Έλα, όμως, που ο καταραμένος ο «ζάχαρος», όπως προσωποποιούσε το ζάχαρο η γιαγιά μου η Μαρία, δεν μου αφήνει περιθώρια όχι μόνο να γευτώ τα απαγορευμένα γλυκά αλλά και να μιλήσω γι’ αυτά, γιατί ο πειρασμός, πιο δυνατός κι απ’ αυτούς του αγίου Αντωνίου, θα φουντώσει και θα καταλήξω ο εν πολλαίς γλυκείαις αμαρτίαις περιπεσών ανήρ.
Έτσι, αντί για τους «απαγορευμένους καρπούς» θα μιλήσω για τους ξηρούς καρπούς και μάλιστα για τους πιο «ταπεινούς» εξ αυτών, τα σπόρια ή «σίμισκες» όπως τα έλεγαν οι Πόντιοι ή «μπατιρόσπορα», όπως τα αποκαλούσαν σκωπτικά κάποιοι άλλοι. Και λέω πιο «ταπεινούς» γιατί οι μαύροι καρποί του ηλίανθου ή οι άσπροι σπόροι της κολοκυθιάς, ανάλατοι ή αλατισμένοι, θεωρούνταν υποδεέστεροι απ’ όλα τα «τρωγάλια» ή «τραγήματα», όπως ονόμαζαν παλαιότερα τους ξηρούς καρπούς (εκ του τρωγαλίζω που σημαίνει παράγω ήχον ξηρόν κατά την μάσησιν). Έπρεπε να φτάσει ο Μεσοπόλεμος για να βρει ο πασατέμπος μια θέση στις στήλες των εφημερίδων, όπως σ’ ένα άρθρο του Τίμου Μωραϊτίνη σε φύλλο του ΕΘΝΟΥΣ το 1933, που αναφερόταν στην θορυβώδη κατανάλωση του σε χώρους τέχνης και θεάματος: «Οι άνθρωποι του πασσατέμπου ήσαν άλλοτε ο «χύδην όχλος». Τώρα και εις τας διακεκριμένας θέσεις οι θεαταί του θεάτρου και των κινηματογράφων παρακολουθούν το έργον με το μελωδικώτατον εκείνον κρίτσι – κρίτσι, που αφίνει ο συνθλιβόμενος μεταξύ των οδόντων ξεροψημένος φλοιός του πασσατέμπου. Και όταν η παράστασις τελειώση μαζί με τον τριγμόν των οδόντων της κριτικής τρίζουν και οι φλούδες του πασσατέμπου υπό τους πόδας των απερχομένων θεατών. Ο κολοκυθόσπορος εισήλθε πλέον παντού και αποτελεί το απαραίτητον ορεκτικόν δια πάσαν πνευματικήν απόλαυσιν. Ουδεμία τέχνη συγκινεί άνευ κολοκυθόσπορου».
Η λέξη πασατέμπος, συνηθισμένη περισσότερο στη Νότια Ελλάδα, προέρχεται από το ιταλικό passa – tempo, που σημαίνει περνώ το χρόνο μου, ερμηνεία που υπάρχει και στο πασίγνωστο τραγούδι του Μανόλη Χιώτη «Ο πασατέμπος» (φωνογράφηση 1946):
«Αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ, τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα
και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε, ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα».
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ο πασατέμπος χρησίμευε μόνο στις κυρίες και τις δεσποινίδες για να σκοτώνουν την ανία τους στα κοσμικά κέντρα και τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, όπου όμως εκείνοι που μασούσαν σπόρια ήταν ελάχιστοι. Όταν ο πασατέμπος κατέκτησε και τα ανδρικά σαγόνια την πώληση του αλατισμένου κολοκυθόσπορου, που μέχρι τότε μονοπωλούσαν τα μπακάλικα, ανέλαβαν οι «πασατεμπάδες», που προστέθηκαν και αυτοί στους γραφικούς μικροπωλητές των δρόμων.
