Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2024, 5:00:56 μμ
Σάββατο, 10 Σεπτεμβρίου 2016 19:21

Σκαλίζοντας στο σακάκι της Ιστορίας

Του Νίκου Σιάνα 

 

Αρχές  Σεπτεμβρίου βρέθηκα για λίγες ημέρες στο σμαραγδένιο νησί του Βορείου Αιγαίου, την καταπράσινη και καταγάλανη Θάσο, όπου το συνεχές σούρτα – φέρτα διαφόρων αλλόγλωσσων συνεχίζεται αιώνες τώρα αδιάκοπα. Στους κλασσικούς χρόνους υπήρξε ο πρώτος εν Ελλάδι σταθμός των «γκρουπ» που διοργάνωναν τα τότε ταξιδιωτικά γραφεία «Ξέρξης» και «Μαρδόνιος» τουρ κ.ά. οι οποίοι έκαναν πάντα μια στάση στο νησί πριν κατέβουν προς τα κάτω για να «επισκεφτούν» τα αξιοθέατα του νότου, με σκοπό πάντα την τροφοδοσία και την αναψυχή.


Δεν ήταν βέβαια μόνο οι Πέρσες,  από το νησί πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Πέρασαν και ποιοι δεν πέρασαν, αδέρφια, ξαδέρφια, μπατζανάκηδες και δηλωμένοι εχθροί φυσικά. Ευτυχώς όλοι αυτοί ήταν περαστικοί δεν έμειναν για πολύ.  Όλοι εκτός από τους προτελευταίους, τους Τούρκους, που στρογγυλοκάθισαν και δεν έλεγαν να φύγουν. Πάντως το νησί εδώ και χρόνια ζει ξανά παλιές «δόξες».  Έτσι και φέτος αν και Σεπτέμβριος ήταν κατακλυσμένο από Βαλκάνιους κυρίως τουρίστες, μεταξύ αυτών και Τούρκους, φέτος λιγότερους λόγω του πραξικοπήματος. Όσο για Έλληνες, άστα να πάνε  «Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδα ξένος» που λέει και η ποντιακή μούσα.
Έχοντας τριγύρω μου αλλόγλωσσους, είπα να το «ρίξω στο διάβασμα», και επειδή κάθε τόπος, μικρός ή μεγάλος, έχει την δική του ιστορία, τα ήθη και έθιμα, προμηθεύτηκα από τον τοπικό επιμορφωτικό σύλλογο Ποταμιάς «Πολύγνωστος Βαγής» το βιβλίο του Ποταμιώτη συγγραφέα Σταύρου Βακρατσά, με τον τίτλο «Οι Παλιοί». Ο Σταύρος Βακρατσάς περιγράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο την γενικότερη ιστορία του νησιού, ειδικότερα όμως αυτή του χωριού του, τα ήθη και έθιμα του, την ντοπιολαλιά του, τις χαρούμενες αλλά και δύσκολες ημέρες μιας άλλης εποχής, δηλαδή όλα εκείνα που όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα έχουν σχεδόν εξαφανισθεί. Βλέπετε η «η νέα τάξη πραγμάτων» μας οδηγεί αργά και μεθοδικά σε μια κατάσταση που δεν ελέγχεται πια από εμάς. Ήταν όλα προμελετημένα και δυστυχώς όπως δείχνουν τα πράγματα, το έργο δεν ολοκληρώθηκε ακόμα.
Πολλά και πολύ όμορφα τα περιγράφει ο Σταύρος Βακρατσάς, από την αρχαιότητα, την Τουρκοκρατία, την απελευθέρωση του νησιού στις 18 Οκτωβρίου 1912, την άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη μετά την καταστροφή του 1922, την κατοχή από τους Βουλγάρους και Γερμανούς το 1940 και φυσικά όλα εκείνα που βίωσε από μικρός στο χωριό του, δηλαδή την καθημερινότητα της μικρής κλειστής κοινωνίας μέχρι την περίοδο που εμφανίστηκε στο νησί ο τουρισμός που από την φύση του αποτελεί ευχή και κατάρα ταυτόχρονα.
