Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα οι γεμάτοι σκόνη το καλοκαίρι και λάσπη το χειμώνα χωματόδρομοι, ήταν η κύρια αιτία ύπαρξης του επαγγέλματος του λούστρου. Αυτό επισημαίνεται με χιουμοριστικό τρόπο στο χρονογράφημα του Χαράλαμπου Άννινου «Τα επαγγέλματα», γραμμένο το 1909: «Είνε καλοκαιρία, χαρά Θεού. Ο ήλιος λάμπει, ο ουρανός είνε αίθριος, όλοι αγάλλονται και εκφράζουν την ευχαρίστησιν των και εξυμνούν με κολακευτικά επίθετα του καιρού την καλωσύνην, και μόνον ένας στιλβωτής υποδημάτων, όστις συνάζει κέρδη αφθονώτερα όταν είνε πολλή βροχή και λάσπη, ψιθυρίζει: Τι παλιόκαιρος!».
Το επάγγελμα του λούστρου δεν απαιτούσε κεφάλαιο ούτε εξαιρετικές ικανότητες. Τα σύνεργα της δουλειάς του ήταν ένα γραφικό κασελάκι, ένα σκαμνάκι, βούρτσες και μπογιές. Το κασελάκι ήταν ένα ξύλινο κιβώτιο διαστάσεων 70 Χ 40 Χ 30 εκ., πάνω στο οποίο ο πελάτης τοποθετούσε το πόδι του, ενώ στα συρτάρια του κιβωτίου ο λούστρος έβαζε τις βούρτσες και τις μπογιές. Στο πάνω μέρος του είχε 4 μπρούτζινες μπάλες που συνήθως ήταν οι απολήξεις από τα πόδια παλιών κρεβατιών και η χρήση τους ήταν καθαρά διακοσμητική. Παρόμοια διακόσμηση του κιβωτίου μπορούσε να γίνει με γλόμπους που τους έβαφαν με χρυσαφί χρώμα. Στις άκρες του το κασελάκι είχε στερεωμένο έναν ιμάντα ώστε ο λούστρος να μπορεί να το μεταφέρει στην πλάτη του.
Οι λούστροι επέλεγαν πολυσύχναστα σημεία στις διασταυρώσεις των δρόμων και προσκαλούσαν τους υποψήφιους πελάτες χτυπώντας ρυθμικά με τις βούρτσες το κασελάκι τους ή στριφογυρίζοντας τις στον αέρα με δεξιοτεχνία.
Η διαδικασία του βαψίματος ήταν απλή: Ο πελάτης τοποθετούσε το πόδι του στο κασελάκι και ο λούστρος ανασήκωνε την άκρη του παντελονιού και τοποθετούσε μικρά χαρτονάκια έξω από τις κάλτσες για να μη λερωθούν. Πρώτα, καθάριζε το παπούτσι με μια σκληρή βούρτσα και στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας μια μικρότερη βούρτσα, το έβαφε με βερνίκι για 1-2 λεπτά. Ακολουθούσε το πέρασμα με τις βούρτσες και το γυάλισμα με ένα γυαλιστικό υγρό που λεγόταν τζιλές. Ο λούστρος ολοκλήρωνε το γυάλισμα χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι ύφασμα, που το κρατούσε από τις άκρες με τα δυο του χέρια, και με γρήγορες κινήσεις έτριβε το γυαλισμένο δέρμα του παπουτσιού. Όλη η διαδικασία διαρκούσε γύρω στα 10 λεπτά. Όσο για το είδος των παπουτσιών που προτιμούσε να γυαλίζει, ο Θέμος Ποταμιάνος «Χιουμοριστικά» στα γράφει: «Το μόνο που τον δυσαρεστεί λιγάκι είναι όταν του προτείνουν να γυαλίση αρβύλες ή χονδροπάπουτσα γενικώς. Γιατί το χονδροπάπουτσο τρώει το βερνίκι και δεν γυαλίζει εύκολα. Αντιθέτως ενθουσιάζεται όταν μια κομψή κυρία τον προσκαλή να περιποιηθή τα σκαρπινάκια της. Γιατί στην περίπτωση αυτή έχει να κάμη με μικρό, λεπτό παπούτσι και με ωραίο πόδι».
Το επάγγελμα του λούστρου θεωρούνταν υποτιμητικό αν και πολλοί σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο μεγάλος συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης, δούλεψαν σαν λούστροι. Μάλιστα οι μαθητές με άσχημες επιδόσεις στα μαθήματα άκουγαν συχνά το επιτιμητικό σχόλιο «εσύ ούτε για λούστρος δεν κάνεις».
