Εγκατέστησαν Διοικήσεις, δηλαδή Νομάρχες, Κοινότητες με Κοινοτάρχες Βουλγάρους. Ίδρυσαν Βουλγαρικά Σχολεία με δασκάλους Βούλγαρους, ίδρυσαν Βουλγαρικές Εκκλησίες με ιερείς Βούλγαρους σχισματικούς. Κοντολογίς εγκατέστησαν στα κατακτηθέντα ελληνικά εδάφη ό,τι χρειάζεται για να λειτουργήσει ένα συγκροτημένο Κράτος.
Πολλοί Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στα μη κατακτηθέντα ελληνικά εδάφη.
Οι Βούλγαροι βέβαια έδειχναν και μη ικανοποιημένοι, γιατί ζητούσαν και τη Θεσσαλονίκη με την περιοχή της, καθώς επίσης και τη Δυτική Μακεδονία. Οι Γερμανοί αρνήθηκαν και τελικά παραχώρησαν στη Βουλγαρία το δικαίωμα να ιδρύσουν Λέσχες, κάτι σαν Προξενεία στη Θεσσαλονίκη, στην Έδεσσα, στην Καστοριά και μερικά άλλα μέρη. Οι Λέσχες τροφοδοτούσαν τους Σλαβόφωνους Έλληνες με τρόφιμα (αλεύρι, ζάχαρη, όσπρια κ.ά.) και ασκούσαν βάναυση προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας και υπέρ της Βουλγαρίας. Πέραν τούτου υπόσχονταν ένα σωρό παραχωρήσεις για να πείσουν τους κατοίκους – εννοείται των μη κατακτηθέντων εδαφών της Μακεδονίας – ότι, αν βγάλουν Βουλγαρικές ταυτότητες, ότι δηλαδή είναι Βουλγαρικής καταγωγής, θα τύχουν όλων των παραπάνω προνομίων.
Με την προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης οι Βούλγαροι, με την πάροδο του χρόνου ασχολήθηκαν με ένα θέμα που τους απασχόλησε πολύ.
Το θέμα αυτό είναι οικονομικής φύσεως και είναι το εξής: Η Βουλγαρία είχε μεγάλες οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τις περιοχές των Σκοπίων (Γευγελή, Τίτο Βέλες, Σκόπια, Μοναστήρι κ.ά.). Για να εξυπηρετεί το εμπόριο με τις περιοχές αυτές, το κατάφερνε με δύο σιδηροδρομικές γραμμές: Μία με τη γραμμή Σερρών – Θεσσαλονίκης και μία με τη γραμμή Θεσσαλονίκης – Γευγελής – Σκοπίων. Επειδή όμως οι δύο αυτές γραμμές έχουν κέντρο διέλευσης τη Θεσσαλονίκη, και επειδή η διαδρομή Σέρρες – Θεσσαλονίκη – Γευγελή – Σκόπια είναι πολύ μεγάλη, σκέφτηκαν το εξής: Να κατασκευάσουν μια σιδηροδρομική γραμμή, η οποία να ενώνει το Χέρσο Ν. Κιλκίς με το Πολύκαστρο, ώστε να μικραίνει η απόσταση μεταξύ των δύο περιοχών και να διευκολυνθεί η διακίνηση του εμπορίου. Πράγμα που πραγματοποίησαν. Όμως η περιοχή αυτή (δηλαδή Χέρσο – Πολύκαστρο) είναι μη κατοικήσιμη και θα ήταν στο έλεος των ανταρτών, σκέφτηκαν να εγκαταστήσουν φυλάκια επανδρωμένα για τη φύλαξη της σιδηροδρομικής γραμμής. Ένα τέτοιο φυλάκιο κατασκεύασαν και στην αγροτική περιοχή της Ποντοηράκλειας.
Μία ημέρα του Σεπτεμβρίου του 1944, ο πατέρας μου με τον υποφαινόμενο, φορτώσαμε το κάρο σιτάρια για να τα πάμε στην περιοχή Γοργόπης – Στάθη να τα κάνουμε αλεύρι σ’ ένα νερόμυλο της περιοχής. Ήταν νύχτα, γύρω στις 4 – 5. Ο μοναδικός δρόμος που υπήρχε, περνούσε δίπλα από το βουλγαρικό φυλάκιο. Μόλις πλησιάσαμε, ένας φακός μας τύφλωσε τα μάτια και μια άγρια φωνή ακούστηκε: «Στόι Γκρέκο». Ο πατέρας μου πήδησε από το κάρο και σταμάτησε τα βόδια. Ο Βούλγαρος σκοπός έριξε το φως του φακού μια στον πατέρα μου, μια σε μένα, μια στο κάρο, μια προς τα πίσω. Πλησίασε έπειτα το κάρο και περιτριγύρισε τον φακό στα σακιά. Μ’ ένα μαχαιράκι τρύπησε δύο σακιά. Είδε το περιεχόμενο και μας έκανε νόημα να φύγουμε.