Από το βιβλίο λοιπόν του Στ. Βακρατσά, επέλεξα δύο γεγονότα, τα οποία παρ’ ότι συνέβησαν πριν πολλά χρόνια, έχουν καταπληκτικές ομοιότητες με γεγονότα των ημερών μας.
Γράφει ο Στ. Βακρατσάς… Η τουρκική σκλαβιά στο νησί μας ήταν λιγότερο σκληρή απ’ ότι σε άλλα μέρη της χώρας, είχε μια κάποια αυτονομία, όμως οι περίκλειστες κοινωνίες των χωριών μας δεν έπαυαν να μοιάζουν κάπως με μαντριά προβάτων, όπου ο βοσκός μπορούσε ανά πάσα στιγμή να βουτήξει και να σφάξει όποιο ήθελε. Ωστόσο ο Θεός της Θάσου φρόντισε και μας έστειλε κείνον το μεγάλο άντρα για να μας χαρίσει στο νησί έναν καλό αιώνα, κάπως λειψό (1814-1895) αλλά χρυσό, αν αναλογιστεί κανένας την γενική κατάσταση. Το καλό αυτό παλικάρι ήταν ο Μεχμέτ Αλή, ή Μωχάμεντ Άλη αν προτιμάται. Γεννήθηκε στην Καβάλα και μέχρι τα τριάντα του έζησε εκεί ασχολούμενος με το καπνεμπόριο. Έκανε παρέα με πλούσιους Έλληνες εμπόρους επί το πλείστον και ζούσε κάπως ρέμπελα. Ήταν όμως ανήσυχος και τυχοδιωκτικός τύπος, γι’ αυτό όταν τριαντάρησε τα βρόντηξε και κατατάχτηκε στο στρατό. Κατέβηκε στην Αίγυπτο και με το βαθμό του λοχαγού έκανε «πράματα και θάματα» που πολύ ευχαρίστησαν την Υψηλή Πύλη, η οποία τότε τραβούσε μεγάλα ζόρια.
Το 1811 μάλιστα όταν κατατρόπωσε τους Βαχαβίτες (μεγάλοι εχθροί του Σουλτάνου), κι εκείνος, όπως στα παραμύθια,  τον ρώτησε τι δώρα θέλει να του κάνει. Ό,τι θέλεις μη ντρέπεσαι … θέλεις ένα χαρέμι ουρί, πέντε σακιά χρυσάφι, κανά δύο καζάνια διαμαντικά, ότι γουστάρεις τέλος πάντων…
Και τότε το παλικάρι – τον κοίταξε στα μάτια και είπε… «Πολυχρονεμένε μου Πατισάχ, δεν θέλω διαμαντικά, μηδέ και τα χρυσαφικά, να μου χαρίσεις τη Θάσο, τ’ όμορφο νησί. Αυτό μονάχα θέλω!
«Ο Σουλτάνος τον κοίταξε παράξενα και έβγαλε στεναγμό ανακούφισης. «Φτηνά τη γλυτώσαμε» σκέφτηκε. Υπέγραψε αμέσως τα σχετικά φιρμάνια και ο Μεχμέτης γίνηκε αφεντικό του νησιού. Έδωσε αυτονομία – έναντι των Τούρκων – στο νησί και ίδρυσε το λεγόμενο Βακούφ, το οποίο ανέλαβε να μαζεύει τους φόρους και να τα διαθέτει για ενίσχυση του Ιμαρέτ στην Καβάλα, που τότε λειτουργούσε σαν φτωχοκομείο. Τώρα  έγινε πολυτελέστατο τουριστικό κατάλυμα.
Ο Μεχμέτ δεν ήθελε τίποτα, τα χρήματα έμεναν στα τοπικά ιδρύματα. Οι φόροι κανονίζονταν από τις τοπικές Δημογεροντίες σε συνεργασία με την ολιγάριθμη φρουρά και ήταν αστείοι, αν συγκριθούν μάλιστα με τα σημερινά δεδομένα του Δ.Ν.Τ. και της Τρόικας. Δεν είναι λόγια του αέρα, έχουν διασωθεί σχετικά έγγραφα και κατάλογοι.
