Το κουρμπάνι είναι η αιματηρή θυσία και η προσφορά ζώων για υγεία («Κουρμπάνια χωργιαν’κά για ντι γεια»), την προστασία των καλλιεργειών από την ανομβρία (όντας είν’ ξέρα φκιαν’ θυσία ‘ςτο Θεγό»), την ημέρα της γιορτής ενός αγίου προστάτη του οικισμού ή μιας ομάδας επαγγελματιών («φκιαν’ θυσία ‘ςτουν άγιο που γιουρτάζ’»). Σύμφωνα με τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (1926) το κουρμπάνι είναι λέξη τουρκική που σημαίνει τον αμνό τον σιτευτό, ο οποίος σφάζεται κατά τη γιορτή «κουρμπάν μπαϊράμ», που συμπίπτει με το μεγάλο προσκύνημα (χατζηλίκι) της Μέκκας.
Κουρμπάνια με σφαγή αμνών γίνονται του αγίου Γεωργίου σε διάφορους οικισμούς του Ν. Κιλκίς όπως στον ΕΥΡΩΠΟ, στο ΚΑΜΠΟΧΩΡΙ και στο ΠΟΛΥΚΑΣΤΡΟ την πρώτη Δευτέρα μετά του αγίου Γεωργίου. Οι Σαρακατσάνοι, όπως γράφει η φιλόλογος - λαογράφος Ζέτα Παπαγεωργοπούλου «θεωρούσαν τον άγιο Γεώργιο προστάτη των κοπαδιών και το ‘χαν τάμα να θυσιάσουν, να κάνουν κουρμπάνι (ιδιωτικό) στον άγιο ένα ζώο. Το έτρωγαν γλεντώντας και κοιτούσαν το κόκκαλο της πλάτης για να μαντέψουν σημαντικά γεγονότα της οικογενειακής και ομαδικής τους ζωής».
Στην ΤΟΥΜΠΑ κουρμπάνι γίνεται του αγίου Αθανασίου του καλοκαιρινού στις 2 Μαΐου, στη ΓΡΙΒΑ της Αναλήψεως, στην ΚΑΣΤΑΝΕΡΗ του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου, στον ΟΜΑΛΟ κατά το γενέθλιον της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου.
Στις 8 Νοεμβρίου, ημέρα μνήμης των Ταξιαρχών, έκαναν κουρμπάνι με σφαγή κριαριού οι Στενημαχίτες του Κιλκίς.
Το έθιμο αυτό ήταν διαδεδομένο στην Ανατολική Ρωμυλία και μάλιστα σε ένα σπάνιο κείμενο του 1911 διαβάζουμε για τον τελετουργικό τρόπο σφαγής στα χωριά της Μεσήμβριας και για το γλέντι που ακολουθούσε. Ο ταύρος που επρόκειτο να σφαγιασθεί έπρεπε να είναι εκλεκτός 2-5 ετών, υγιής, να μην έχει μπει στο ζυγό και να μην είναι καταπονημένος, αλλά να έχει αναπαυθεί για την τελετή που προοριζόταν. Οι παρευρισκόμενοι προσκολλούσαν ένα αναμμένο κερί στο κέρατο του, με λιβάνι τοποθετημένο σ’ ένα κεραμίδι το θυμιάτιζαν στο πρόσωπο και ο παπάς διάβαζε μια «ευκή». Στη συνέχεια έριχναν το ζώο σε έναν λάκκο βάθους μισού μέτρου που είχαν ανοίξει γι’ αυτό το σκοπό και με ένα μαχαίρι έκαναν στο λαιμό του ζώου το σχήμα του σταυρού. Έπειτα το έσφαζαν προσέχοντας το κεφάλι του να είναι στραμμένο προς τα ανατολικά. Τα κόκκαλα του ταύρου ρίχνονταν στα κεραμίδια των οικιών για να μη γίνουν βορά των σκυλιών και με το αίμα του άλειβαν το μέτωπο των αγοριών και των κοριτσιών σε σχήμα σταυρού για «γερωσύν’», δηλαδή χάριν υγείας. Το δέρμα πωλούνταν αμέσως κατόπιν δημοπρασίας μεταξύ των χωρικών και το ωμό κρέας, σε ίσια κομμάτια, μοιραζόταν στα σπίτια. Το υπόλοιπο κρέας το έβραζαν με ρύζι σε καζάνια κάτω από το δέντρο που ήταν δεμένος ο ταύρος πριν τον σφάξουν. Το βράδυ στο χώρο της θυσίας παραθέτονταν δείπνο, στο οποίο κάθονταν όλοι οι συγχωριανοί, αφού είχαν φέρει από το σπίτι τους ψωμί και τα αναγκαία τρόφιμα. Τα σπλάχνα δίνονταν προνομιακά στους θύτες και όλοι από κοινό ασκί έπιναν κρασί κάνοντας σπονδή, δηλ. ρίχνοντας λίγο στο χώμα. (Γεώργιος Μέγας, Θυσία ταύρων και κριών εν τη ΒΑ Θράκη, Λαογραφία 1911).
