτοι ποὺ ἐδέχθησαν τὸ μένος τῶν Τούρκων ἦσαν οἱ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν συντεχνιῶν, ἤ ἄλλως τῶν σναφιῶν. Πρῶτοι νεκροί, κατακρεουργημένοι, κάποιος Ἀντώνης, ἀπὸ τὸ Μελισσουργιὸ τῆς Κισσάμου, ἀρχηγὸς τῶν σιδηρουργῶν καὶ ὁ Μανώλης Ζυμβρακάκης, ἀρχηγὸς τῶν ῥαπτῶν, ποὺ κατοικοῦσαν στὰ Περιβόλια, ἀλλὰ συνέπεσε νὰ εὑρισκονται ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες στὰ Χανιά.
Ἰδίαν τύχη εἶχαν καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες ποὺ ἔτυχε νὰ εὑρίσκοντο ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἐντὸς τῆς πόλεως τῶν Χανίων ἀλλὰ καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἁπλῶς εἰσήρχοντο στὴν πόλι γιὰ νὰ ἐργαστοῦν στὰ καταστήματά των.
Τὰ κρεουργημένα σώματα τὰ πετοῦσαν οἱ ὀθωμανοὶ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη, μὲ στόχο νὰ μεγαλώνουν τὶς συνθῆκες τρομοκρατίας ποὺ ἤδη ἀσκοῦσαν οἱ ὀθωμανοί.
Στὸ Σέλινο ἐπίσης οἱ σφαγὲς τῶν Κρητῶν ξεκίνησαν σχεδὸν ταὐτοχρόνως μὲ αὐτὲς τῶν Χανίων καὶ τοῦ Ἡρακλείου. Περισσότεροι ἀπὸ δύο χιλιάδες ὑπολογίζονται οἱ σφαγιασθέντες.
Στὸν Θέρισο, ἕνας σούμπασης, ἐπιστάτης τοῦ χωριοῦ, ὀνόματι Σκυλομεμέτης, ποὺ μαζὺ μὲ τὴν δουλεία, τὴν ὁποίαν ἐπέβαλε στοὺς Κρῆτες, ἐκμεταλλευόταν τὴν θέση του γιὰ νὰ ἁρπάζῃ ἀκόμη καὶ τὶς γυναῖκες τῶν Κρητῶν, ἐμπρὸς στὰ μάτια τῶν συζύγων καὶ τῶν γονέων τους, εἶχαν συγκεντρωθῆ ἀρκετοὶ Κρῆτες ὁπλαρχηγοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔδειχναν νὰ ἀνέχονται τὰ ὄργια τοῦ Σκυλομεμέτου. Στόχος τους ἦταν νὰ ἀποκοιμίσουν τὰ ἔνστικτά του καὶ νὰ μπορέσουν νὰ δράσουν αἰφνιδίως. Ἄλλως τὲ ἀπὸ τὸ κέντρο διοικήσεως τῶν Σφακίων εἶχαν λάβῃ ἐντολὴ νὰ κερδίσουν χρόνο, πρὸ κειμένου νὰ φθάσουν ἀπὸ τὴν Ὕδρα καὶ τὶς Σπέτσες ὁδηγίες καὶ ἐνισχύσεις.
Τὶς ἴδιες ἡμέρες ὅμως φθάνει πληροφορία στοὺς ὀθωμανοὺς τῶν Χανίων γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσηι τῆς Καλαμάτας ἀπὸ τοὺς Μανιᾶτες καὶ οἱ Γενίτσαροι ὀργιάζουν κι ἑτοιμάζονται νὰ ἐκστρατεύσουν κατὰ τῶν Κρητῶν ὁπλαρχηγῶν, ποὺ εὑρίσκοντο στὸν Θέρισο.
Οἱ Κρῆτες ὁπλαρχηγοί, ποὺ παρέμεναν ὑπομονετικῶς στὸν Θέρισο, μαθαίνουν πὼς ἡ φρουρὰ τῶν Χανίων θὰ ἐνίσχυε τοὺς Τούρκους τοῦ Θερίσου κι ἀποφασίζουν νὰ ἐνεργήσουν πρῶτοι. Ὁ Ἰωάννης Παπαδογιωργάκης ἤ Γερανιώτης (ἀπὸ τὸ Γεράνιον), μὲ εἰκοσιπέντε νέους, ὁρκισμένους ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, ἐπετέθῃ στὸν πύργο τῆς Χαρβάτας καὶ ἐφόνευσε δέκα Τούρκους, καταφέρνοντας νὰ συλλέξῃ πολλὰ ὅπλα.
Στὴν συνέχεια ἐπετέθῃ κατὰ τοῦ τουρκοχωρίου Κυρτομάδου, «ὅπου καταλαβόντες τοὺς Τούρκους ἀγάδες εἰς κραιπάλη, εἰς τὸ καφενεῖον, ἐφόνευσαν δεκαπέντε ἀπὸ αὐτούς, ἐπῆραν ὅσα ὅπλα κατώρθωσαν νὰ εὕρουν καὶ ἔφυγαν πρὸς τὰ ὑπὲρ τὸ Θέρισον καὶ παρὰ τὰ Καμπιὰ ὑψώματα», γράφει ὁ Κόκκινος.
