Στις 22 Σεπτεμβρίου οι δήμαρχοι και οι πρόεδροι των Κοινοτήτων έφθασαν με έκτακτη αμαξοστοιχία στη Δοϊράνη και επισκέφθηκαν τους τάφους των πεσόντων στη μάχη της 5ης Σεπτεμβρίου 1918. Ο δήμαρχος Αθηναίων Σπυρίδων Πάτσης κατέθεσε δάφνινο στεφάνι στους τάφους των ηρώων και την προσφώνηση έκανε ο δήμαρχος Ηρακλείου, ενώ ήταν εμφανής η συγκίνηση των παρευρισκομένων: «Πάντες γονυκλινείς και δακρύοντες εκ συγκινήσεως ηυχήθησαν αιωνίαν μνήμην, ασπασθέντες τους σταυρούς των τάφων των ταγματαρχών Κουρέα και Παπαλουκά. Ακολούθως έστεψαν τους τάφους των Άγγλων, ευρισκομένων παρά τους τάφους των Ελλήνων» (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 23-9-1920). Στη συνέχεια οι δήμαρχοι μετέβησαν στο Κιλκίς όπου κατέθεσαν στεφάνι στον τύμβο των νεκρών της μάχης του 1913, που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία της πόλης μας, το γνωστό αργότερα Δημοτικό πάρκο. Οι δήμαρχοι αυτοί και οι κοινοτάρχες αποφάσισαν να ξεκινήσουν εράνους στους δήμους και τις κοινότητές τους για την ανέγερση μεγάλου μαυσωλείου των πεσόντων στις μάχες της Μακεδονίας. Η έναρξη των εισφορών έγινε από το δημοτικό σύμβουλο Σπυράκη που έδωσε για το σκοπό αυτό ένα πεντακοσιόδραχμον στον υποδιοικητή Κιλκίς.
Η επιθυμία και η θέληση του ελληνικού λαού να τιμηθούν οι ήρωες των πρόσφατων πολέμων άρχισε να δρομολογείται από το 1925. Με την υποστήριξη του δικτάτορα Πάγκαλου και παρά τη δυσμενή οικονομική κατάσταση της χώρας προκηρύχθηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού μια σειρά καλλιτεχνικών διαγωνισμών με αξιόλογα χρηματικά βραβεία, με σκοπό την ανέγερση ηρώων για τις νίκες κατά τους βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Έτσι φιλοτεχνήθηκαν από τους Γρηγόριο Ζευγώλη το ηρώο των Γιαννιτσών, Βάσο Φαληρέα το ηρώο του Μπιζανίου, Αντώνιο Σώχο το ηρώο Δοϊράνης, Γεώργιο Δημητριάδη τον Αθηναίο τα ηρώα Κιλκίς και Σερρών, Ανδρέα Παναγιωτάκη το ηρώο Λαχανά και από τον Δημήτριο Παπαγιάννη το ηρώο της Μποέμιτσας (Αξιούπολη).
Τα μνημεία αυτά διέφεραν από τα επώνυμα μέχρι τότε μνημεία των ενδόξων ανδρών καθώς ήταν μνημεία αγνώστων στρατιωτών, όπου ο καθένας μπορούσε φαντασιακά να προβάλλει το δικό του χαμένο στα χαρακώματα πρόσωπο. Όπως έγραψε ο Ευγένιος Ματθιόπουλος «αυτή η πολιτική παρέμβαση στη συλλογική μνήμη εμπέδωνε τη φαντασιακή κοινότητα του έθνους. Οι νεκροί στρατιώτες δεν αναπαύονταν εν ειρήνη – παρέμεναν συμβολικά είδωλα – επίστρατοι και μάλιστα εμπόλεμοι, στοιχειωμένοι εθνοφύλακες μέσα στο χώρο, αγκυλωμένοι μέσα στο χρόνο, άλλοι σε μια δίχως τέλος βίαιη ρητορική νίκης και άλλοι σ’ έναν δίχως τέλος επιθανάτιο ρόγχο» (Ε. Ματθιόπουλος, Εικαστικές τέχνες στο Μεσοπόλεμο).