Στη Στενήμαχο η γιορτή του αγίου Τρύφωνα γιορταζόταν με μεγαλοπρέπεια στο ομώνυμο παρεκκλήσι στην Αμπέληνο και έπαιρνε, όπως έγραφε ο Τάσος Μπάσογλου, τη μορφή μεγάλης θρησκευτικής γιορτής και πανηγυριού: «Ο δρόμος από την ενοριακή εκκλησία του αγίου Γεωργίου ως το παρεκκλήσι του αγίου Τρύφωνα στολίζονταν με αψίδες και πράσινες γιρλάντες στις οποίες κρεμούσαν κληματόβεργες με τσαμπιά ξερών σταφυλιών που τα διατηρούσαν για αυτό το σκοπό, κλαδευτήρια, σβανάδες, δικέλια και ότι άλλο αμπελουργικό σύνεργο και εργαλείο διέθεταν». Το ζώο, που τα κέρατά του ήταν στεφανωμένα με κληματσίδες οδηγούνταν στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα, όπου ο παπάς το ευλογούσε και του διάβαζε την ειδική ευχή για τα ζώα του Αγίου Μόδεστου. Την επόμενη, ημέρα της εορτής του αγίου, το κρέας τεμαχισμένο έβραζε σε μεγάλα καζάνια στο προαύλιο της εκκλησίας. Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας κρέας με το ζωμό του, μαζί με το σταφύλι, μοιράζονταν σαν «ευλογία» στους πιστούς.
Οι Στενημαχίτες που ήρθαν στο Κιλκίς το 1925 τήρησαν το έθιμο του κουρμπανιού. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες για την τέλεση του κουρμπανιού προπολεμικά παρά μόνο δημοσιεύματα για τις γιορτές που πραγματοποιούσαν την ημέρα αυτή: «Οι εν τη πόλει μας εγκατεστημένοι Στενημαχίται επανηγύρισαν φέτος μετά πάσης μεγαλοπρεπείας την εορτή του προστάτη των Αγίου Τρύφωνος. Μετά την ιεράν λειτουργίαν οι Στενημαχίται εδέχθησαν εις τα γραφεία της οργανώσεώς των τας αρχάς και τον λαόν, προσέφερον δε αναψυκτικά. Η επί της υποδοχής επιτροπή απετελείτο από τους Π. Τσαγγάρην, Νικ.Βοσκίδην (, Βογιατζήν, Αθ. Τσορμπατζάκον, Γεώργιον Κουτρούκην και τον κοινοτικόν σύμβουλον Απ. Τσαγγάρην». (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ 3-2-1932). Σε άλλο δημοσίευμα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ στις 5-2-1936 διαβάζουμε: «Οι ενταύθα Στενημαχίται και Μεσημβρινοί ετέλεσαν χθες εις τον ιερόν ναόν του Αγίου Δημητρίου την επέτειον εορτήν του προστάτου της αμπελουργίας Αγ. Τρύφωνος. Μετά το πέρας της λειτουργίας εγένετο δεξίωσις των μεν Στενημαχιτών εις τα γραφεία του συλλόγου των Στενημαχιτών αμπελουργών, των δε Μεσημβρινών εις την οικίαν του Δ. Χουρμούζη Διαμαντοπούλου… Το εσπέρας εδόθη χορός εκ μέρους των Στενημαχιτών εις την αίθουσαν του Αδαμίδου, όστις διήρκεσε μέχρι των πρωινών ωρών».
Τελευταία φορά που έγινε σφαγή ζώου γι’ αυτό το σκοπό ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 80, όταν αγοράστηκε από το Σύλλογο Στενημαχιτών «ο άγιος Τρύφων» και οδηγήθηκε στα σφαγεία του Κιλκίς. Σήμερα το κρέας για το κουρμπάνι αγοράζεται από τα κρεοπωλεία της πόλης και διανέμεται στο προαύλιο της εκκλησίας του αγίου Δημητρίου.
Το πιο διάσημο κουρμπάνι είναι της Γουμένισσας, στην οποία εγκαταστάθηκαν το 1924 πρόσφυγες από το Άνω Βοδενό της Στενημάχου. Η γιορτή στο παρεκκλήσι του αγίου Τρύφωνα, που χτίστηκε το 1960, έχει πανηγυρικό χαρακτήρα και μαζί με τους ντόπιους εκατοντάδες επισκέπτες απολαμβάνουν το κρέας του μοσχαριού μαζί με το περίφημο γουμενισσιώτικο κρασί που ρέει άφθονο υπό τους ήχους της μουσικής των λαϊκών οργανοπαικτών, για τους οποίους επίσης φημίζεται η Γουμένισσα.
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες από το νομό Κιλκίς θα βρείτε στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου k4s tation.