Οι Θασίτες ξαναθυμήθηκαν παλιές χρυσές εποχές
Γιατί όμως αυτή η παθολογική σχεδόν αγάπη του Μωχάμετ για το Νησί; Η γυαλιστερή και καθώς πρέπει επιφάνεια της Ιστορίας δεν μας δίνει πειστικές απαντήσεις και οι ερευνητές δεν θέλουν να λερώσουν τα νύχια τους σκαλίζοντας την . Καμιά φορά όμως χρειάζεται να ψαχουλεύεις τη φόδρα του σακακιού της Ιστορίας, να ψάξεις τις εσωτερικές τσέπες.
Ο πρώτος λοιπόν γιος του Μωχάμετ ήταν ο σκληροτράχηλος και ατίθασος Ιμπραήμης, αυτός που αργότερα έκανε την απόβαση στη Μεθώνη και κόντεψε να πνίξει την Ελληνική επανάσταση. Τον είχε υιοθετήσει – λένε – κι ανέθεσε σε  μια θασίτισσα τροφό (από την Καλλιράχη;) να τον αναθρέψει. Και τι καημό είχε ο Μωχάμετ να υιοθετήσει ένα παιδί; Δεν ήταν στείρος.  Ξέρουμε ότι απέκτησε ακόμα ένα παιδί, και αν ήθελε παιδιά έβαζε σε δουλειά το χαρέμι του κου αράδιαζε ένα χωριό κουτσούβελα. Και που ακούστηκε Τούρκος Πασάς να υιοθετεί παιδιά; Και γιατί τον εμπιστεύθηκε σε θασίτισσα τροφό, χάθηκαν οι καβαλιώτισσες; Όλες αυτές οι απορίες λύνονται αυτόματα, αν παραδεχτούμε το αυτονόητο. Σαν καπνέμπορας που ήταν σίγουρα είχε και θασίτισσες εργάτριες στη δούλεψη του. Μια κάποια από αυτές ερωτεύτηκε ο Αλής, καρπός αυτού του έρωτα το «υιοθετημένο» παιδί και κάπως έτσι μπορεί να εξηγηθεί η υπερβολική αγάπη του για το νησί.
Ο Μωχάμετ είχε αδυναμία για τις ελληνίδες και δε λογάριαζε τι θα πει ο κόσμος.  Αργότερα ήταν έγινε αντιβασιλιάς Αιγύπτου παντρεύτηκε κάποια Ελληνίδα (τη χήρα Τουρμπαζή) που μπορεί νάταν η ίδια η μάνα του παιδιού, ποιος ξέρει… Κι έζησαν αυτοί καλά και δύο γενιές Θασιτών καλύτερα.
Οι διάδοχοι του Μωχάμετ Άλη, σεβάστηκαν τη θέληση του και δεν άλλαξαν πολιτική απέναντι στο νησί. Μάλιστα ο Ισμαήλ όταν το 1877 έπεσε σιτοδεία στη Θάσο, ανταποκρίθηκε στο αίτημα των θασιτών  προκρίτων και έστειλε ολόκληρο πλοίο με σιτάρι που μοιράστηκε στους Θασίτες. Όμως αυτός ο εξαίρετος κύριος Ισμαήλ ήταν ο ένας από τους δύο μοιραίους ηγεμόνες που ευθύνονται για την καταστροφή αυτής της μαγικής εικόνας.
Όντας σπάταλος και ασυλλόγιστος ξόδευε παραπάνω απ’ όσα έπρεπε και αναγκάστηκε να ξεπέσει στα δάνεια. Το τότε Δ.ΝΤ (Αγγλία, Γαλλία) τον ενθάρρυνε «Πάρε λεφτά, μη στεναχωριέσαι, κι άλλα άμα θέλεις εμείς εδώ είμαστε»… Έτσι φορτώθηκε το χρέος και στο τέλος οι δανειστές «αναγκάστηκαν» να στείλουν επιτηρητές για μη χάσουν τα λεφτά τους, έκατσαν στο σβέρκο του Ισμαήλ και μετρούσαν και τη μπουκιά του.