Το ηρώο της Δοϊράνης, μια μαρμάρινη φτερωτή Νίκη στημένη στο βάθος του ελληνικού στρατιωτικού νεκροταφείου, αποτελεί ένα από τα αξιολογότερα μνημεία με τα οποία τιμήθηκε η ελληνική συμμετοχή στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με τις σπουδαιότερες μάχες του Μακεδονικού Μετώπου να έχουν διεξαχθεί στα γεωγραφικά όρια του νομού Κιλκίς.
Ο γλύπτης που φιλοτέχνησε το ηρώο, ο Αντώνης Σώχος (1888 -1975), γεννήθηκε στα Υστέρνια της Τήνου και ήταν ανεψιός του φημισμένου γλύπτη του 19ου αιώνα Λάζαρου Σώχου. Ο Αντώνης Σώχος σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι και στο Μόναχο με υποτροφία του ελληνικού κράτους. Μετά την επιστροφή του το 1926 διορίσθηκε καθηγητής γλυπτικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Το πρόπλασμα του ηρώου της Δοϊράνης στο διαγωνισμό για «την κατασκευή αναμνηστικών ηρώων» εγκρίθηκε από μεικτή επιτροπή καλλιτεχνών και αξιωματικών και βραβεύτηκε παμψηφεί. Το κόστος του υπολογίστηκε στις 500.000 δραχμές. Η ακριβής ημερομηνία ανέγερσης του ηρώου δεν είναι γνωστή αλλά τοποθετείται με βάση τις πληροφορίες μέσα στο 1926 και πάντως πριν το 1927.
Η επιβλητική και υπερμεγέθης «Νίκη» προκάλεσε το θαυμασμό και την αποδοχή του κριτικού κοινού της εποχής και θεωρήθηκε επιτυχής ως προς τη σύλληψη και εκτέλεση. Στο βάθρο του αγάλματος έχει χαραχθεί η επιγραφή «ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΗΣ ΔΟΪΡΑΝΗΣ ΠΕΣΟΝΤΩΝ 5-9-1918» και λίγο πιο πάνω είναι χαραγμένοι οι στίχοι του Σολωμού:
«Είνε αυτοί που πολεμώντας
εσκεπάσανε τη γη
πάνου εις τ’ άρματα βροντώντας
με το ελεύθερο κορμί».
Η Συραγώ Τσιάρα, η σημερινή διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης που είχα την τύχη να τη γνωρίσω στα μέσα της δεκαετίας του 90 όταν επισκέφθηκε το τεχνικό μας γραφείο αναζητώντας πληροφορίες για τα μνημεία της περιοχής μας, έγραψε σχετικά: «Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του μνημείου εξαίρουν το πατριωτικό ήθος και την αρετή. Το πλάσιμο της γυναικείας μορφής με τα μυώδη χέρια, τα αρρενωπά χαρακτηριστικά, το «σθεναρό διασκελισμό», το αποφασιστικό βλέμμα, την κατακόρυφη λαβή του ξίφους και τη γεωμετρική αυστηρότητα των ολάνοιχτων φτερών, συνθέτουν μια εικόνα αγέρωχη, επιβλητική και δυναμική που μεταπλάθει τον πένθιμο χαρακτήρα του ηρώου σε θριαμβευτικό. Τη μνημειακότητα και την επιβλητικότητα της Νίκης επιτείνει και η σκηνογραφική αντίληψη του χώρου: Η τοποθέτηση του αγάλματος στο κορυφαίο, κεντρικό σημείο του νεκροταφείου, με φόντο ένα κυπαρίσσι, επιμηκύνει νοητά τον κάθετο άξονα του μνημείου και προσδίδει εμβληματική μεγαλοπρέπεια». (Συραγώ Τσιάρα, «Τοπία της εθνική μνήμης – η δημόσια γλυπτική στη Μακεδονία», Διδακτορική διατριβή 2000).
Τη σπάνια φωτογραφία που επισυνάπτω με τον Αντώνη Σώχο να ποζάρει στο εργαστήριο του δίπλα στο άγαλμα της Νίκης αμέσως μετά την αποπεράτωση του, μου την παραχώρησε το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, τους υπεύθυνους του οποίου ευχαριστώ για την ανταπόκριση τους.
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.