Το δικαστήριο της επέβαλε (κατά πλειοψηφία, 4-3) ποινή φυλάκισης 10 χρόνων, γεγονός που σημαίνει ότι η κατηγορούμενη, η οποία είχε αφεθεί ελεύθερη από το πρωτόδικο δικαστήριο, θα μπει στη φυλακή για να εκτίσει τα 2/5 της ποινής.
Την ενοχή της για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με μειωμένο καταλογισμό, είχε προτείνει ο εισαγγελέας επισημαίνοντας ότι «ήξερε τι έκανε, αλλά με μειωμένο καταλογισμό».
Η κατηγορούμενη στην απολογία της, δήλωσε μετανιωμένη για την πράξη της και ζήτησε συγνώμη. Ωστόσο, όπως είπε, «όταν τον σκότωσα, ένιωσα ανακούφιση».
«Εκείνη τη μέρα άλλαξα λίγο την εμφάνισή μου για να μην με καταλάβουν οι συγγενείς του. Τον είδα να μπαίνει στην Ευελπίδων και ακολούθησα και πήγα στο κτήριο 9. Φοβόμουν ότι θα τον αφήσουν ελεύθερο. Άδειασα όλες τις σφαίρες από το πιστόλι γιατί ήθελα να πεθάνει. Όταν πυροβόλησα περίμενα να με σκοτώσουν οι αστυνομικοί».
«Για μένα είναι σαν να έχουν σκοτώσει το γιο μου τώρα, είναι σαν να μην έχει περάσει δευτερόλεπτο. Αυτό που έχω στο μυαλό μου είναι ότι σκότωσαν το γιο μου στην αγκαλιά μου και φώναζε μανούλα. Και κράταγε την κοιλιά του. Όταν πήγα στο ΚΑΤ άνοιξε η πόρτα και τον είδα, ήταν ανοιγμένος σαν αρνί. Ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι πέθανε, ορκίζομαι στον Θεό. Το παιδί αυτό ήταν ο έρωτας μου, η ανάσα μου, η πνοή μου, μου άφησε τρία παιδιά εγγόνια. Έχουν περάσει 6 χρόνια από τότε, αλλά για μένα είναι 6 δευτερόλεπτα. Εμείς οι τσιγγάνοι όταν έχουμε πένθος για 40 μέρες δεν κάνουμε μπάνιο, ούτε σαπουνάδα στα χέρια. Στα 9μερα του γιου όμως πήγα και έκανα μπάνιο, και έκοψα τα μαλλιά μου και ήθελα να πάω να αυτοκτονήσω. Δυο λεπτά προτού αυτοκτονήσω, είδα τον νεκρό γιο μου σε μια καρέκλα να κλαίει και να λέει ότι η μητέρα μου αυτοκτόνησε εξαιτίας μου.»
Στο δικαστήριο κατέθεσε ως μάρτυρας η Διευθύντρια του 6ου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, η οποία παρακολουθεί ψυχιατρικά την κατηγορούμενη. Όπως ανέφερε, πάσχει από σχιζοσυναισθηματική ψύχωση. Λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθείται ψυχιατρικά. Αν ξαναφυλακιστεί, μπορεί να υποτροπιάσει. Το να ζει με την οικογένειά της είναι ο τρόπος για να αντεπεξέρχεται στην ασθένεια της. Όταν ακολουθούνται αυτοί οι όροι, παύει η επικινδυνότητα.
«Η γυναίκα αυτή, από 22 χρόνων είχε νοσήσει, είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Έπαθε τεράστιο σοκ όταν το παιδί της ξεψύχησε στην αγκαλιά της. Δεν είχε καταλάβει ότι πέθανε. Το πρώτο στάδιο του πένθους είναι η άρνηση, ο θυμός και η εκδίκηση. Η ασθένεια της είναι αντιμετωπίσιμη , το να ζει εκτός, με την οικογένεια της βοηθάει σε αυτό. Κατά την άποψη μου ήταν σε βρασμό, ο βρασμός μπορεί να διαρκέσει και ένα μήνα. Σε αυτή τη θόλωση την καθοδηγούσε ο γιος της. Η κατηγορούμενη εισήλθε με κρίση, με απώλεια συνείδησης. Η συμπεριφορά της ήταν παρανοϊκή. Ζητούσε να κοιμάται με τον γιο της, τον ζητούσε συνέχεια, έψαχνε να τον βρει. Πήρε παρά πολύ χρόνο για να συνέλθει. Μετά από πολύ καιρό έλαβε την πρώτη θεραπευτική άδεια για να πάει στο μνήμα του γιου της. Έλεγε στη θεραπεύτρια της, ο γιος της είναι η ψυχή και αυτή τα χέρια του».
Ο δικηγόρος του θύματος κατέθεσε ως μάρτυρας, τονίζοντας μεταξύ άλλων τα εξής:
«Είχαν καλέσει για συμπληρωματική απολογία τον πελάτη μου. Κυκλοφορούσε ότι θα αποφυλακιστεί. Την είδα να πετιέται πίσω από μια κολώνα .Πυροβόλησε αρκετές φορές. Δεν ήταν καλά, είχε το ακαταλόγιστο, δεν επικοινωνούσε, ήταν αποσβολωμένη. Μετά το συμβάν κάναμε προσπάθεια με τον κύριο Ραγκούση να συμφιλιώσουμε τις δυο οικογένειες».
Κατέθεσε επίσης ενώπιον του δικαστηρίου ο σύζυγος της κατηγορούμενης :
«Επί ένα χρόνο βρισκόταν σε άλλο κόσμο, έπαιρνε ηρεμιστικά , ό,τι έβρισκε μπροστά της έπαιρνε,. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ήταν όλη μέρα στο νεκροταφείο. Στην οικογένεια μας δεν υπήρχαν όπλα. (...) Έμαθε ότι μπορεί να αποφυλακιζόταν, έσκιζε τα ρούχα της και φώναζε, έκανε φασαρία".
Τη δική του εκδοχή κατέθεσε και ο αστυνομικός που ήταν παρών στη δολοφονία:
«Την είδαμε, έβγαλε απότομα όπλο και πυροβόλησε αρκετές φορές. Δεν πρόβαλε αντίσταση πέταξε το όπλο και είπε παραδίνομαι. Ήταν άδειο το όπλο. Γινόταν χαμός από τους συγγενείς του θύματος. Η κατηγορούμενη ήταν ήρεμη αλλά με βλέμμα απλανές».
Πηγή: Το Βήμα