Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του, αυτό ευχόμαστε γνωστοί και φίλοι- φίλοι εμείς από τα εφηβικά μας χρόνια, όταν φοιτούσαμε στο εδώ Γυμνάσιο, το σημερινό κτήριο του Λαογραφικού Μουσείου, όταν θητεύαμε στις Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες των Κατηχητικών Σχολείων, που μας καθοδηγούσε ο τότε ιεροκήρυκας της Μητρόπολης πάτερ Χαρίτων Συμεωνίδης και μας πήγαινε εκδρομές (βλέπε και τις φωτογραφίες από την μεγάλη μας εκδρομή στα 1951 με τον «Πρωτόκλητο», το φορτηγό της «Ford», στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, όπου ο Παναγιώτης Μουλλάς, δεκαεξάχρονος τότε μαθητής, φαίνεται στις δυο σε πρώτο πλάνο και στην τρίτη, πάνω στη γέφυρα του Νέστου ποταμού, στην επάνω σειρά, περίπου στο κέντρο, διακρίνεται ολοκάθαρα το κεφάλι του).
Ήταν το παιδί με το δυνατό μυαλό, την καθαρή σκέψη, που αρίστευε σε ό,τι καταπιανόταν – ποδόσφαιρο, άλμα σε ύψος, σε μήκος, στη μουσική, στην ποίηση, στα μαθήματα του Σχολείου, παντού. Θυμάμαι, που όταν πήγε στρατιώτης, πτυχιούχος πια της Φιλοσοφικής Σχολής, ανάμεσα σε τρεις χιλιάδες στρατιώτες στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων στην Καλαμάτα βγήκε πρώτος στην σκοποβολή. Θυμάμαι, που φοιτητής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης – καθόταν δίπλα μου στο μάθημα και κρατούσε σημειώσεις από τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γραμματείας που μας δίδασκε ο αείμνηστος Λίνος Πολίτης- έγραφε με στρογγυλά καθαρά γράμματα την περίληψη του μαθήματος που δίδασκε ο καθηγητής, περίληψη, που την «έπλαθε» η ευφυΐα του, ενώ ο καθηγητής συνέχιζε να διδάσκει_ όλοι οι άλλοι εμείς προσπαθούσαμε να συγκρατήσουμε και δεν καταφέρναμε παρά ελάχιστα πράγματα.
Για την οξύνοιά του αντιγράφω από το βιβλίο μου «Κιλκισιώτικες αναμνήσεις» τα όσα έγραψα με αφορμή την τελετή τιμής που του έγινε από το Δήμο Κιλκίς στις 2 Ιουνίου του 2002:
«Μαθητής της Δ΄ και Ε΄ Γυμνασίου – σημερινών τάξεων Α΄ και Β΄ Λυκείου- έγραφε ποιήματα μεστά, ώριμα, που τα δημοσίευε στο λογοτεχνικό περιοδικό της Αθήνας «Πνευματική Ζωή» του Μελή Νικολαΐδη. Το περιοδικό τον παρουσίαζε ως συνεργάτη – ασφαλώς δεν ήξερε ότι ο Παναγιώτης Μουλάς που υπέγραφε τα άριστα ποιήματα ήταν ένα δεκαεξάχρονο αγόρι με οξύνοια ώριμου ανδρός.
Τις εκθέσεις, που έγραφε στο Σχολείο, η φιλόλογος καθηγήτρια τις διάβαζε στον τότε Σύλλογο των καθηγητών του Γυμνασίου Κιλκίς και όλοι οι καθηγητές θαύμαζαν την πορεία της σκέψης του και τον τρόπο που διαπραγματεύονταν το θέμα και αδημονούσαν πότε η Τάξη θα ξαναγράψει έκθεση, για να απολαύσουν και πάλι το είδος γραφής του ασυνήθιστου αυτού μυαλού!»
Φοιτητής πέρασε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σαν «αέρας», σαν ελαφρά πνοή και τον άρπαξε πτυχιούχο αμέσως το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών στην Αθήνα και τον έκανε επιστημονικό συνεργάτη του στα έτη 1961 με 1966. Έφυγε μετά στο Παρίσι και δίδαξε νεοελληνικά σε Πανεπιστήμιο και στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης (1966-1977). Επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται αμέσως καθηγητής της Νεοελληνικής Γραμματείας στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης μέχρι τη συνταξιοδότησή του – πέθανε ως ομότιμος καθηγητής της Σχολής.
Το τι πέτυχε ως ώριμος επιστήμων στη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και από την έδρα της Σχολής που δίδασκε και από τις σελίδες των άρθρων και βιβλίων που δημοσίευσε το αφήνω να το πουν άλλοι. Προσωπικά στέκομαι στο «τέρας» της ευφυΐας που γνωρίσαμε στα μαθητικά και φοιτητικά μας χρόνια.
Με συγκίνηση αναπολώ την επίσκεψη που του έκανα στα 2005, ομότιμο ήδη καθηγητή, στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, για να του προτείνω να προλογίσει το βιβλίο μου που προανέφερα, τις «Κιλκισιώτικες αναμνήσεις» - του άφησα ένα «δοκίμιο» της έκθεσης να το διαβάσει και να γράψει στη συνέχεια τον πρόλογο. Με μεγάλη προθυμία και ευχαρίστηση δέχτηκε και μου έγραψε τον μονοσέλιδο μεστό πρόλογο, που μέσα στις λίγες γραμμές του είπε όσα θα έλεγε άλλος σε ολάκερες σελίδες. Γράφει:
«…Ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή…. Η μνήμη του συγγραφέα συγκρατεί τα πάντα… Η γραφή του, απλή και δραστική, ξέρει να διασώζει τα αξιομνημόνευτα και να υπογραμμίζει τα ουσιώδη. Συχνά νομίζεις πως διαβάζεις διηγήματα γραμμένα με χάρη και λογοτεχνική μαστοριά…»
Τον ευχαρίστησα τότε, τον ευχαριστώ και τώρα έστω και στον τάφο του μέσα, όχι μόνο γιατί συμπαραστάθηκε, αλλά γιατί μας αξίωσε ο Θεός να συζήσουμε στα νεανικά μας χρόνια με αυτό το καταπληκτικό σε οξύνοια μυαλό, με αυτό το «τέρας» της ευφυΐας.
Ο Θεός να αναπαύσει τη ψυχή του. Αιωνία του η μνήμη.
Τετάρτη, 29 Σεπτεμβρίου 2010 20:03
Παναγιώτης Μουλάς (Το «τέρας» της ευφυΐας)
Μας βύθισε στο πένθος ο θάνατος του Παναγιώτη.