Ο πωλητής πασατέμπου εργαζόταν κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες χωρίς βέβαια η παρουσία του να εξαφανίζεται κατά τη χειμερινή περίοδο, όπως συνέβαινε με τους παγωταζήδες και τους λεμονατζήδες. Επέλεγε να δουλέψει στους χώρους που συνωστιζόταν πολύς κόσμος και το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η επιμονή του να πουλήσει το εμπόρευμα του, μια επιμονή άκρως ενοχλητική. Έτσι, δε δίσταζε να διαλαλεί παντού με την οξεία διαπεραστική φωνή του «πασατέμπος αρμυρός», «καίει ο πασατέμπος» ή ακόμη και να ψιθυρίζει χαμηλόφωνα στο αυτί κάποιου θαμώνα υπαίθριου κέντρου: «να περάση η ώρα κύριε!..». Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ένας ασυναγώνιστος πασατεμπάς των Αθηνών που αυτοαποκαλούνταν «τσακατσούκας» καθιέρωσε την αστεία ονομασία «τσακατσουκάς» για τους πλανόδιους αυτούς πωλητές.
Η μεγαλύτερη κατανάλωση ξηρών καρπών στην πόλη μας γινόταν στις τέσσερεις κινηματογραφικές αίθουσες και στην 21ης Ιουνίου – από φανάρι σε φανάρι - όπου από τη δεκαετία του 1920 γινόταν η παραδοσιακή «βόλτα». Οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων μετά το τέλος κάθε προβολής, ήταν αναγκασμένοι να απομακρύνουν τις απίστευτες ποσότητες από τσόφλια που σωρεύονταν στο δάπεδο της κινηματογραφικής τους αίθουσας, ανάμικτα με τις γόπες των τσιγάρων. Ακόμη χειρότερα ήταν τα πράγματα για τους οδοκαθαριστές του Δήμου που έπρεπε να σαρώσουν το παχύ στρώμα από τα σπόρια που κάλυπτε στο κατάστρωμα του δρόμου μετά το πέρας της Κυριακάτικης βόλτας. Και μαζί με τα τσόφλια απορρίπτονταν καταγής και τα ερωτικά πειράγματα που απευθύναμε στα κοριτσόπουλα που έκαναν τη βόλτα τους δυο-δυο, καθώς δε «μασούσαν» από ερωτικές εξομολογήσεις και περιορίζονταν στο μάσημα των «ξηροκαρπίων» (sic!), το οποίο μάλιστα έκαναν με χαριτωμένο τρόπο, ήτοι «θραύοντας και πτύοντας τους φλοιούς με τα ωραία κοράλλινα χείλη να υπανοίγωνται, επιδεικνύοντας δύο σειράς στιλπνών μαργαριτών», όπως θα το περιέγραφαν στην καθαρεύουσα σε παλαιότερες εποχές.
Όσον αφορά τους παλιούς εμπόρους ξηρών καρπών του Κιλκίς σε καταλόγους του ΙΚΑ και του ΤΕΒΕ βρίσκω τους παρακάτω:
Αγαθόπουλος Θεμιστοκλής, 21ης Ιουνίου 76, (1966)
Ευσταθιάδης Χαράλαμπος, 21ης Ιουνίου, (1963)
Θεοδοσιάδης Κώστας, 21ης Ιουνίου (1945)
Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος, 21ης Ιουνίου, (1959)
Κελίδης Γεώργιος, Λέοντος Σοφού 37.
Ο τελευταίος, ο συμπαθέστατος κυρ Γιώργος από την Αργυρούπολη, νοίκιαζε το μαγαζί μας και θυμάμαι – μέρες που είναι - ότι κάθε Πρωτοχρονιά με ξυπνούσαν από τα άγρια χαράματα γιατί ήθελε οπωσδήποτε να του κάνω «ποδαρικό» στο μαγαζί του. Δεν ξέρω πόσο «τυχερός» ήμουν αλλά εσείς καλού – κακού βρείτε έναν πιτσιρικά πιο τυχερό από μένα να σας κάνει ποδαρικό, γιατί είναι σίγουρο ότι τη χρονιά που έρχεται θα χρειαστούμε μπόλικη τύχη.
Καλές γιορτές με υγεία, αγαπητοί φίλοι, να είναι η ζωή σας φωτεινή σαν το σπίτι του Μητάκου στον περιφερειακό που τέτοιες μέρες ήταν η πιο φωταγωγημένη κατοικία του Κιλκίς και τα ξαναλέμε του χρόνου.