Η ασφαλτόστρωση των δρόμων, η κυκλοφορία εύχρηστων βερνικιών και η καθιέρωση συνθετικών δερμάτων οδήγησε το επάγγελμα του λούστρου σε παρακμή. Μόνη υπενθύμιση της κατηγορίας αυτής των βιοπαλαιστών αποτελούν οι δακρύβρεχτες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 1960, στις οποίες ο μικρός ηθοποιός Βασιλάκης Καΐλας υποδυόταν το λούστρο, που έτρεχε όλη μέρα με το κασελάκι του για να μπορέσει να συντηρήσει την κακομοίρα τη μάνα του.
Στο προπολεμικό Κιλκίς τα συνηθισμένα στέκια των λούστρων, οι οποίοι δούλευαν σε ομάδες των 4-5 ατόμων, ήταν μπροστά στο φαρμακείο Ιωσηφίδη (διασταύρωση 21ης Ιουνίου και Μαρτίου) και στο κατάστημα νεωτερισμών της «Σωτήρας» (21ης Ιουνίου και Καλούδη). Κάποιοι από αυτούς δίπλα στο κασελάκι έστηναν και έναν πρόχειρο πάγκο με τσιγάρα και εφημερίδες για να συμπληρώνουν το ισχνό τους μεροκάματο. Πολλές φορές περιφέρονταν στους δρόμους ή αναζητούσαν την πελατεία τους σε πολυσύχναστους χώρους όπως τα καφενεία. Γνωστός λούστρος ήταν ο Βαρύτιμος Τσαχουρίδης που το στέκι του ήταν δίπλα στο περίπτερο του Μαρίντση (21ης Ιουνίου και Βενιζέλου). Ο Βαρύτιμος ήταν γνωστός για τις πολύχρωμες σβούρες και κατασκεύαζε και τον επιδέξιο τρόπο που τις χειριζόταν.
Τακτικοί πελάτες ήταν οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί από το Σύνταγμα Ιππικού και αργότερα της περίοδο της Κατοχής οι Γερμανοί στρατιώτες. «Οι στρατιώτες», γράφει ο Χρήστος Σαμουηλίδης στην «Πολιτεία του Βορά» «προτιμούσαν τους λούστρους που έδειχναν πως είναι επαγγελματίες ή κάπως ψημένοι στη δουλειά, που είχαν πολυτελή κασελάκια με αστραφτερούς μπρούντζους, μπόλικα μπουκαλάκια και στολίδια, και που τα χέρια τους έπαιζαν μπαλέτο με τις μεγάλες κυρτές βούρτσες, καθώς τις διασταύρωναν σβέλτα και τις κινούσαν ρυθμικά και τεχνικά πάνω στις μπότες και τις αρβύλες».
Και μετά ήρθαν τα στιλβωτήρια. Το 1944 οι αδελφοί Ανέστης και Κώστας Λαζαρίδης άνοιξαν το στιλβωτήριο τους επί της οδού 21ης Ιουνίου. Το κατάστημα διέθετε 3 πολυθρόνες που βρισκόταν πάνω σε βάθρο ύψους 1 περίπου μέτρου, ώστε ο στιλβωτής να δουλεύει όρθιος. Μπροστά σε κάθε πολυθρόνα υπήρχαν 2 μπρούτζινες υποδοχές όπου τοποθετούσαν οι πελάτες τα πόδια τους και 2 ζευγάρια βούρτσες (καφέ και μαύρες). Επίσης υπήρχε πολυθρόνα αναμονής των πελατών και έπιπλο ταμείου.
Στιλβωτήριο επί της 21ης Ιουνίου είχε μετά τον πόλεμο και μέχρι το 1972 ο Δημήτριος Βασιλειάδης, που ήταν ταυτόχρονα και τσαγκάρης. Το στιλβωτήριο είχε 3 πολυθρόνες και στον πίσω χώρο γινόταν η βαφή (αλλαγή χρώματος) των υποδημάτων. Στα αρχεία του ΤΕΒΕ αναφέρονται ως στιλβωτές οι Διρχαλίδης Δημήτριος, με κατάστημα επί της οδού Λέκκα και χρόνο έναρξης το 1959 και ο Τσιτουρίδης Μιχαήλ με κατάστημα επί της 21ης Ιουνίου και χρόνο έναρξης το 1956.