Ο τύπος αυτός κατοικίας κυριαρχούσε στην περίμετρο της πόλης κοντά στα χωράφια, όπου ήταν και ο τόπος απασχόλησης τους. Για τις μικροαστικές οικογένειες, εγκατεστημένες κυρίως στο κέντρο της πόλης, η απόκτηση άνετης κατοικίας έγινε σταδιακά το ιδανικό τους. Για τους αστούς η «ακριβή» κατοικία ήταν δείγμα κοινωνικής καταξίωσης. Όσοι απ’ αυτούς είχαν μεταφέρει σημαντικά τμήματα των περιουσιών τους, διοχέτευσαν τα κεφάλαια τους στην κατασκευή κατοικίας, μεταφέροντας μια γενναία δόση κοσμοπολιτισμού που επικρατούσε στις «χαμένες πατρίδες».
Ο δομημένος χώρος της πόλης, όσον αφορά τις κατοικίες, αποτελούνταν από τα σπίτια της παλιάς πόλης που είχαν διασωθεί, τις τυποποιημένες προσφυγικές κατοικίες που ανεγέρθηκαν από την ΕΑΠ, το Θεσσαλικό Ταμείο και το υπουργείο Πρόνοιας και τις ιδιωτικές κατοικίες που κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες και την αισθητική των ιδιοκτητών τους.
Ως προς την εξωτερική τυπολογία τους οι κατοικίες των Κιλκισιωτών διακρίνονταν τρεις κατηγορίες:
Α) Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι κατοικίες που κατασκευάστηκαν από την ΕΑΠ και υπερτερούσαν αριθμητικά όλων των άλλων. Οι οικίες αυτές ήταν μονώροφες με υπόγειο που προεξείχε για λόγους αερισμού και φωτισμού από τη στάθμη του εδάφους. Έτσι η επικοινωνία με την αυλή γινόταν με πέτρινη κλίμακα λίγων βαθμίδων. Πολλοί εκβάθυναν το μικρό αυτό υπόγειο ακόμη περισσότερο και το χρησιμοποιούσαν σαν ξυλαποθήκη ή κελάρι αν ήταν αμπελουργοί.
Β) Στην δεύτερη κατηγορία υπαγόταν οι οικίες του Θεσσαλικού Ταμείου, του Υπουργείου Πρόνοιας και μερικές της ΕΑΠ που ήταν ισόγειες χωρίς να διαθέτουν χώρο υπογείου.
Γ) Στην τρίτη κατηγορία ανήκαν οι διώροφες κατοικίες που ήταν σαφώς λιγότερες από τις μονώροφες.
Ο μεγάλος αριθμός οικογενειών που έπρεπε να στεγασθούν και τα περιορισμένα διατιθέμενα κεφάλαια οδήγησαν στην ελαχιστοποίηση των διαστάσεων και των παρεχόμενων ανέσεων των τυποποιημένων κατασκευών που ανήκαν στις δυο πρώτες κατηγορίες. Έτσι μια μέσου μεγέθους προσφυγική κατοικία είχε εμβαδόν 50 τμ και σε αυτή στεγάζονταν συνήθως πολυμελείς οικογένειες. Η μικρή ωφέλιμη επιφάνεια ανά χρήστη καθιστούσε τη διαμονή προβληματική και ως λύση επιλεγόταν η αυθαίρετη επέκταση του στεγασμένου χώρου. Η ευρύχωρη αυλή προσέθετε χώρο στην ανεπαρκή επιφάνεια της κατοικίας, ενώ παράλληλα απάλλασσε το εσωτερικό του σπιτιού από πολλές ρυπογόνες δραστηριότητες.
Ένας ιδιαίτερος τύπος κατοικιών ήταν τα δίδυμα σπίτια για δυο οικογένειες με τον μεσότοιχο να ακολουθεί την κοινή οριογραμμή των οικοπέδων.
Οι προσφυγικές κατοικίες οργανώνονταν συνήθως από έναν διάδρομο εισόδου, ένα χώρο υγιεινής και δυο δωμάτια ίσου μεγέθους. Περιγραφή των κατοικιών αυτής της περιόδου έχουμε από τον Δ. Λουκάτο στο χειρόγραφο τετράδιο του Λαογραφικά Σύμμεικτα του Κιλκίς: «Η σπιτίσια αρχιτεκτονική που επικρατεί στο Κιλκίς είναι τούτη: Δυο πατώματα (το κάτω λέγεται «κατώι). Είσοδος πλατειά, με μήκος, που χρησιμεύει για σάλα, τραπεζαρία (και) εργασία. Τη λένε σαλόνι ή σαλονάκι. Δεξιά και αριστερά, δωμάτια που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η κουζίνα και το αποχωρητήριο (αποτελούν χώρους που είναι) ειδική προέκτασις (του σπιτιού), με χαμηλότερη στέγη. Στο αποχωρητήριο (υπάρχουν) δυο διαμερίσματα. Το πρώτο είναι χρησιμότατο για ντουζ. Αν το σπίτι είναι φτωχικό, γίνεται το σαλονάκι με μια πλευρά (μόνο) δωμάτια».
Ιδιαίτερη περίπτωση, εξαιτίας της υψηλής ποιότητας αρχιτεκτονικής των κατοικιών της, ήταν η περιοχή της οδού Μητροπόλεως. Σε αυτήν την περιοχή από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχε συγκεντρωθεί τμήμα της οικονομικής ελίτ της πόλης και είχε δημιουργήσει ένα αρχιτεκτονικό περιβάλλον που δεν είχε σχέση με το είδος και την ποιότητα της προσφυγικής κατοικίας που κυριαρχούσε στον ιστό της πόλης. Οι διώροφες αυτές κατοικίες που τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των όψεων τους παρέπεμπαν σε νεοκλασικίζοντα και εκλεκτικιστικά πρότυπα δεν είχαν σχεδιασθεί προφανώς από τους συνήθεις μαστόρους αλλά από καλά καταρτισμένους αρχιτέκτονες.
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες από το νομό Κιλκίς θα βρείτε στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου k4s tation.