Ρε παιδιά μη κάνετε έτσι – κλαψούριζε ο δικός μας- δεν τα χάνετε τα λεφτά σας. Να, πάρτε το Σουέζ κι άμα δεν φτάνει να σας δώσω και καμία πυραμίδα, ας πούμε. Η πυραμίδα δε χωράει στα μουσεία μας…», «Ε, πάρτε ό,τι χωράει, μπας ξελασπώσουμε!’ Όμως άργησαν πολύ να ξελασπώσουν.
Θυμίζουν κάτι όλα αυτά;
Ο άλλος ολέθριος άντρας ήταν ο Αμπάς Χιλμή πασάς. Αυτός πούλησε τα δάση της Θάσου σε κάποια εταιρεία Ν. Ψιακή (ενδεχομένως για να πληρώσει και αυτός κάποια δάνεια), και όχι μόνο τα δάση αλλά και τα μεταλλεία και ό,τι άλλο υπήρχε προς εκμετάλλευση.
Οι Θασίτες τόσα χρόνια καλομαθημένοι στην αυτονομία αντέδρασαν σθεναρά και δεν επέτρεψαν ν’ αποβιβαστούν οι άνθρωποι της εταιρείας. Στην απόπειρα έγιναν συμπλοκές, οι οποίες «κατεστάλησαν» κ.λπ., Αυτά λέει η κανονική, η γυαλιστερή ιστορία.
Ο παππούς μου, όμως γράφει ο Σταύρος Βακρατσάς, τα θυμόταν αλλιώς. Η ευφάνταστη αυτή εκδοχή – με πολλή δραματικά στοιχεία μοιάζει – αυτή τη φορά – με σενάριο ταινίας γουέστερν.
Ύστερα από αυτό, οι καλές σχέσεις της Αιγύπτου με την Θάσο χάλασαν και δόθηκε η ευκαιρία η ευκαιρία στην Τουρκία να επανέλθει στις προ Μωχάμετ Άλη απαιτήσεις της. Και έγινε ένα μπέρδεμα ανάμεσα Τουρκίας, Αιγύπτου, Θάσου σχετικά με το Βακούφια, τα χαράτσια και επανήλθε ο κεφαλικός φόρος που οι Θασίτες είχαν αποξεχάσει τόσες δεκαετίες. Το μπέρδεμα αυτό έγινε λαβύρινθος με την απελευθέρωση του ‘12. Διότι οι Θασίτες για λίγο καιρό μέχρι να σταθεροποιηθούν τα πράγματα, βρέθηκαν να χρωστούν παντού: Στην Τουρκία το χαράτσι, στην Αίγυπτου τις εισφορές για τα Βακούφια και στο ελληνικό δημόσιο τα τρέχοντα έξοδα του στόλου, που ήταν αραγμένος έξω από το Λιμένα.

Υ.Γ.1: Υπάρχει μια επιστολή της συνέλευσης των προκρίτων του νησιού προς τις ελληνικές αρχές, η οποία σ’ ελεύθερη μετάφραση λέει περίπου τα εξής: «Ρε παιδιά σοβαρευτείτε, αποφασίστε ποιος τελικά κάνει κουμάντο, δεν μπορούμε να πληρώνουμε τόσους πολλούς προστάτες…»
Υ.Γ.2: Ο Σταύρος Βακρατσάς γεννήθηκε το 1940 στην Ποταμιά όπου και κατοικεί τα καλοκαίρια.  Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, παράλληλα ασχολήθηκε με την ζωγραφική, ως συγγραφέας έγραψε πολλά βιβλία που αφορούν τον τόπο του.  Η κουβέντα που είχα μαζί του έγινε η αφορμή να θυμηθεί όμορφες στιγμές από το Πολύκαστρο, καθώς εκεί έκανε την στρατιωτική του θητεία.
Υ.Γ.3: Στην επιστροφή είπαμε να επισκεφτούμε το Μουσείο και τον αρχαιολογικό χώρο.  Δυστυχώς το Μουσείο ήταν κλειστό (Δευτέρα πρωί) και στον αρχαιολογικό χώρο δεν υπήρχε κανείς.