Όταν φθάσαμε στην ξύλινη γέφυρα του Αξιού πριν από την Αξιούπολη – είχε ήδη ξημερώσει – μας σταμάτησε ο Γερμανός σκοπός της γέφυρας. Έλεγξε το περιεχόμενο των σακιών και μας άφησε να περάσουμε. Φθάσαμε στον μύλο. Εκεί στον μύλο είπαν στον πατέρα μου ότι η σειρά του θα ‘ρθει τη νύκτα. Πράγματι τις νυκτερινές ώρες κάναμε το αλεύρι και το γιαρμά και τις πρωινές ώρες της άλλης ημέρας ξεκινήσαμε το ταξίδι της επιστροφής.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας που περιμέναμε να ‘ρθει η σειρά μας για την άλεση των σιτηρών, ο πατέρας μου με έβαλε να βόσκω τα βόδια. Εκεί υπήρχε ένας πολυετής πλάτανος, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ήταν πολύ μεγάλος και από μέσα του ήταν κούφιος. Τόσο μεγάλος, που στην κουφάλα του ήταν δεμένες τρεις κατσίκες.
Όταν τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας επιστρέψαμε στο σπίτι, εγώ πήγα κατ’ ευθείαν στο κρεβάτι. Είχα αρπάξει ένα φοβερό κρυολόγημα.
Ύστερα από 13 χρόνια από το γεγονός αυτό των παιδικών μου αναμνήσεων, σαν δάσκαλος του χωριού Στάθης, μιλούσα στους Σταθιώτες για τον πλάτανο, που στην κουφάλα του ήταν δεμένα τα τρία κατσίκια. Όλοι θυμήθηκαν τον πλάτανο. Δυστυχώς, μου είπαν κάποιοι, κόψανε τα κλαδιά του για καυσόξυλα και ο κορμός ξηράθηκε.
Μπορεί κάποιος από τους αναγνώστες της παιδικής μου αυτής ανάμνησης να αναρωτηθεί: Γιατί σε μια τόσο σημαντική εργασία – άλεση σιτηρών σε μακρινό τόπο – ο πατέρας μου πήρε εμένα μαζί του και όχι ένα από τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου; Υπενθυμίζω ότι οι εποχές ήταν δύσκολες για τους νέους. Αντάρτες από τη μία μεριά. Αντάρτες από την άλλη (Αριστεροί, Δεξιοί). Υπήρχε κίνδυνος από όλους για τους νέους που κυκλοφορούσαν εδώ και εκεί να αρπαχτούν και να ενταχθούν στις τάξεις τους.
Πηγή: Το βιβλίο μου: «ΜΝΗΜΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ» - Τηλ.: 2310 302476
Η σιδηροδρομική γραμμή Χέρσου - Πολυκάστρου Ν. Κιλκίς
Γράφει ο Γεωργιάδης Πολύκαρπος, Συνταξιούχος δάσκαλος.
Όπως είναι γνωστό την 6η Απριλίου 1941, η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της Ελλάδας, την οποία και κατέκτησε. Ήδη είχε συμφωνήσει με τη Βουλγαρία να της παραχωρήσει την Ανατολική Μακεδονία και σχεδόν όλη τη Θράκη, αν μπει στον πόλεμο στο πλευρό της. Αυτό το πραγματοποίησε αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας. Η Βουλγαρία, που από χρόνια ονειρευόταν την κατάκτηση της Μακεδονία για να έχει διέξοδο στο Αιγαίο Πέλαγος, δέχθηκε μετά χαράς τη συμφωνία με τη Γερμανία. Έτσι τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν ελεύθερα μέσα από τη Βουλγαρία και κατέκτησαν την Ελλάδα. Από πίσω, σαν ουρά, ακολούθησαν οι Βούλγαροι. Οι Βούλγαροι όμως δεν μπήκαν στην Ελλάδα μόνον σαν κατακτητές. Προσάρτησαν τα εδάφη που της παραχωρήθηκαν.