Στὸ μεταξύ, ἀπὸ τὶς 11 Ἰουνίου τοῦ 1821 οἱ γενίτσαροι τῶν Χανίων ἐφρενίασαν, ἀπὸ τὶς πληροφορίες ποὺ ἔφθαναν διαρκῶς, κι ἐτοιμάσθησαν ἐπειγόντως γιὰ ἐκστρατεία μὲ προορισμὸ τὸν Θέρισο.
Στὴν διαδρομή τους ἔσφαζαν ἀδιακρίτως. Ὄχι μόνον αὐτοὺς ποὺ συναντοῦσαν στὴν διαδρομή, ἀλλὰ εἰσέρχοντο στὶς οἰκίες καὶ δὲν ἄφηναν κάτι ὄρθιο στὴν διαδρομή τους γιὰ τὸν Θέρισο. Κατέλαβαν δὲ τὰ περάσματα καὶ διεμέλιζαν κάθε διερχόμενον.
Στὶς 14 Ἰουνίου τοῦ 1821 ἐδέχθησαν τὴν πρώτη ἐπίθεσι οἱ Κρῆτες, ἀπὸ τὸν Ἰμπραὴμ Ταμπουρατζῆ καὶ ἑξήντα γενιτσάρους, ἰδιαιτέρως γνωστοὺς γιὰ τὶς ὠμότητητές τους.
Ἡ δράσις τοῦ Παπαδογιωργάκη ἐχαρακτηρίσθῃ ὥς ἄρνησις καταβολῆς φόρων κι ὄχι ὥς ἐπανάστασις, γιὰ νὰ μὴν ἀναθαῤῥήσουν οἱ λοιποὶ Κρῆτες.
Τὴν ἔξοδο τοῦ Ταμπουρατζῆ ἐπληροφορήθῃ ὅμως ὁ Ἀναγνώστης Παναγιώτου, ὁ ὁποῖος ἀμέσως διέταξε νὰ ἀποσυρθοῦν τὰ γυναικόπαιδα ἀπὸ τὴν κωμόπολι, πρὸς τὰ βουνά, καθῶς ἐπίσης καὶ νὰ εἰσβάλουν οἱ εἰς τὰ περίχωρα τοῦ Θερίσου ὁπλαρχηγοί, πρὸ κειμένου νὰ καθαρίσουν τὴν κωμόπολι ἀπὸ τὸν Σκυλομεμέτη καὶ τὴν φρουρά του.
Ἀκολούθως ὁ Παναγιώτου κατέλαβε τοὺς Λάκκους καὶ μαζύ του συνέπραξαν ὁ Δασκαλάκης ἤ Τσελεπῆς, ὁ Ἰωάννης Χάλης, ὁ Ἰωάννης Παπαδογεωργάκης, ὁ Παπανδρέας, ὁ Μουτσογιάννης κι ὁ Σήφακας.
Οἱ Τοῦρκοι πλησίασαν ἀρκετὰ στὶς θέσεις ποὺ κατεῖχαν οἱ Κρῆτες ὁπλαρχηγοί, ὅταν οἱ Κρῆτες αἰφνιδίως ἐπετέθησαν καὶ τοὺς ἐκτύπησαν. Ἀντεστάθησαν γενναίως καὶ κατάφεραν ὑποχωρῶντας νὰ καταφύγουν στὸ χωριὸ τῶν Κεραμειῶν Λοῦλο, καταλαμβάνοντας τὰ σπίτια, ὅπου κι ἐπολιορκήθησαν ὑπὸ τῶν Κρητῶν.
Ἡ μάχη διήρκεσε καθ΄ ὅλην τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ τὸ σούρουπο κατέφθασε πρὸς ἐνίσχυσι τῶν Κρητῶν ὁ ὁπλαρχηγὸς Ἀνωπόλεως Βαρδουλομανοῦσος μὲ εἴκοσι ἄνδρες κι ἐκτύπησε ἀπὸ τὰ νῶτα τοὺς Τούρκους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τραποῦν εἰς φυγήν. Οἱ Κρῆτες τοὺς κατεδίωξαν ἔως τοῦ χωριοῦ Νεροκούρου, μίαν ὥρα ἔξω ἀπὸ τὰ Χανιά. Δεκαοκτὼ ἀπὸ τοὺς γενιτσάρους, μαζύ τους κι ὁ Ταμπουρατζῆς, ἔπεσαν στὴν μάχη. Πολλὰ ὅπλα καὶ πολεμοφόδια ἔμειναν στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων.
Ἡ ἐπανάστασις στὴν Κρήτη ξεκίνησε.
Συμφώνως μὲ τὸν Κόκκινο ἡ παραπάνω μάχη ἦταν ἐξ ἴσου σημαντικὴ μὲ αὐτὲς τοῦ Βαλτετσίου, τῶν Βασιλικῶν καὶ τῆς Γράνας.
Πληροφορίες ἀπὸ τὴν «Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις», Διονύσιος Κόκκινος